Τρίτη 19 Ιουλίου 2011

Ξαναδιαβάζοντας Ηρόδοτο - Tης Χριστινας Κοψινη

Η ιστορία για το πώς ο Κροίσος σώθηκε είναι πασίγνωστη. Οταν εξήγησε στον Κύρο, ο οποίος τον οδήγησε στην πυρά, τον λόγο που επικαλούνταν γοερά τον Σόλωνα, τη γλίτωσε και στη συνέχεια έγινε σύμβουλός του. Κι όταν ο Κύρος ζήτησε γνώμη για το πώς να υποτάξει τους Μασσαγέτες, έναν πολεμοχαρή λαό στην περιοχή του σημερινού Ιράν, ο Κροίσος του είπε: «Οπως έχω μάθει, οι Μασσαγέτες αγνοούν και τα υλικά αγαθά και τον ευχάριστο τρόπο ζωής των Περσών. Λέω λοιπόν να σφάξουμε πολλά ζώα να τα μαγειρέψουμε και να στήσουμε τραπέζι μεγάλο με κάθε λογής τρόφιμα στο στρατόπεδό μας, να φέρουμε πολλούς κρατήρες αγνό κρασί και να αφήσουμε τις πιο αδύνατες μονάδες να το φυλάνε. Οι υπόλοιποι να τραβηχτούμε προς το ποτάμι. Αν δεν κάνω λάθος στον συλλογισμό μου, οι Μασσαγέτες θα επιτεθούν στο στρατόπεδο, βλέποντας όλα αυτά τα αγαθά και τότε εξαρτάται από εμάς να καταφέρουμε μεγάλα έργα». Ετσι περιγράφει ο Ηρόδοτος το σχέδιο του Κροίσου, στο πρώτο από τα εννέα βιβλία του, στην Κλειώ. Και το σχέδιο εφαρμόστηκε επιτυχώς. «Οι Μασσαγέτες έκαναν επίθεση με το ένα τρίτο του στρατού τους και σκότωσαν τους φρουρούς του στρατοπέδου. Ρίχτηκαν τότε στο φαΐ και στο κρασί και αργότερα στον ύπνο. Οι Πέρσες τότε επιτέθηκαν και σκότωσαν ορισμένους, ενώ άλλους τους αιχμαλώτισαν...»

Τι μου θυμίζει, τι μου θυμίζει… Ισως ο συνειρμός φανεί τραβηγμένος, αλλά γιατί οι Μασσαγέτες του 6ου π.Χ. αιώνα μου θυμίζουν εμάς, τους Νεοέλληνες του 20ού και 21ου αιώνα; Αντικαταστήστε τα αχνιστά κρέατα και το ανέρωτο κρασί με τα «διαμερίσματα πολυτελούς κατασκευής», τα αυτοκίνητα θηριώδους κυβισμού, με τα τεραστίων διαστάσεων εξοχικά, με τα προϊόντα της νέας εποχής που με τόσο ενθουσιασμό καταστήσαμε τις τελευταίες δεκαετίες είδη πρώτης ανάγκης - τα ψηφιακά γκατζετάκια, τις τηλεοράσεις plasma, LCD ή 3D. Κι έπειτα, αντικαταστήστε τα όπλα με τα οποία σκότωσαν οι Πέρσες τους Μασσαγέτες -τα δόρατα, τα ξίφη- με τα δάνεια και τις πιστωτικές κάρτες που γέμισαν τα πορτοφόλια μας. Το εύκολο, δανεικό χρήμα που έρευσε τις τσέπες μας, τροφοδοτώντας μιαν ανάπτυξη που στηρίχτηκε στην κατανάλωση και όχι στην παραγωγή κατέληξε να γίνει μέσο πιστωτικού εξανδραποδισμού μας. Το χειρότερο είναι ότι οι πολιτικές ηγεσίες, όχι μόνο επαίροντο για την ιλιγγιώδη πιστωτική επέκταση που δημιούργησε έναν ογκώδη, αλλά ανάπηρο, τραπεζικό Λεβιάθαν, αλλά συμπεριφέρονταν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Επεσαν με απληστία πάνω στο εύκολο χρήμα, δανεικό ή κοινοτικό, που πρόσφεραν εχθροί και φίλοι χρηματοδοτώντας ουσιαστικά την παρακμή της χώρας. Και τελικά ήρθε η ώρα του λογαριασμού.

Το παράδοξο, τουλάχιστον στην ιστορία που διηγείται ο Ηρόδοτος, είναι ότι τελικά οι Πέρσες και ο βασιλιάς τους ηττήθηκαν από τους Μασσαγέτες, κι ο Κύρος βρήκε οικτρό θάνατο. Θα είναι ενδιαφέρον να δούμε αν η ιστορία θα επαναληφθεί -σαν τραγωδία ή φάρσα- μεταξύ στερημένων Νεοελλήνων και ευφυών πιστωτών.

.kathimerini.gr

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2011

Μιλάμε για την κρίση του ίδιου του Υποκειμένου - Θεόδωρος Ι. Ζιάκας

Η απολυτοποίηση των οικονομολογικών όψεων της κρίσης συσκοτίζει τον ανθρωπολογικό χαρακτήρα της: ότι δηλαδή είναι κρίση του Υποκειμένου. Ωστόσο η ανθρωπολογική αυτή διάσταση της κρίσης έχει αναδειχθεί, από τους θεωρητικούς της κοινωνικής οντολογίας, ήδη από τη δεκαετία του '80. Θυμίζω το ανεπανάληπτο έργο του Παναγιώτη Κονδύλη «Η κρίση του αστικού πολιτισμού», όπου και η ανάλυση της παθολογίας του κυρίαρχου ελληνικού μεταμοντερνισμού, μαζί με την καίρια περιγραφή της εξάντλησής του, την οποία ζούμε σήμερα.

Το κείμενο που ακολουθεί είναι ο επίλογος ενός ανάλογου βιβλίου, που γράφτηκε την ίδια περίοδο και το οποίο πραγματεύεται την κρίση του νεωτερικού Τεχνοσυστήματος ακριβώς ως κρίση του υποκειμένου -ως «έκλειψή» του πιο συγκεκριμένα.[*] Ως αποσύνθεση-διάλυση, λόγω εξάρθρωσης/καταστροφής της αυθυπερβατικής συστατικής του ορμής, αφ’ ενός. Αλλά, αφ’ ετέρου, όχι ως αποσύνθεσης αμετάκλητα καταστροφικής/υποστροφικής, αλλά ως εμπεριέχουσας συνάμα την δυνατότητα μετάβασης σε μια ανώτερη ανθρωπολογική βαθμίδα.
Σημείωση επί της ορολογίας:

- Με τη λέξη "υποκείμενο" νοείται εδώ ο «φορέας», η «υπόσταση» του κοινωνικού πεδίου. Πρακτικά αναφερόμαστε στους συγκεκριμένους ανθρώπους, συνυπολογίζοντας τη θέση που κατέχει -στο …GPS της κεφαλής τους- η προσιδιάζουσα στο υφιστάμενο κοινωνικό πεδίο θέσμιση των οντολογικών παραμέτρων του [ήγουν: ο τρόπος α) ρύθμισης της αντίθεσης ατομικού/συλλογικού, β) νοηματοδότησης των μεταφυσικών σημασιών και γ) θεμελίωσης της δικαιοπολιτικής νομιμοποίησης].

- Με τον όρο «αυθυπερβατική τάση» (ή «ορμή») νοείται -πρακτικά πάλι- η «δύναμη» η οποία συνέχει το άτομο με τον εν λόγω ορισμό των θεμελιωδών παραμέτρων του κοινωνικού πεδίου, -καθιστώντας το «υποκείμενο». (Για το πλήρες νόημα της λέξης «αυθυπέρβαση» πρέπει να πάει κανείς στο εν λόγω βιβλίο και μέσω αυτού στην ιλιγγιώδη οντολογία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητή).


Η σημερινή κρίση μπορεί να περιγραφεί ως αδυναμία του υποκειμένου της νεωτερικότητας να ελέγξει την αντίφαση ανάμεσα στο σύστημα των αναγκών του και στις συνέπειες του, που είναι το κοινωνικό, το εθνικό και το οικολογικό πρόβλημα.

Η αδυναμία αυτή αφορά την ίδια την προϋπόθεση κάθε εναλλακτικής λύσης: την ικανότητα του υποκειμένου να αποστασιοποιείται από τις κοινωνικά καθορισμένες ανάγκες του. Μ' αυτή την έννοια μιλάμε πλέον για κρίση του ίδιου του υποκειμένου.

I.

Ο ισχυρισμός ότι η κρίση αφορά το ίδιο το υποκείμενο μπορεί να βασιστεί σε δύο επισημάνσεις. Η πρώτη προκύπτει από την εμπειρία του παγκόσμιου σοσιαλιστικού κινήματος, που αντιπροσωπεύει τη γιγαντιαία, αλλά αποτυχημένη, προσπάθεια της νεωτερικότητας να θέσει υπό έλεγχο τις διογκούμενες αντιφάσεις της. Η δεύτερη προκύπτει από τη σημερινή γενικευμένη «απάθεια» του νεωτερικού υποκειμένου.

Η προβληματική πάνω στην αποτυχία του σοσιαλισμού οδηγεί ακριβώς στο υποκείμενο. Διαπιστώνεται, σε όλες τις περιπτώσεις, ότι το «υποκείμενο της αλλαγής» αναπαράγει στο εσωτερικό του και στην κοινωνία, τις σχέσεις που προσπαθεί να «εξαλείψει». Αποδείχθηκε ότι η «καταστροφή του εχθρού» δεν εξασφαλίζει το ζητούμενο. Δεν φτάνει να «αλλάξουν οι συνθήκες». Πρέπει να αλλάξει και το ίδιο το «υποκείμενο της αλλαγής», ώστε να μην τις αναπαράγει. Καταδείχθηκε, με ακριβοπληρωμένη εμπειρία, ότι οι αντιφάσεις της νεωτερικότητας ριζώνουν στην ίδια τη «δομή» του υποκειμένου της και δεν μπορούν να λυθούν χωρίς ειδική παρέμβαση και στη δομή αυτή. Εκτός από τη θεωρία και πρακτική της «αλλαγής των συνθηκών», χρειαζόταν και κάποια ειδική θεωρία και πρακτική αυτο-αλλαγής του ίδιου του «υποκειμένου της αλλαγής».

Η ύπαρξη μιας τέτοιας θεωρίας «αλλαγής του υποκειμένου» θα οδηγούσε προφανώς και σε μια διαφορετικότερη θεωρία «αλλαγής των συνθηκών».

Η δεύτερη επισήμανση προκύπτει από την κοινότοπη παρατήρηση πως ενώ είναι φανερό ότι ο σύγχρονος πολιτισμός πριονίζει ο ίδιος το κλαδί στο οποίο κάθεται (υπερβαίνοντας τα οικολογικά και τα κοινωνικά του όρια) το αποτέλεσμα είναι η πλήρης «απάθεια» και απραξία. Οι εκκλήσεις των οικολόγων, των εναλλακτικών, των ηθικολόγων κ.λπ., στη λογικότητα και την ηθική ευαισθησία του υποκειμένου, δεν το αγγίζουν. Πράγμα που σημαίνει ότι το συμφέρον του ανθρώπου ως είδους, το «καλό της ανθρωπότητας», το «καλό των παιδιών μας» κ.τ.τ., τελικά δεν έχουν «τόπο» στη σύσταση του υποκειμένου της νεωτερικότητας.

Η διατύπωση αυτή μοιάζει υπερβολική, αλλά επαληθεύεται σήμερα πλήρως και πρωτίστως, από τη συμπεριφορά της «σιωπηλής πλειοψηφίας». Καλύπτει επίσης και όλους εκείνους πού αναγνωρίζουν στον εαυτό τους μια «ευαισθησία» εθνική, κοινωνική ή οικολογική: Η πλειονότητά τους σκέπτεται ότι «κάτι πρέπει να κάνουν». Αντιλαμβάνονται όμως ότι δεν έχουν την απαιτούμενη «ψυχική δύναμη». Οι υπόλοιποι δεν ξέρουν τί είναι αυτό που πρέπει να κάνουν. Κι αν υποθέσουμε ότι κατορθώνουν, μερικοί απ' αυτούς, να εντοπίσουν μια «εναλλακτική πρόταση» και να μπουν στον αγώνα για την πραγματοποίησή της, ανακαλύπτουν αμέσως ότι δεν μπορούν να πετύχουν τον απαιτούμενο συλλογικό συντονισμό. Όταν (και αν) λύσουν το πρόβλημα αυτό, ανακαλύπτουν ότι είναι πολύ δύσκολο, έως αδύνατο, να πείσουν τις ευρύτερες λαϊκές μάζες. Κι αν τέλος υποθέσουμε ότι κατορθώνουν να σπάσουν κι αυτό το φράγμα και να γίνουν μαζικό κίνημα, τότε θα βρεθούν αντιμέτωποι με την εσωτερική πλευρά του προβλήματος: με το φαινόμενο της τροπής του «υποκειμένου της αλλαγής» στο αντίθετο του. Με το φαινόμενο πάνω στο οποίο, εντελώς άοπλος καθώς ήταν, συνετρίβη ο μαρξισμός.

Η (υποθετική) παρεμβολή (στην ανωτέρω προβληματική) α) της υλικής δύναμης των ηγετικών κοινωνικών ομάδων, οι επιδιώξεις των οποίων προϋποθέτουν την εξουδετέρωση των κινημάτων εθνικής, κοινωνικής και οικολογικής ευαισθησίας, σε συνδυασμό β) με τις παραλυτικές επιπτώσεις της κατάρρευσης των οραματικών διεξόδων της νεωτερικότητας, είναι ασφαλώς αναγκαία συνθήκη για την κατανόηση της αδυναμίας του νεωτερικού υποκειμένου. Δεν είναι όμως και ικανή.

II.

Η αδυναμία του υποκειμένου, όπως σκιαγραφείται από τις παρατηρήσεις αυτές, δεν υποδηλώνει απλώς την κρίση κάποιων εξωτερικών στοιχείων της παρουσίας του. Αν λάβουμε υπόψη την έκρηξη των ψυχικών ασθενειών, τη μάστιγα των ναρκωτικών, την εξάπλωση της εγκληματικότητας, ή την αυξανόμενη καταφυγή στον φαντασιακό χώρο της λεγόμενης «εικονικής πραγματικότητας», θα διαπιστώσουμε ότι η αναπαραγωγή του νεωτερικοΰ «παραδείγματος» δεν προκαλεί μόνο τα τρία διηπειρωτικά προβλήματα, που αναφέραμε στην αρχή του επιλόγου. Προκαλεί και την καταστροφή, ή τουλάχιστον την εξουδετέρωση, ουσιωδών διαστάσεων της υποκειμενικότητας. Κάτι που πρέπει να αξιολογηθεί ως η βαθύτερη όψη της κρίσης.

Πράγματι. Η κρίση του υποκειμένου μπορεί να περιγραφεί σαν εμπλοκή και στις δύο ροπές ή τάσεις, που συνιστούν τον άνθρωπο, ως χωροχρονική παρουσία: Τόσο της αυτο-επιβεβαιωτικής, μέσω της οποίας αναπαράγει τον εαυτό του ως άτομο, όσο και της αυθυ-περβατικής, μέσω της οποίας αναπαράγει τους όρους ύπαρξης της κοινωνικής ολότητας, έναντι της οποίας και ορίζεται ως άτομο (-υποκείμενο).

α) Η ραγδαία αποδιάρθρωση του ατόμου, ως παρουσίας με εσωτερική συνέχεια, καθιστά εμφανή την εμπλοκή στη λειτουργία της αυτο-επιβεβαιωτικής τάσης. Ο βίος του ατόμου τείνει να γίνει ακολουθία άσχετων στιγμών. Λείπει ο διαχρονικός σκοπός, που έχει τεθεί από το ίδιο το υποκείμενο και προσδίδει στις ενέργειές του ενο-ποιό-δια-χρονικό νόημα. Η υποκειμενικότητα, αντί να είναι όντως ατομικότητα, παρουσία με διαχρονική ταυτότητα, όπως τουλάχιστον τη θέλει ο ιδεότυπος του Διαφωτισμού, καταντά χαοτικότητα. Δίχως ενότητα και συνέχεια. Δίχως νόημα. Τα όποια στοιχεία ενότητας και συνέχειας μπορούν να παρατηρηθούν, ανάγονται εν γένει στη βιολογική και πολιτισμική φύση του υποκειμένου και όχι στην «αυτόνομη βούλησή» του. Ανάγονται στην «κανονικότητα» των στοιχειωδών φυσικών ορμών και των διεμβλημένων επιταγών του απρόσωπου κοινωνικού μηχανισμού, μέσα στον όποιο έχει «χυθεί» ο χυλός αυτός που, κατ' ευφημισμόν, εξακολουθεί να λέγεται «υποκείμενο». Το αυτόνομο άτομο του Διαφωτισμού πραγματώνεται τελικά ακριβώς ως το αντίθετο του: ως κοινωνικό αυτόματο.

β) Η εμπλοκή στη λειτουργία της αυθυπερβατικής τάσης εκφράζεται, τυπικά, ως ανυπαρξία υπερατομικού ιδανικού. Το περιβόητο «τέλος των ιδεολογιών» συμπυκνώνει την κατάρρευση όλων των οραματικών διεξόδων της νεωτερικότητας. Το πρόβλημα βεβαίως δεν βρίσκεται στην αποσύνδεση της αυθυπερβατικής τάσης από τις χρεωκοπημένες μορφές υπερατομικού ιδανικού, αλλά στην αδρανοποίησή της και στην ανεπανόρθωτη ίσως εξάρθρωσή της. Βρίσκεται στη δημιουργία της σημερινής άκρως επικίνδυνης κατάστασης, όπου το γενικό καλό, το καλό του είδους, παύει να έχει υποκειμενική αναφορά και εσωτερικό στήριγμα στην παρουσία του σημερινού νεωτερικού ανθρώπου.

Στο σημείο αυτό πρέπει να προσθέσουμε ότι ο πολιτισμός της νεωτερικότητας δεν νοηματοδοτεί την αυ-θυπερβατική τάση ως οργανικό-συστατικό στοιχείο του ανθρώπου. Την θεωρεί εκδήλωση εξωτερικών διεμβολών, περιοριστικών της ατομικής ελευθερίας, δηλαδή παθολογική. Και δεν διαθέτει, φυσικά, καμιά ειδική θεωρία και πρακτική για την καλλιέργεια της, ώστε να μπορεί ο άνθρωπος να διακρίνει το γενικό καλό από τις, πάντοτε πιθανές, πολυποίκιλες ειδωλοποιήσεις και παραπλανητικές μεταθέσεις του. Προφανώς ο ευνουχισμός της αυθυπερβατικής τάσης εμποδίζει την ομαλή λειτουργία και της ίδιας της αυτοεπιβεβαιωτικής τάσης, η οποία χρειάζεται πάντοτε κάποιο αυθυπερβατικό σημείο αναφοράς (έστω και «ατομικιστικό»), για να συγκροτήσει αυτό που θα μπορούσε να είναι η διαχρονική «ατομική ταυτότητα» του υποκειμένου της.

Οι δύο αυτές προσεγγίσεις μας επιτρέπουν να αντιληφθούμε για ποιο λόγο η νεωτερικότητα, αντί να ενσαρκώνει το πρότυπό της, το αυτόνομο άτομο, ενσαρκώνει τελικά το αντίθετο του: το χαοτικό κοινωνικό ενεργούμενο. Ώστε τελικά οι παθολογικές κοινωνικές δομές να αποκτούν τη γνωστή ανεξέλεγκτη δυναμική τους.

III.

Η διαπίστωση για την εξάρθρωση της αυθυπερβατικής τάσης και την εσωτερική αποδιάρθρωση του υποκειμένου, μετατρέπει, αυτομάτως, κάθε εναλλακτική πρόταση σε ιδεολογική φενάκη. Σε λέξεις κενές περιεχομένου. Έτσι χωρίς θεωρία και πρακτική ανασχετικής παρεμβολής στις υφιστάμενες αποσυνθετικές διαδικασίες υποκειμενοποίησης, δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για πραγματική εναλλακτική λύση.

Η ζητούμενη θεωρία και πρακτική βρίσκεται έξω από τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις του υποκειμένου της νεωτερικότητας, γιατί αφορά τη διαχείριση της αυθυπερβατικής τάσης, στην οποία ή νεωτερικότητα δεν αναγνωρίζει ούτε ανθρωπολογικό ούτε οντολογικό περιεχόμενο. Δεν είναι όμως εντελώς έξω από τις αντιληπτικές δυνατότητες όσων μετέχουν και σε προνεωτερικές μορφές υποκειμενοποίησης, οι οποίες νοηματοδοτούν την αυθυπερβατική τάση σαν κεντρική διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης. Στη διαπίστωση αυτή βρίσκεται το κλειδί για να προσεγγίσει κανείς τη λύση του προβλήματος. Σε χώρες, όπου η νεωτερικότητα είναι εισαγόμενη, οι προνεωτερικές παραδόσεις μπορούν να χρησιμεύσουν σαν «αρχιμήδειο στήριγμα», γιατί υπεισέρχονται ακόμη, έστω και με αλλοτριωμένη μορφή, στη συγκρότηση των αντιληπτικών δυνατοτήτων του υποκειμένου. Μ' αυτή την έννοια η προσφυγή στην ελληνο-ορθόδοξη παράδοση είναι μια καθ' όλα νόμιμη ερευνητική πρόταση. Κι αυτό παρά τις επιφυλάξεις, ως προς το εύρος των δυνατοτήτων κατανόησης της και παρά τον ελλοχεύοντα κίνδυνο ενός φαντασιώδους «νεοησυχαστικού φουνταμενταλισμού».

Για τα έθνη της πάλαι ποτέ ελληνικής οικουμένης, που μετέχουν και στην ορθόδοξη παράδοση, είναι η προσιτότερη πρόταση. Η προσφυγή σ' αυτήν είναι αναγκαία συνθήκη για να λύσουν το πρόβλημα. Βεβαίως η ποιότητα της λύσης, που θα μπορούσαν να δώσουν, δεν θα εξαρτηθεί από την «παράδοση», αλλά από τη δική τους ικανότητα. Από το δικό τους δημιουργικό πνεύμα.

IV.

Η νεωτερικότητα θεμελιώθηκε στη μηδενιστική νοηματοδότηση της αυθυπερβατικής διάστασης του ανθρώπου. Στη συρρίκνωση του υποκειμένου στην αυτοεπιβεβαιωτική του διάσταση (ατομικισμός-φιλελευθερισμός). Πίστεψε ότι οι ελεύθερα αντικρουόμενες ατομικές επιδιώξεις εναρμονίζονται μόνες τους, κάνοντας τη δικαιοσύνη να ξεπηδά αυτόματα από την ατομική ελευθερία. Η εκρηκτική κοινωνική και εθνική ανισότητα που προέκυψαν, μαζί με τους αντίστοιχους τερατώδεις μηχανισμούς κυριαρχίας, διέψευσαν τις οντολογικές αυτές παραδοχές.

Η διάψευση γέννησε, ως οραματική διέξοδο, τον σοσιαλιστικό κολεκτιβισμό. Όμως ο σοσιαλισμός δεν αμφισβήτησε ποτέ τον νεωτερικό ιδεότυπο της αυτόματης απορροής της δικαιοσύνης από την ατομική ελευθερία. Τοποθέτησε απλώς την ισχύ του στο «τέλος της ιστορίας», δηλαδή ύστερα από μια μεταβατική περίοδο συνειδητής πρόταξης της κοινωνικής δικαιοσύνης, έναντι της ατομικής ελευθερίας (δικτατορία του προλεταριάτου). Η πρόταξη της κοινωνικής δικαιοσύνης θα μας επέτρεπε να «ξεπατώσουμε» τις ρίζες της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης, που περιορίζονται, υποτίθεται, μόνο στο εξωτερικό πολιτικό-οικονομικό έδαφος και δεν έχουν διακλαδώσεις στο εσωτερικό του υποκειμένου. Η κατάληξη του σοσιαλιστικού εγχειρήματος διέψευσε επίσης τις αφετηριακές αυτές παραδοχές του. Με τη βίαιη πρόταξη της κοινωνικής δικαιοσύνης ξαναγυρίσαμε απλώς στη βαρβαρότητα, όπου δεν υπάρχει ούτε ελευθερία ούτε δικαιοσύνη. Το αίτημα της δικαιοσύνης, ως ελάχιστη συνθήκη ισορροπίας στις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους και με τη φύση, έγινε ακόμα πιο επιτακτικό. Είναι το μέγα και άλυτο πρόβλημα της νεωτερικότητας.

Μερικοί αναζητούν τις ρίζες των σημερινών προβλημάτων στο πνεύμα της ελληνικής αρχαιότητας και του χριστιανισμού. Όμως η θεμελίωση της νεωτερικότητας βρίσκεται στους αντίποδες των μεγάλων αυτών παραδόσεων:

α) Οι αρχαίοι ζητούσαν την εσωτερική εναρμόνιση του ατομικού ψυχικού κόσμου, την οποία και ταύτιζαν με τη δικαιοσύνη. Έβλεπαν τη δικαιοσύνη ως προϊόν επίπονης προσπάθειας για την κατάκτηση της αρετής. Δικαιοσύνη = φρόνηση + ανδρεία + σωφροσύνη. Η δικαιοσύνη είναι, μάλιστα, το οντολογικό θεμέλιο της αρχαίας θέσμισης του κόσμου, η συστατική του αρχή, η ενατένιση της οποίας αποτελεί και την πηγή της θεότητας των θεών. Δεν είναι καθόλου μια συμβατικότητα. Δεν είναι το οντολογικό μηδέν της νεωτερικότητας. Οι αρχαίοι είχαν επιπλέον την αίσθηση του τραγικού. Γνώριζαν πολύ καλά ότι η ιδιωτική «δεινότητα», η ατομική ελευθερία —«των ανδρών το υπέρτολμον φρόνημα» και «των γυναικών οι πάντολμοι έρωτες» (Αισχύλος)— μπορούν να διαλύσουν κάθε σχέση τάξης και δικαιοσύνης και να ξαναρίξουν στο χάος τον ανθρώπινο κόσμο-κόσμημα. Γι' αυτό και είχαν θεσπίσει την ελέω και φόβω κάθαρση της ιδιωτικής «δεινότητας» μέσω της Τραγωδίας. Δεν ήταν λοιπόν τόσο αφελείς να πιστεύουν ότι μπορεί να σταθεί κοινωνία πάνω στην αγνόηση της τραγικής αντίθεσης ελευθερίας-δικαιοσύνης.

β) Ο χριστιανισμός, ανάγοντας την αγάπη σε συστατική αρχή του κόσμου, αλλάζει την οντολογική θεμελίωση του ελληνικού πολιτισμού. Η τραγική αντίθεση ελευθερίας-δικαιοσύνης λύνεται. Αρκεί να υπάρχει αγάπη χριστιανικού τύπου, δηλαδή αγάπη του διαφορετικού, αγάπη κι αυτού ακόμα του «εχθρού». Η αγάπη αυτή, εισάγοντας τη διάκριση γνωμικού και φυσικού θελήματος, διευρύνει καίρια την έννοια της ελευθερίας. Η ελευθερία του αγαπητικού υποκειμένου υπερβαίνει όχι μόνο τους εξωτερικούς φυσικούς και κοινωνικούς περιορισμούς, αλλά και τους εσωτερικούς (πάθη, ιδιοτέλεια, συνήθεια). Του επιτρέπει, επομένως, να αποστασιοποιείται από το σύστημα των αναγκών του, πράγμα για το οποίο δεν αρκεί η τραγωδιακή κάθαρση και η φιλοσοφική αγωγή των αρχαίων. Ούτε βεβαίως η ορθολογική «συνειδητότητα» του νεωτερικού ανθρώπου. Μαζί με την ελευθερία τρέπεται και η δικαιοσύνη. Αποκτά πρόσωπο ανθρώπινο, όταν εμπνέεται από την αγάπη. Από άτεγκτος νόμος αλλάζει σε φιλάνθρωπη παιδαγωγία.

Η διπλή αυτή, μέσω της αγάπης, διεύρυνση-τροπή της ελευθερίας και της δικαιοσύνης λύνει τη μεταξύ τους τραγική αντίθεση.

V.

Η ελληνο-ορθόδοξη θέσμιση φαίνεται, λοιπόν, να απαντά στο πρόβλημα που μας απασχολεί. Οι ακόλουθες τρεις παρατηρήσεις ενισχύουν την επισήμανση αυτή.

α) Μιλάμε για οντολογία και όχι για δεοντολογία και ηθικές παραινέσεις. Το προτεινόμενο αυθυπερβατικό στήριγμα, ως άτρεπτο, δεν ανήκει στην «κτιστή» μας φύση. Είναι «άκτιστη ενέργεια». Ο Θεός ο ίδιος. Παρά ταύτα είναι κάτι που «χαρίζεται» στον άνθρωπο, αν το επιθυμεί ειλικρινά. Η «παροχή» του συνδέεται με τη δυνατότητα χρησιμοποίησής του «επ' άγαθώ». Αν το χρησιμοποιείς η «παροχή» του αυξάνει. Αν όχι «αφαιρείται κι αυτό πού έχει δοθεί». Θετικός προσδιορισμός του: «καύση καρδίας υπέρ πάσης της κτίσεως». Συνθήκη εμφάνισης του: «όταν ο νους ξαναγυρίσει στην καρδιά και παραμείνει εκεί». Να υποθέσουμε ότι η ενότητα «νου και καρδίας» αλλάζει αυτό που ξέρουμε ως καρδιά και ως νου, σε κατάσταση διαχωρισμού;

Είναι φανερό ότι τα κείμενα μας παραπέμπουν σε κάτι για το οποίο ο νεωτερικός άνθρωπος δεν έχει εμπειρία. Πράγματι, η εμπειρία της «αγάπης του εχθρού» του είναι παντελώς άγνωστη και ως μονής κατευθύνσεως, μάλλον αδιανόητη, αν όχι απωθητική. Πρόκειται για αγάπη που δεν έχει σχέση με διαβαθμίσεις ή μεταλλαγές του φυσικού έρωτα, γιατί προϋποθέτει την ελεύθερη-συνειδητή επιλογή και συνάμα την τρομερή επίγνωση ότι κάθε συγκεκριμένος άνθρωπος είναι υπόσταση του κόσμου ολόκληρου, κοινωνικού και φυσικού. Τίθεται ζήτημα «σωτηρίας της κτίσεως», η οποία και εξαρτάται σαφώς από τη «σωτηρία του ανθρώπου». Η δε «σωτηρία του ανθρώπου» ταυτίζεται με την απόκτηση αυτού του είδους αγάπης. Η «συνειδητή αγάπη» (αν επιτρέπεται η εκλογίκευση) είναι ο κρίσιμος κρίκος χωρίς τον οποίο είναι αδύνατη η επανασυγκόλληση της κοσμικής αλυσίδας.

Είναι μια αγάπη οπωσδήποτε αινιγματική. Μοιάζει όμως να έχει κάτι απ' αυτήν η συμπάθεια που ζητά ο οικολόγος για τις φάλαινες και τις χελώνες του, ο εναλλακτικός για τους απόκληρους του συστήματος και ο ειλικρινής «πλουραλιστής» για τους «άλλους» και «ξένους»: τις καταπιεζόμενες παραδόσεις και μειονότητες.

β) Η ελληνο-ορθόδοξη θέσμιση δεν προσβλέπει στην κατάργηση της τραγικής αντίθεσης ελευθερίας-δικαιοσύνης. Ο ιστορικός κόσμος του ανθρώπου είναι ο κόσμος της «Πτώσης». Ενώ ο φυσικός κόσμος είναι «καλός λίαν», ο πολιτισμός του πτωτικού ανθρώπου θεμελιώνεται στη «γνώση καλού και πονηρού», δηλαδή στον αφύσικο διαχωρισμό σε «καλό» και σε «κακό». Η «Πτώση» αποτελεί απομάκρυνση από την αγάπη, που δεν κομματιάζει τον κόσμο, αλλά τον συνέχει και τον ζωοποιεί. Η «Πτώση» φέρνει την αδικία. Την καταστροφή και τον θάνατο στη Δημιουργία. Συνεπώς η λύση της αντίθεσης ελευθερίας-δικαιοσύνης εξαρτάται από την αναγωγή της αγάπης σε άξονα της υποκειμενοποίησης.

Η αναγωγή αυτή αναδεικνύει την εκκλησιαστική συλλογικότητα σε απάντηση στο «αίνιγμα της Ιστορίας». Σκοπός της εκκλησιαστικής συλλογικότητας ήταν να βοηθήσει τον άνθρωπο να απαλλαγεί από την εσωτερική χαοτικότητα και να γίνει πραγματικό πρόσωπο, δηλαδή αυθυπερβατική σχέση ελευθερίας-αγάπης με το απολύτως διαφορετικό (Θεός) και με το σχετικώς διαφορετικό (Πλησίον). Απόλυτη ενικότητα (ατομικότητα) και συγχρόνως υπόσταση καθολικότητας (έμπρακτης ευθύνης για τις τύχες του κόσμου). Πράγμα βεβαίως εντελώς ξεχασμένο και παρανοημένο από τον χριστιανισμό της νεωτερικής εποχής. Οι κοινότητες, που τέτοια υποκείμενα είναι σε θέση να φτιάξουν, δεν μπορούν να αναιρέσουν την «πτώση», ώστε να εξαλειφθεί η αντίθεση ελευθερίας-δικαιοσύνης. Μπορούν όμως να «σώσουν» τον κόσμο, δηλαδή να μην τον αφήσουν να καταστραφεί. Είναι το «άλας» που θα εμποδίσει τον κόσμο να «σαπίσει» ολοκληρωτικά.

γ) Μιλάμε στην πραγματικότητα για ολόκληρη θεωρία και πρακτική αλλαγής του «υποκειμένου της αλλαγής». Τo σχήμα της είναι περίπου το εξής: Η αυθυπερβατική τάση του ανθρώπου ήταν «κάποτε» καθαρή ορμή προς την απόλυτη ελευθερία-αγάπη, άλλα για κάποιους λόγους η ορμή αυτή διαστράφηκε. Ο άνθρωπος χώρισε την ελευθερία του από την αγάπη και στη θέση της αγάπης έβαλε τον αυτοερωτισμό και την ωφελιμοθηρία-ηδονοθηρία. Το αποτέλεσμα ήταν η πτώση του στο χάος των «παθών», η συνακόλουθη απώλεια εσωτερικής ελευθερίας και η τροπή του σε ενεργούμενο των «συνθηκών». Με τον καιρό η διαστροφή (το «παρά φύσιν») έγινε «δεύτερη φύση» και μεταδίδεται από γενιά σε γενιά, με την κληρονομικότητα, την αγωγή και τη συνήθεια. Τούτο σημαίνει ότι η εσωτερική χαοτικότητα, που κάνει τον σύγχρονο άνθρωπο να εξομοιώνεται με αυτόματο, ριζώνει σε μια βαθύτερη και διιστορικής εμβέλειας, σχεδόν «φυσική», εσωτερική χαοτικότητα, πράγμα που, ειρήσθω εν παρόδω, εξηγεί και την τρομερή δύναμη του καπιταλιστικού συστήματος. Το σύστημα αυτό θεμελιώνει την ύπαρξη του ακριβώς στην εσωτερική χαοτικότητα, στην αναγωγή της θεμελιακής πτωτικής διαστροφής του ανθρώπου σε φυσική. Αντιθέτως: σκοπός της παραδοσιακής ευχαριστιακής-ασκητικής υποκειμενοποίησης, είναι η άρση της «προπατορικής» διαστροφής και η αποκατάσταση της αυθυπερβατικής ορμής του ανθρώπου στην «αρχική» φυσική της ενότητα και κατεύθυνση.

Το θέμα της μετάβασης από την αρχαία κοσμοκεντρική οντολογία στη βυζαντινή προσωποκεντρική οντολογία, είναι πολύ σημαντικό, όχι μόνο για την προβληματική της νεωτερικής κρίσης, αλλά και για την κριτική της νεοελληνικής αλλοτρίωσης.

Ο Ελληνισμός ζητά μονίμως τη μετοχή στο είναι. Την υπερνίκηση της τροπής. Μάχεται τη χαοτικότητα. Το είναι, το άτρεπτο και αναλλοίωτο, το βλέπει αρχικά στην κοσμική Δικαιοσύνη και προσπαθεί να το εισαγάγει στη ζωή του ατόμου και της Πολιτείας. Καλεί τον ατομικισμό του να υπερβεί τη χαοτικότητα των κινήτρων, που είναι η κενοδοξία, ο φόβος και το συμφέρον (Θουκυδίδης), και να εναρμονισθεί αυτοβούλως με τη σταθερή και αναλλοίωτη κοσμική Τάξη-Δικαιοσύνη. Η Δικαιοσύνη δεν έχει όμως οντολογικό (δηλαδή άτρεπτο) έρεισμα στο εσωτερικό της αρχαίας ελληνικής ψυχής. Στήριγμά της είναι μόνο ο φόβος της επιστροφής στο χάος κι ο εκστατικός θαυμασμός του κοσμικού κάλλους. Και τα δυο καταφανώς ανίσχυρα εμπρός στο υπέρτολμον καί πάντολμον της ανθρωπίνης επιθυμίας. Το μακρύ ακροζύγισμα στο αδιέξοδο έκανε την ελληνική ατομικότητα να τραπεί τελικά στο αντίθετό της. Να ανακυκλωθεί πολιτειακά στο κολεκτιβιστικό πνεύμα της Ανατολής. Πράγμα που είναι η άλλη όψη της μακεδονικής εκτίναξης του Ελληνισμού στα όρια της «οικουμένης». Ζητείται έκτοτε ο «θείος άνδρας», που θα γίνει ο φορέας της Δικαιοσύνης. Ιεροποιείται η εξουσία και εισάγεται στην ελληνική ψυχή το αρνητικό πρότυπο του «μεγάλου βασιλέως».

Το ελληνικό άτομο και ο πολιτειακός κοινοτισμός του αποτελούσαν μακρινό παρελθόν όταν έκανε την εμφάνισή του ο χριστιανισμός. Ο Ελληνισμός είχε από καιρό εκφυλισθεί σε σκιά του κλασικού εαυτού του. Παρά ταύτα είδε στο χριστιανικό μήνυμα, όπως αυτό ενσαρκωνόταν στις αποστολικές κοινότητες, την απάντηση στα αρχαία του ερωτήματα. Και το εισέπνευσε «μέχρις ονύχων». Η επιλογή ήταν ελεύθερη και συνειδητή. Αν Έλληνες είναι οι μετέχοντες ελληνικής παιδείας, τότε είναι ο μόνος λαός πού έγιναν χριστιανοί ένας-ένας χωριστά. Το άτρεπτο στοιχείο που ζητούσαν, για να το κάνουν άξονα του Βίου και της Πολιτείας, το βρήκαν στην υπερφυσική χριστιανική αγάπη. Και δεν γελάστηκαν, αφού η εκκλησιαστική συλλογικότητα ανέστησε τον Ελληνισμό από τον τάφο και του έδωσε άλλα χίλια χρόνια ιστορίας στην πρωτοπορία του πολιτισμού.

Τίθεται το ερώτημα: Κατόρθωσε ο «ένδοξός μας βυζαντινισμός» (Καβάφης) να ενσαρκώσει το χριστιανικό πρόσωπο; Δηλαδή: α) να ακυρώσει την τροπή της ελληνικής ατομικότητας στο ασιατικό της αντίθετο, και β) να την αναστήσει σε ένα ανώτερο επίπεδο ύπαρξης, ικανής να κλείνει μέσα της και να λύνει την τραγική αντίθεση ελευθερίας-δικαιοσύνης;

Η απάντηση δεν είναι ούτε απολύτως θετική ούτε βεβαίως και αρνητική. Το Βυζάντιο ήταν κι αυτό μια «πτωτική» πολιτειακή μορφή. Κράμα ελληνικού κοινοτισμού και ασιατικού δεσποτισμού. Παρά τα προωθημένα στοιχεία «καλής αλλοίωσής» του, λόγω της παραδειγματικής εκκλησιαστικής συλλογικότητας στους κόλπους του, παρέμεινε κατάλοιπο της εθελούσιας «βαβυλωνιακής αιχμαλωσίας» του ελληνικού πνεύματος. Ο κοινοτισμός περιορίστηκε στην τοπική κλίμακα. Η πολιτειακή δικαιοσύνη αναβλήθηκε για τη Δευτέρα Παρουσία, δείχνοντας ίσως έλλειμμα τραγικής εγρήγορσης. Λίγοι μπορούσαν να γίνουν άγιοι χωρίς να καταφύγουν στις ερημιές. Κι αυτό παρά την κοινή προσήλωση στο ιδανικό της αγιότητας. Είναι ωστόσο η μοναδική μορφή Πολιτείας, όπου η εξουσιαστική συλλογικότητα αντιρροπήθηκε σε κάποιο βαθμό από μια προσωποκεντρική, αντιδυναμοκεντρική-χαρισματική, συλλογικότητα.

Ίσως μπορεί να ειπωθεί ότι το Βυζάντιο «χρησιμοποίησε τη χριστιανική αγάπη για να πραγματοποιήσει το ιδανικό της ελληνικής παιδείας». Να εναρμονίσει την ψυχή μέσα στον κλειστό χώρο της μικρής αυτόνομης κοινότητας και να πετύχει έτσι τον ανεκπλήρωτο στόχο της αρχαιότητας. Το χριστιανικό ιδανικό, το άνοιγμα στο διαφορετικό (εις «πάντα τα έθνη») και η εργασία πάνω σ' αυτό, δεν προσεγγίστηκε, από τον βυζαντινό Ελληνισμό, παρά μόνο με τρόπο μερικό, περιπτωτικό και αμυντικό. Εξ ού και η αφαίρεση «ακόμα κι αυτού που του είχε δοθεί». Ο αναγεννημένος νεώτερος Ελληνισμός δεν μπόρεσε, σ' αυτό το σημείο, να υπερβεί το Βυζάντιο και προσπάθησε να το σβήσει από τη μνήμη του. Χάθηκε έτσι το περιθώριο της νεωτερικότητας. Τώρα όμως που η νεωτερικότητα καταρρέει και είναι αναγκασμένος να ζητήσει την προοπτική του έξω και πέρα απ' αυτήν, η ανάκτηση της ιστορικής μνήμης και η αναμέτρηση με τα ερωτήματά της, είναι ανάγκη επιτακτική.


* * *

Το ερώτημα που θέτει η κρίση της νεωτερικότητας είναι λοιπόν το εξής: μπορεί ο σημερινός άνθρωπος να βρει μέσα του ένα τόσο σταθερό αυθυπερβατικό στήριγμα που να του επιτρέπει α) να κυριαρχεί πάνω στην εσωτερική του χαοτικότητα, β) να αποστασιοποιείται από το σύστημα των αναγκών του και γ) να διαμορφώνει συλλογικές μορφές ικανές να ελέγχουν την τραγική αντίθεση ελευθερίας-δικαιοσύνης;

Είναι νομίζω φανερό ότι χωρίς μια καταφατική και πρακτικά επαληθεύσιμη διυποκειμενική απάντηση στο τριπλό αυτό ερώτημα, δεν μπορεί να υπάρξει διέξοδος προς τον ζητούμενο μετανεωτερικό πολιτισμό.


[*] Θεόδωρος Ι. Ζιάκας, Η ΕΚΛΕΙΨΗ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ, σ.309-321. Αρμός 2001, β' έκδοση.
πηγή: Αντίφωνο

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2011

Τα πρωτοσέλιδα της κρίσης* Κωνσταντίνος Μπλάθρας

Δύο είναι, κυρίως, τα λάθη της πολιτικής ηγεσίας, που οδήγησαν τη Χώρα σ’ αυτή την πρωτοφανή παρακμή, στη βαθειά πολιτική, οικονομική, ταυτόχρονα κοινωνική και ηθική κρίση. Πρώτον, η πέρα από κάθε όριο, νομικό και ηθικό φραγμό, λεηλασία του κράτους από τις κομματικές νομενκλατούρες. Λεηλασία που, εκτός από στέγνωμα του δημόσιου ταμείου σημαίνει επίσης δήωση του δημόσιου χώρου της πολιτικής και καταλήστευση των ηθικών αποθεμάτων του λαού. Σ’ αυτή την άνευ προηγουμένου κομματική επέλαση (του συνόλου, δυστυχώς, των κοινοβουλευτικών κομμάτων της Μεταπολίτευσης) η ανομία διεσπάρη σε μεγάλα κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας, υπό τον μανδύα του (ιδιοτελούς) «εκδημοκρατισμού». Οι ρίζες της ανομίας πρέπει να αναζητηθούν εν μέση Δικτατορία, ιδιαίτερα στην τελευταία της περίοδο, στα δημοφιλή «φιλολαϊκά» μέτρα, με στόχο την εξαγορά συνειδήσεων.
Η Μεταπολίτευση του Κωνσταντίνου Καραμανλή και ιδιαίτερα, εδώ είναι το μέγα παράδοξο, η Μεταπολίτευση του Ανδρέα Παπανδρέου επένδυσε σ’ αυτή τη «φιλολαϊκή» πολιτική εκδημοκρατισμού, η οποία διεύρυνε εμπράκτως το ταξικό χάσμα στην ελληνική κοινωνία. Απλώς στους έχοντες προστέθηκαν τώρα οι «κατέχοντες άκρες» αχρείοι του κομματικού (παρα)κράτους, που έμαθαν φαρσί τη νέα ομιλία μιας σοσιαλεπώνυμης ρητορείας.
Ερχόμαστε έτσι στη δεύτερη μεγάλη αμαρτία του ελληνικού πολιτικού συστήματος, στον ασίγαστο, ιδιοτελή και εξαχρειωμένο λαϊκισμό της Μεταπολίτευσης. Τίποτα πια δεν ονομάζεται με τ’ όνομά του: Η διάλυση της αγροτικής παραγωγής ονομάστηκε «στήριξη» του αγρότη μέσω επιδοτήσεων, η εξάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος εκδημοκρατισμός της παιδείας, η εκποίηση της δημόσιας περιουσίας εκσυγχρονισμός, η υποτέλεια με εξευτελιστικούς όρους στους επικυρίαρχους (Αμερικανούς, ΝΑΤΟ, Ε.Ε.) φιλία των λαών, ειρήνη, πολιτική της υπερήφανης Ελλάδας κ.τ.ό. Το φάσμα του λαϊκισμού βαραίνει το σύνολο του πολιτικού κόσμου της Μεταπολίτευσης, με επιβεβαιωμένες κάποιες επαινετές εξαιρέσεις. Το ότι υπήρχε πάντοτε «ο αριστερός ψάλτης», η εξ αριστερών αντιπολίτευση, δεν αίρει την παραπάνω διαπίστωση, καθώς η αντιπολίτευση αυτή συνήθως υπερακόντιζε την κυβέρνηση σε λαϊκιστική αμετροέπεια αφ’ ενός, αφ’ ετέρου στήριζε πάνω της μια εξαχρειωμένη κομματική ιδιοτέλεια, η οποία ευθύνεται εν πολλοίς για τη σημερινή πλήρη πολιτική ακινησία. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στο χάλι στα Πανεπιστήμια, μέσα από την μαφιόζικου τύπου «πολιτική» συναλλαγή, όπου το «κράτος της Δεξιάς» αντικαταστάθηκε από τους «αναβαπτισμένους» του Πολυτεχνείου, με την ίδια πάντοτε αντιδημοκρατική στόχευση.
Ίσως οι πιο πάνω κρίσεις φανούν ιδιαίτερα αυστηρές, επηρρεασμένες, θα πει κάποιος, από το κίνημα των επ’ εσχάτοις αγανακτισμένων. Μακάρι να ήταν οι διαπιστώσεις μας υπερβολικές. Αυτό ευχόμασταν κάθε φορά που γράφαμε τα κείμενα που ακολουθούν: Μακάρι να διαψευσθούμε! Η θέση της Κασσάνδρας και του Ιερεμία είναι το ίδιο άχαρες είτε ζεις στην Τροία ή στην Ιερουσαλήμ ή στην Ελλάδα του 21ου αιώνα. Όταν προειδοποιούσαμε, μαζί με τους Γάλλους αγανακτισμένους του 2006, για «το φόβητρο του χρέους, ένα σύστημα καλύτερο από την αποικιοκρατία», το Αλογοσκούφειο τότε υπουργείο Οικονομικών συνέχιζε στο κόκκινο το δανεισμό της χώρας. Όταν γράφαμε ομοίως πως «η έλλειψη ευρύτερης στρατηγικής για τη χώρα, δηλαδή για την οικονομία, την εργασία, την παιδεία, την ασφάλεια, την πληθυσμιακή ανάπτυξη, τη θέση της Ελλάδας στο διεθνες γίγνεσθαι, δημιουργεί μια πολύ επικίνδυνη κατάσταση για την εθνική μας επιβίωση» ή όταν επισημαίναμε ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες «είναι μια καλοστημένη επιχείρηση καταλήστευσης των πόρων ενός μικρού λαού και φαλκίδευσης των δικαιωμάτων του», η Αθήνα βυθιζόταν στην παραισθησιογόνο ευτυχία του 2004. Κι όταν εκεί που στον Δεκέμβρη του 2008 ανευθυνο-«έφηβοι» σχολιαστές είδαν «εξέγερση της νεολαίας», εμείς καταγράψαμε την αρχή μιας δημοκρατικής εκτροπής, αυτή δεν άργησε να καταφθάσει τον Μάη του 2010. Μα κι όταν γράφαμε «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν», το καλοκαίρι του 2009 που Γ. Παπανδρέου επέλαυνε με το «λεφτά υπάρχουν», κι αν πρώτοι χτυπήσαμε στην πρώτη σελίδα τον τίτλο «Νέα (Γερμανική;) Κατοχή» (Γενάρης 2010), πάντα βαθειά μέσα μας ευχόμαστε να διαψευστούμε, τα χειρότερα να μην φθάσουν.
Δυστυχώς, η φωνή μας, όπως και η φωνή αρκετών άλλων, όσων δεν εξαγοράστηκαν και δεν ξεμυαλίστηκαν από τα καθρεφτάκια της Μεταπολίτευσης, αν και καθαρή στις διαπιστώσεις της παρέμεινε ασθενής, ίσως λόγω της φτώχειας μας και δικής μας αδυναμίας. Κι αν τώρα, που ολόκληρη η κοινωνία μοιάζει να ξυπνά από έναν τριακονταετή λήθαργο, συναθρίσαμε αυτές τις φωνές σ’ αυτό το βιβλίο, το κάναμε για ν’ ακουστεί η φωνή μας λίγο μακρύτερα, με την κρυφή ελπίδα να διαψευστούμε και τα χειρότερα να μην έρθουν. Θέλουμε επίσης να δυναμώσουμε τη φωνή εντύπων όπως η «Χριστιανική», με αγωνιστική πορεία μισού αιώνα, και του νέου και αχρημάτιστου περιοδικού «manifesto», που ανάβουν σαν μικρά φαναράκια σε μια Χώρα που πλέει ολοταχώς στις ξέρες της Νέας Τάξης.
Αλλά για να μη χαθούμε αύτανδροι, χρειάζεται επειγόντως να γίνει εκείνο που δεν έγινε τριάντα χρόνια τώρα: Να συζητήσουμε με ειλικρίνεια, να δια-βουλευτούμε και να συν-αποφασίσουμε ότι αυτή η μοίρα της καταστροφής δεν μάς ανήκει. Μια τέτοια απόφαση δεν είναι εύκολη δουλειά γιατί χρειάζεται να σηκώσουμε στην πλάτη μας την ευθύνη. Δημοκρατία χωρίς ευθύνη δε νοείται, όπως και Δημοκρατία χωρίς πατριωτισμό. Και πιστέψτε με, τα συνθήματα λίγην αξία έχουν, εάν δεν είναι πάνυ αποπροσανατολιστικά, σαν έρθει η ώρα των αποφάσεων. Σ’ ένα διεθνές περιβάλλον που ρέπει στο χάος, με τον ανταγωνισμό των ισχυρών να «χτυπάει κόκκινο», χωρίς τις αναστολές ενός Ψυχρού Πολέμου, για μια μικρή χώρα όπως η Ελλάδα, μόνο της στήριγμα είναι ο ίδιος της ο λαός, αυτός που το «Μνημόνιο» επιχειρεί να δέσει πισθάγκωνα. Το επείγον, αυτή την έσχατη ώρα, είναι να ξαναζωντανέψει το αγωνιστικό και αντιστασιακό φρόνημα του ελληνικού λαού, που το καταπλάκωσε η συνθηματολογία και το εξανδραπόδισαν οι επιχορηγήσεις. Πρέπει να ξανάβρουμε τη θέληση και την απόφαση να ζήσουμε, με τα δικά μας μέσα, βασισμένοι στα δικά μας χέρια, που αργεύουν σήμερα, αγοράζοντας τα αναγκαία από τον σύγχρονο κόσμο μα και πουλώντας προϊόντα της προίκας του λαού μας, που δεν είναι ευκαταφρόνητη.
Γιατί, όπως το 1821, έτσι και σήμερα «δεν είν’ εύκολες οι θύρες, / εάν η χρεία τες κρουταλεί.» Γιατί, αν θέλουμε να ζήσουμε, πρέπει πάλι να ματώσουμε από της ελευθερίας «την κόψη του σπαθιού την τρομερή».

*Προδημοσίευση από το καινούργιο βιβλίο του Κωνσταντίνου Μπλάθρα "Τα πρωτοσέλιδα της κρίσης" που θα παρουσιαστεί την Παρασκευή 15 Ιουλίου, στις 19.00, στο βιβλιοπωλείο ΙΑΝΟΣ (Σταδίου 24), εκτός από τον συγγραφέα θα μιλήσουν ο Μανώλης Μηλιαράκης και ο Νίκος Ράπτης.

πηγή: Αντίφωνο

Δευτέρα 11 Ιουλίου 2011

Η κρίση, η Δημοκρατία, οι πολίτες και η βία Του Σάββα Καλεντερίδη

Μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και ενώ οι υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης, νικητές και ηττημένοι, προσπαθούσαν να γιατρέψουν τις πληγές του καταστροφικού πολέμου και να ανορθώσουν τις κοινωνίες και τις οικονομίες τους, εμείς στην Ελλάδα, ως αποτέλεσμα άφρονων επιλογών των πολιτικών μας ταγών, με τον τραγικό Εμφύλιο γκρεμίζαμε ό,τι έμεινε όρθιο από τον πόλεμο.
Τότε, στις αρχές του 1950, όταν άρχισε η καταγραφή των αναπήρων και θυμάτων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αποπειράθηκαν τα παιδιά ενός Πόντιου από κάποιο χωριό της Κατερίνης,. που έχασε το ένα πόδι του πάνω από το μηρό στο Μέτωπο της Αλβανίας, να τον δηλώσουν ως ανάπηρο, για να επωφεληθεί των ευεργετημάτων που θέσπισε η πολιτεία και να λάβει τη σύνταξη του αναπήρου πολέμου. Τότε ο υπερήφανος αυτός Έλληνας, που είχε πολεμήσει και στα βουνά του Πόντου ως αντάρτης, προσβλήθηκε βαθύτατα από την απόπειρα των παιδιών του, τους οποίους επιτίμησε λέγοντας: «Απορώ τι παιδιά μεγάλωσα. Πώς είναι δυνατόν να διανοηθείτε ότι εγώ, που υπηρέτησα το Έθνος και την Πατρίδα στον Πόντο και εδώ στην Ελλάδα, που ήμουν έτοιμος ανά πάσα στιγμή να δώσω τη ζωή μου γι’ αυτήν, θα καταδεχτώ να πάρω σύνταξη από την καθημαγμένη μας Πατρίδα. Η Πατρίδα μας τώρα χρειάζεται τη βοήθειά μας και αντί να μου πείτε να τη βοηθήσουμε, μου προτείνετε να πάρουμε απ’ αυτήν;» Και φυσικά αρνήθηκε να πάρει τη σύνταξη που εδικαιούτο.
Τέτοια παραδείγματα υπάρχουν χιλιάδες, αφού ο ελληνικός λαός από το 1821 και εντεύθεν, σε αλλεπάλληλους αγώνες, πρόσφερε με αυτοθυσία ακόμα και τη ζωή του για τη δημιουργία της σύγχρονης Ελλάδας, που σήμερα βρίσκεται στο χείλος της καταστροφής.
Αυτός ο λαός, δεξιοί και αριστεροί, που ήταν έτοιμος ανά πάσα στιγμή να προσφέρει και όχι να πάρει από το κράτος και την πατρίδα, σταδιακά, μετά τη Μεταπολίτευση, εκμαυλίστηκε από τους πολιτικούς και άλλαξε εντελώς νοοτροπία, βλέποντας το κράτος ως λύση για όλα του τα προβλήματα, ενώ οι ίδιοι οι πολιτικοί φρόντισαν να βγάλουν από το λεξιλόγιό του τη λέξη «Πατρίδα», που αποτελούσε έναν από τους πιο σημαντικούς πυλώνες της κοινωνικής και πολιτικής ηθικής στην Ελλάδα. Η κατάσταση επιδεινώθηκε από το 1981 και εντεύθεν, όταν με το κίβδηλο επιχείρημα της ιστορικής δικαίωσης και με το σκεπτικό ότι μετά την Κατοχή νέμονταν το κράτος οι δοσίλογοι, οι μαυραγορίτες και οι δεξιοί, άνοιξαν οι πύλες του κράτους και των ασφαλιστικών ταμείων για τους επί δεκαετίες αποκλεισμένους αριστερούς, για να κάνουν κι αυτοί ό,τι έκαναν οι άλλοι που κατηγορούσαν και μάλιστα με την ορμή του ηττημένου που διψάει για εκδίκηση. Όμως το ένα λάθος δεν αντιμετωπίζεται και δεν λύνεται με ένα άλλο. Τα αποτελέσματα γνωστά -αρκεί να δει κανείς τα ποσοστά στην ΑΔΕΔΥ- με μοιραίο συνεπακόλουθο τη διάλυση της ιεραρχίας, της Δημόσιας Διοίκησης και του κράτους, τη σταδιακή επιβάρυνση του προϋπολογισμού, μια επιβάρυνση που καλυπτόταν από εξωτερικό δανεισμό, για να καταλήξουμε στη σημερινή τραγική κατάσταση.
Έτσι φθάσαμε στο «μαζί τα φάγαμε», μια φράση που δεν ειπώθηκε τυχαία, αφού είχε ως στόχο τη δημιουργία αισθήματος συλλογικής ευθύνης και ενοχής στους πολίτες και την κοινωνία, για να δεχτούν στη συνέχεια αδιαμαρτύρητα τα όποια δυσβάστακτα μέτρα επιβάλλουν οι δανειστές μας. Όμως, απ’ ό,τι φαίνεται, η φράση και το σκεπτικό που την προκάλεσε δεν έφερε το απαιτούμενο αποτέλεσμα, κυρίως για δυο λόγους.
Ο πρώτος είναι ότι μέσα σ’ αυτήν κρύβεται η μισή αλήθεια, αφού ναι μεν οι πολίτες με τη συμμετοχή τους στο παιχνίδι των προσλήψεων και των παροχών του κράτους συμμετείχαν στην κατασπατάληση των δημόσιων πόρων και του εθνικού πλούτου, πλην όμως τους όρους του παιχνιδιού τους καθόρισαν οι πολιτικοί, οι οποίοι μάλιστα, ως κυρίαρχοι στην Εκτελεστική και τη Νομοθετική εξουσία, καπέλωσαν και τη Δικαστική εξουσία, αλλοιώνοντας και το χαρακτήρα του πολιτεύματος και βγάζοντας από τη μέση έναν παράγοντα ο οποίος θα μπορούσε να βάλει φρένο στον ηθικό και πολιτικό κατήφορο των πολιτικών.
Ο δεύτερος λόγος είναι το γεγονός ότι η συγκεκριμένη φράση και γενικότερα η τακτική και οι μέθοδοι που χρησιμοποιεί η κυβέρνηση για να εφαρμόσει τις πολιτικές της και να πείσει τους πολίτες να συμμετέχουν στις προσπάθειες για την ανόρθωση της χώρας, είναι εκβιαστικές και προσβάλλουν την υπερηφάνεια και το φιλότιμο των Ελλήνων πολιτών.
Αυτοί είναι οι κύριοι λόγοι που προκαλούν την κοινωνική οργή και τροφοδοτούν τα φαινόμενα βίας, χωρίς να αποκλείεται φυσικά η συμμετοχή των μηχανισμών της άρνησης και του μηδενισμού, που πολύ απλά επωφελούνται από μια κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στην ελληνική κοινωνία, για αντικειμενικούς λόγους, που αδρομερώς προαναφέρθηκαν.
Η κατάσταση στην ελληνική κοινωνία δεν είναι καλή και τα φαινόμενα προπηλακισμού και άσκησης βίας εναντίον βουλευτών του Ελληνικού Κοινοβουλίου ορθώς ανησυχούν και πανικοβάλλουν τα κόμματα. Η λύση της καταστολής είναι πυροσβεστική και δεν λύνει το πρόβλημα της οργής και της βίας, για να μην πούμε ότι υπό προϋποθέσεις το επιτείνει, όπως επίσης δεν είναι λύση η ανάληψη πρωτοβουλιών όπως η αναγγελθείσα από τον κ. πρωθυπουργό για την αντιμετώπιση των φαινομένων βίας.
Η Ελλάδα, η Πατρίδα μας, αντιμετωπίζει ένα σοβαρότατο πρόβλημα, που δημιουργήθηκε με κύρια ευθύνη των πολιτικών. Μόνο που για να επιλυθεί το πρόβλημα αυτό δεν αρκεί η συμμετοχή και η συναίνεση των πολιτικών και των κομμάτων, αλλά απαιτείται η εθελούσια μαζική συμμετοχή των ίδιων των πολιτών και της κοινωνίας. Και για να γίνει αυτό, για να ξαναβρούμε εμείς οι Έλληνες τα χαρακτηριστικά της αυταπάρνησης και της φιλοπατρίας του Πόντιου που αρνήθηκε τη σύνταξη, θα πρέπει οι πολιτικοί να κάνουν την αυτοκριτική τους και να δώσουν ξεκάθαρα δείγματα των προθέσεών τους για τη στάση που θα ακολουθήσουν από τούδε και στο εξής. Με άλλα λόγια, πρέπει να μιλήσουν με ειλικρίνεια στον ελληνικό λαό και να του χτυπήσουν στο φιλότιμο, για να συμμετέχει σύσσωμος και με αυταπάρνηση στο δύσκολο έργο της ανασυγκρότησης της χώρας. Τότε θα έχει απαλειφθεί αυτόματα και το πρόβλημα των προπηλακισμών και της βίας εναντίον των πολιτικών.
Το ερώτημα είναι αν μπορούν, αν έχουν το πολιτικό, το ηθικό και το εθνικό ανάστημα να το πράξουν πολιτικοί που έχουν βεβαρημένο παρελθόν, που περιτριγυρίζονται από στρατιές ξένων περίεργων συμβούλων, εκείνοι που δεν χάνουν την ευκαιρία να δηλώνουν ανερυθρίαστα ότι είναι γνήσια και πειθαρχημένα τέκνα της παγκόσμιας διακυβέρνησης και που μέχρι χθες αντιμετώπιζαν με ένα είδος απέχθειας τις λέξεις Έλληνας, Έθνος και Πατρίδα.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, την Παρασκευή, 8 Ιουλίου 2011
http://infognomonpolitics.blogspot.com

Σάββατο 2 Ιουλίου 2011

Continental Drift - The art of forgetting του Ηλία Μαρμαρά



Η ανάγκη και το δικαίωμα να ξεχνάς στη ψηφιακή εποχή 1.



Οι νευροεπιστήμονες και οι ψυχολόγοι συζητούν συνεχώς για το τι σημαίνει να ΄΄ξεχνάς΄΄πληροφορίες αποθηκευμένες στον εγκέφαλο ως μακροπρόθεσμη μνήμη 2. Κάποιοι ισχυρίζονται πως τέτοιες πληροφορίες δεν μπορούν να σβηστούν, παρά μόνο μέσω φυσιολογικής καταστροφής των συγκεκριμένων εγκεφαλικών περιοχών. Λένε πως όταν ξεχνάμε, αυτό που χάνεται δεν είναι η ίδια η πληροφορία, αλλά ο σύνδεσμος που οδηγεί σ΄αυτή. Κάτι σαν μια ιστοσελίδα στο διαδίκτυο , που καμία άλλη δεν συνδέεται μαζί της, άρα αφού κανένας σύνδεσμος δεν αναφέρεται σ΄αυτή τη σελίδα, η πληροφορία δεν μπορεί να βρεθεί ακόμα και μετά από τεράστια έρευνα.



Ο Daniel Shacter 3, είναι σκεπτικός απέναντι σ΄αυτήν τη μηχανιστική περιγραφή του ανθρώπινου μυαλού σαν μιας γιγαντιαίας και ακριβούς μεν, αλλά παρόλαυτα ατελούς αρχειοθήκης. <<Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί λέει, να μην παγιδευτούμε σε μεταφορές του τύπου: πως οι υπολογιστές αποθηκεύουν και ανακτούν πληροφορίες και υπό το βάρος της σύγχρονης τεχνολογίας να εκλάβουμε τον ανθρώπινο εγκέφαλο σαν ένα ντετερμινιστικό βιολογικό κομπιούτερ.>> Αντιπροτείνει μια θεώρηση της μακροπρόθεσμης μνήμης, όχι σαν αμετάβλητα χαραγμένη '' πάνω σε πέτρα'' από την οποία μόνο ανακαλούμε, αλλά πως το μυαλό μας διαρκώς αναδιαμορφώνει τις μνήμες βασιζόμενο -τουλάχιστον εν μέρει- στις επιλογές και ανάγκες που έχουμε τη στιγμή που θυμόμαστε. Για τον Shacter η μνήμη είναι ζωντανή, εξελισσσόμενη κατασκευή.



Η A.J, είναι η περίπτωση μιας γυναίκας από την Καλλιφόρνια που ''πάσχει'' από θυμησία 4, δηλαδή μια σπάνια, εκπληκτική δυνατότητα ανάκλησης μνημών, που θα συμφωνούσε με τον Shacter. Μια τέτοια, σχεδόν τέλεια ικανότητα ανάκλησης της μακροπρόθεσμης μνήμης χωρίς πολύ προσπάθεια, μοιάζει αρχικά σαν ουράνιο δώρο. Κανένας λόγος να ανησυχεί κανείς πια ''για το που είναι τα κλειδιά'' ή ''που βρίσκεται παρκαρισμένο το αυτοκίνητο'' , ποια ή ποιος έχει γενέθλια και πως λένε κάποιο γνωστό σου πρόσωπο που συναντάς τυχαία. Αλλά η A.J έχει διαφορετική άποψη. Γι΄αυτήν <<το να θυμάται είναι ταυτόχρονα κάτι που την τρελλαίνει και την κάνει να νοιώθει μοναξιά.>> Η εξαιρετική μνήμη της δεν την καθιστά καθόλου πιο ευτυχή, ούτε πιο πετυχημένη στην επαγγελματική καρριέρα της. Έχει μια σχετικά νορμάλ ζωή, αλλά ξοδεύει ασυνήθιστα πολύ χρόνο βυθισμένη στο παρελθόν της αντί να ευχαριστιέται το παρόν.



Το να ξεχνάμε δεν είναι κάτι που βρίσκεται μόνο στο κέντρο της ανθρώπινης εμπειρίας, είναι επίσης σημαντικό και για τα άλλα ζωντανά πλάσματα, για την ζωή την ίδια. Στην ουσία, η δυσκολία να θυμόμαστε μπορεί να είναι αποτέλεσμα του δεύτερου νόμου της θερμοδυναμικής, ενός από τους πιο στοιχειώδεις κανόνες της φύσης. Σύμφωνα μ΄αυτόν το νόμο, στο σύμπαν -που είναι ένα θερμοδυναμικό σύστημα- η ακαταστασία, το χάος, τείνουν να αυξάνονται. Και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι΄αυτό. Φυσικά, υπάρχει η δυνατότητα μείωσης μέρους της ακαταστασίας σε ελεγχόμενα περιβάλλοντα, αλλά για να γίνει αυτό απαιτείται έξτρα προσπάθεια -ενέργεια με όρους φυσικής- που οδηγεί τελικά σε μεγαλύτερο χάος- όχι μέσα στον ελεγχόμενο χώρο αλλά απέξω -από αυτό που είχαμε πρίν. Η παραγωγή μνήμης είναι ένα είδος δημιουργίας τάξης μέσα στο μυαλό, που απαιτεί ενέργεια. Η λήθη από την άλλη, που μπορεί να είναι μια τυχαία διαδικασία, δεν απαιτεί υψηλή κατανάλωση ενέργειας. Με άλλα λόγια η φυσική μας λέει πως το να θυμόμαστε, αντίθετα από το να ξεχνάμε τυχαία, είναι πάντα δαπανηρό.



Από τις πρώτες στιγμές εμφάνισης της ανθρωπότητας, προσπαθούμε να θυμόμαστε, να κρατάμε τις γνώσεις μας, να διατηρούμε τις αναμνήσεις μας και γι΄αυτό το λόγο επινοούμε συσκευές και μηχανισμούς προκειμένου να μας βοηθήσουν. Για χιλιετίες, το να ξεχνάμε παρέμενε πιο εύκολο και πιο φτηνό από το να θυμόμαστε. Πόσο πολύ θυμόμασταν και πόσο ξεχνάγαμε άλλαζε από εποχή σε εποχή, σε σχέση με τα εργαλεία που επινοούσαμε. Αλλά στοιχειωδώς τουλάχιστον, θυμόμασταν αυτό που τέλος πάντων θεωρούσαμε αρκετά σημαντικό για να κάνουμε τον κόπο και ξεχνάγαμε τα υπόλοιπα. Μέχρι πρόσφατα, το γεγονός πως το να θυμόμαστε ήταν πάντα λίγο πιο δύσκολο απ΄ότι να ξεχνάμε, μας βοήθησε να αποφύγουμε τη βασική ερώτηση: αν θα θέλαμε να θυμόμασταν τα πάντα για πάντα, εφόσον βέβαια θα μπορούσαμε. Αυτό δεν συμβαίνει πια.



Στη ψηφιακή εποχή που ζούμε, η παλιά ισορροπία μεταξύ του να θυμάσαι και να ξεχνάς έχει διαταραχτεί σημαντικά. Η ψηφιοποίηση, ο δυαδικός κώδικας, δηλαδή η θεωρητική υποστήριξη της ψηφιακής επανάστασης, έχει σαν αποτελέσματα φτηνή αποθήκευση πληροφοριών, εύκολη ανάκτηση τους και τελευταία σχεδόν παγκόσμια δυνατότητα πρόσβασης σ΄αυτές. Σήμερα, το να ξεχνάς είναι δύσκολο και κοστίζει ενώ το να θυμάσαι φτηνό και εύκολο. Με τα ψηφιακά εργαλεία που παρέχονται, είτε ατομικά είτε σαν κοινωνίες, έχουμε αρχίσει να ξεμαθαίνουμε να ξεχνάμε, να σβήνουμε από τις καθημερινές μας πρακτικές έναν από τους πιο στοιχειώδεις μηχανισμούς της ανθρωπότητας. Ας μην ξεχνάμε πως η πληροφορία δεν συνιστά γνώση, η πληροφορία είναι απλά πληροφορία, που μπορεί να οδηγήσει ενδεχομένως σε γνώση, μέσα όμως από πολύπλοκους μηχανισμούς που εμπεριέχουν και τη δυνατότητα της λήθης.



Όπως ειπώθηκε στην αρχή, ευτυχώς ή δυστυχώς η ανθρώπινη λειτουργία του να θυμάσαι, δεν είναι μια μηχανιστική διαδικασία ανάκτησης γεγονότων από το παρελθόν, αλλά μάλλον η συνεχής ανακατασκευή του παρελθόντος βασισμένη στο παρόν. Μάλιστα μοιάζει το παρόν να παίζει μεγαλύτερο ρόλο στη διαδικασία ανάμνησης, από το ίδιο το γεγονός που έχει όντως συμβεί στο παρελθόν. Έτσι έχουμε να κάνουμε με δύο ριζικά διαφορετικές διαδικασίες που σχετίζονται με τη μνήμη και τη λήθη. Ενώ σαν βιολογικά όντα συνεχίζουμε να ξεχνάμε και να ανακατασκευάζουμε τα στοιχεία του παρελθόντος μας, κάποιοι άλλοι μπορούν χρησιμοποιώντας ψηφιακά μέσα να έχουν πρόσβαση στα αποθηκευμένα, μη ανακατασκευασμένα γεγονότα. Δηλαδή ενώ το παρελθόν που θυμόμαστε εμείς αλλάζει και εξελίσσεται, σε μια άλλη εκδοχή αυτό το παρελθόν που έχει ''ψηφιοποιηθεί'' είναι διαρκώς παγωμένο μέσα στο χρόνο. Αυτές οι δύο εκδοχές προφανώς συγκρούονται, από τη μια η παγωμένη μνήμη που έχουν οι άλλοι για μας -κάτι σαν τα αποθηκευμένα data στους servers της Google και του facebook ή οι συνομιλίες που έχουμε κάνει στα chat του Skype, που πρόσφατα αγόρασε η Microsoft- και από την άλλη η διαρκώς εξελισσόμενη μνήμη που αναδύεται μέσα στα κεφάλια μας. Είναι νομίζω προφανές πως αν αυτές οι υποθέσεις ισχύουν, τι συνέπειες θα υπάρξουν στα κοινωνικά, πολιτικά κ.τ.λ επίπεδα που συγκροτούν τις ζωές μας.



Σε μια συνέντευξη του στους New York Times πριν λίγα χρόνια, ο Eric Schmidt (Google's executive) περιέγραψε τη ψηφιακή μνήμη του μέλλοντος <<σαν το να ζεις μαζί με την μόνιμη καταγραφή του ιστορικού σου>> και πρόσθεσε πως <<οι άνθρωποι πρέπει να γίνουν πολύ πιο προσεκτικοί στο πως μιλάνε, πως συσχετίζονται και τι προβάλλουν στους άλλους από τον εαυτό τους.>> Ο υπαινιγμός είναι ξεκάθαρος: αν δεν θέλει κάποιος να εκτεθεί, δεν πρέπει να ασκεί κριτική. Αυτό φυσικά ενδυναμώνει τη διαφορά εξουσίας μεταξύ του επιτηρητή και του επιτηρώμενου, κάτι που θυμίζει το πανόπτικον του J. Bentham 5, δηλαδή το μοντέλο επιτήρησης των φυλακισμένων. Με άλλα λόγια εφόσον κανείς μας δεν ξέρει ποιος και πότε κοιτάζει τις όποιες δημοσιεύσεις μας στο web 2.0, για παράδειγμα, δεν μένει παρά να υποθέσουμε πως αυτό συμβαίνει από οποιονδήποτε και ανα πάσα στιγμή. Διακόσια χρόνια μετά τον Bentham, ο M. Foucault επέκτεινε την ιδέα του πανόπτικον ισχυριζόμενος πως δεν εφαρμόζεται πια μόνο στις φυλακές, αλλά σε όλες τις ιεραρχημένες δομές όπως στα σχολεία, στο στρατό, στους χώρους εργασίας. Αν ο Foucault ζούσε σήμερα, σίγουρα θα περιέγραφε την ψηφιακή μνήμη σαν ένα αποτελεσματικό τρόπο πανοπτικού ελέγχου, που υποστηρίζει τον έλεγχο των ιεραρχικών οργανισμών και τις κοινωνικές δομές, ενώ ταυτόχρονα αυξάνει και βαθαίνει την ήδη υπάρχουσα άνιση διανομή της εξουσίας που βασίζεται στον έλεγχο της πληροφορίας.



Σε μία από τις ιστορίες του Μπόρχες ο ήρωας Ireneo Funes 6, δεν μπορεί πια λόγω ενός ατυχήματος να ξεχάσει και παραμένει δέσμιος των αναμνήσεων του, καταλήγοντας ανίκανος να σκεφτεί. ''Το να σκέφτεσαι'' λέει ο Μπόρχες ''σημαίνει να αγνοείς (να ξεχνάς) διαφορές, να γενικεύεις, να αφαιρείς''. Μετά το ατύχημα του ο Funes είναι καταδικασμένος να βλέπει μόνο τα δέντρα και ποτέ το δάσος. Το αντίστροφο από αυτό που συμβαίνει στην ''Αναζήτηση του χαμένου χρόνου'' του Μαρσέλ Προύστ, όπου η ανθρώπινη ικανότητα ''του να ξεχνάς'' είναι η πεμπτουσία που μας επιτρέπει να υπερβούμε το μερικό και να αντιληφθούμε το γενικό. Η ανάγκη να επαναεισάγουμε την ιδέα της λήθης στη ψηφιακή εποχή, η επινόηση ενός είδους ''art of forgetting'', είναι ένα ακόμα επιτακτικό αίτημα που αντιμετωπίζουμε. Οι πληροφορίες, και όχι μόνο αυτές που αφορούν στα άμεσα προσωπικά δεδομένα, αλλά όλες οι πληροφορίες που προκύπτουν από τις ψηφιακές μας διαδρομές στα δίκτυα, πρέπει να αποκτήσουν ημερομηνία λήξης. Αλλιώς, σύντομα δεν θα μιλάμε μόνο για ένα χωρικό πανόπτικον αλλά και για χρονικό, ένα πλέγμα φτιαγμένο από όλες τις λέξεις και τις πράξεις μας, που θα συνθλίβει κάθε θέληση μας να πούμε αυτό που εννοούμε, αποτρέποντας μας από κάθε ουσιαστική εμπλοκή στην κοινωνία.



1. Το παρακάτω άρθρο βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο βιβλίο Delete, του Viktor Mayer - Schönberger, καθηγητή στο τμήμα Internet Governance and Regulation, στο Oxford Internet Institute. 2. Η ικανότητα ενός ατόμου να συγκρατεί πληροφορίες για ένα χρονικό διάστημα, που κυμαίνεται από λεπτά ή ώρες, μέχρι μήνες ή χρόνια. 3. Daniel Schacter, αμερικανός καθηγητής ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ http://en.wikipedia.org/wiki/Daniel_Schacter 4. http://en.wikipedia.org/wiki/Hyperthymesia 5. Jeremy Bentham, άγγλος νομικός και φιλόσοφος του 18ου αιώνα, http://en.wikipedia.org/wiki/Jeremy_Bentham 6. ''Funes el memorioso'' , διήγημα του Jorge Luis Borges. http://en.wikipedia.org/wiki/Funes_the_Memorious

http://www.konteiner.gr/magazine/article/696

Πώς να ζήσω του Γιώργου Βαλαή

Υπάρχει μια τρυφερή ηλικία που καταλαβαίνεις ότι οι οδηγίες που σου δίνουν οι γονείς δεν φτάνουν για να ζήσεις. Τότε ακριβώς είναι η στιγμή που το lifestyle έρχεται για να σε πιάσει μαλακά από το χέρι και να σου δείξει τον δρόμο. Πώς να ντύνεσαι, πώς να μιλάς, τα 100 πράγματα που πρέπει οπωσδήποτε να κάνεις πριν πεθάνεις, η γλυκιά συνενοχή του να ανήκεις σε μια φυλή -αδιάφορο σε ποια- ποιος κοιμάται με ποιον, πώς να μετατρέψεις την ένταση της ζωής σου σε καταναλωτική μανία, πώς να παραδίδεσαι στο εφήμερο και το τιποτένιο.
Οι μηνιαίες υπενθυμίσεις των περιοδικών lifestyle πουλούσαν φρέσκο γυμνό κρέας, υποκλίνονταν σε οτιδήποτε επιτύγχανε, χωρίς ποτέ να δώσουν έναν ορισμό της επιτυχίας, αναμασούσαν την άποψη ότι η ζωή έχει σχέση με την ιδιοκτησία και τις τρέχουσες ηδονές που πρέπει να γευτείς, ότι «η ζωή είναι μικρή για να είναι θλιβερή» ότι η ζωή, τελικά, είναι μια φετιχιστική διαδικασία που μπορούν να γευτούν μόνο όσοι έχουν χρήματα.

Δεν σου έμεναν και πολλές επιλογές: ή θα επέστρεφες στον μικροαστισμό των γονιών σου ή θα κυλιόσουν στον βούρκο.

Η έκρηξη του lifestyle συνέπεσε στην Ελλάδα ταυτόχρονα με το σκυλάδικο όραμα του ΠΑΣΟΚ για ανάπτυξη, ρευστοποίησε την επιθυμία για στιλάτη κατανάλωση μιας τάξης που αναδυόταν από την αφάνεια, έκλεψε όλη τη φρεσκάδα από τις νεανικές underground κουλτούρες, βιομηχανοποίησε την παραγωγή διασημοτήτων, μετάλλαξε τις συνεντεύξεις σε editorial μόδας, συνταίριαξε την Πρωτοψάλτη με τη Μαντόνα (Madonna), έπεισε κάθε γενιά να απολαμβάνει τη συμμετοχή της στο ίδιο της το ξεπούλημα. Κι αφού εξάντλησε όλο το οπλοστάσιο των συνταγών του, κατέληξε στον αυνανισμό με την ίδια την αλαζονεία του.

Αρκετά όμως με τις κλωτσιές στο πτώμα. Τι γινόταν όλο αυτό το διάστημα με όλους εμάς; Μεγαλώνοντας, αρχίσαμε να παίρνουμε απόσταση απ' όλες αυτές τις συνταγές που δεν μας έβγαζαν πουθενά, όμως μας έμεινε η συνήθεια. Ξέραμε πια πώς πρέπει να μοιάζει η επιτυχία, δεν ήμαστε σκυλάδες αλλά όλο και κάποια σελίδα θα χώραγε το στυλ μας, θα τσιμπολογούσαμε από εδώ κι από εκεί ό,τι μας άρεσε και το μείγμα στο τέλος θα φαινόταν ότι είναι δικό μας. Έτσι αρχίσαμε. Πίναμε τις ίδιες ποσότητες με τον Γκι Ντεμπόρ (Guy Debord), χωρίζαμε με τις γκόμενές μας σαν να ήμαστε ο Μπάουι (Bowie), γυρνάγαμε στην πόλη σαν να ήμαστε οι Γου-Τανγκ Κλαν, ατενίζαμε τη ζωή με την απάθεια του Μπάροουζ (Burroughs), τεμπελιάζαμε γιατί ήμαστε slackers, τριγυρίζαμε με ένα σακίδιο και παραμυθιαζόμαστε ότι είμαστε «new age travellers», συναντιόμαστε με τα είδωλά μας στον χαμηλότερο κοινό παρονομαστή. Αντιγράφαμε τις πράξεις των ειδώλων μας, χωρίς να κουβαλάμε την απελπισία ή τη γενναιότητα που τις γέννησε. Κάποτε θα γινόμαστε κι εμείς εξώφυλλο και τότε θα το βούλωναν όλοι. Ήμαστε αφελείς αντιγραφείς.

Σε κανέναν κατάλογο με τα 100 πράγματα που έπρεπε να κάνεις πριν πεθάνεις δεν μας είπαν ότι η οργή είναι ισάξιο καύσιμο για τον εαυτό μας όπως η μανία για κατανάλωση. Τώρα που δεν μπορούμε πια να είμαστε αυτό που είμαστε και δεν μπορούμε να μην είμαστε αυτό που είμαστε, είναι στο χέρι μας να δούμε τι θα κάνουμε -θα ξαναπλώσουμε την παλάμη προς τον ουρανό ζητώντας κι άλλη ελεημοσύνη ή θα σφίξουμε τα δάχτυλά μας και θα τα κάνουμε μια γροθιά; Ίδωμεν.

πηγή: http://www.konteiner.gr/magazine/article/706

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2011

Ένα σώμα πάνω σε βάθρο που τρίζει... Κώστας Χατζηαντωνίου

«Πάει πια ο καιρός της απάτης Το κομψό ψέμα μας παράτησε» Γ. Σαραντάρης

Ένας από τους πνευματικούς ανθρώπους, του οποίου η απουσία ήταν νομίζω πολύ σημαντική κατά τη θλιβερή για την κοινωνική μας συνείδηση τελευταία τριακονταετία, ο 'Αγγελος Τερζάκης, έλεγε πως ένα καθεστώς κρίνεται από το είδος των πολιτών που ενθαρρύνει. Ενθαρρύνει δηλαδή τους καλύτερους ή τους χειρότερους; Φυσικά, δεν εννοούσε τους καλύτερους ή τους χειρότερους ανθρώπους (επ' αυτού αρμόδιοι είναι μάλλον εκείνοι οι χολερικοί επιφυλλιδογράφοι που κρίνουν και κατακρίνουν τους πάντες, πλην του αθώου εαυτού τους βεβαίως) αλλά τους καλύτερους και τους χειρότερους πολίτες. Πέρα από κάθε υποκρισία και χωρίς διάθεση να αποθέσουμε σε κάποιον αποδιοπομπαίο τράγο τις ευθύνες, είναι φανερό ότι το μεταπολιτευτικό καθεστώς κανάκευε και ενθάρρυνε, με κάθε τρόπο, άλλοτε σιωπηλά και άλλοτε εν χορδαίς και οργάνοις, όσους «πολίτες» είχαν ελαστική ή και στρεβλή αντίληψη των ατομικών δικαιωμάτων και των κοινωνικών υποχρεώσεων. Ο λόγος ήταν φανερός: το καθεστώς αυτό δεν ήθελε πολίτες, δεν ήθελε καν πελάτες, όπως παλαιότερα. Ήθελε απλώς συνενόχους. Κάπως έτσι ετέχθη ο μεταπολιτευτικός μαζάνθρωπος.

Ο «μαζάνθρωπος» αυτός εμφανίζεται με λαμπρότητα στην Ελλάδα το 1974, και από το 1981 γίνεται κυρίαρχος στο δημόσιο βίο, στην πολιτική ζωή και την πολιτισμική σκηνή. Ας μην επιχαίρουν με αυτή την παρατήρηση οι νοσταλγοί του .αυταρχισμού και της πατριδοκαπηλίας. Και ας μη σπεύσουν να αγανακτήσουν οι ιδιοτελείς και οι αλλοτρίοις εξόδοις «προοδευτικοί». Διότι ο μαζάνθρωπος αυτός εκυοφορείτο κατά την προηγηθείσα τεσσαρακονταετία, ειδικά μετά την επικράτηση από το 1935 (με το τέλος της πρώτης, έστω ελλειμματικής, δημοκρατίας), της πιο αμόρφωτης και της πιο υποκριτικής πλευράς της νεοελληνικής καθυστέρησης. Από τότε, νομίζουμε, πρέπει να ανιχνεύσει κανείς την επιβολή ενός υβριδίου που σφετεριζόταν την παράδοση αλλά αγνοούσε την αλήθεια της ψυχής μας, που ανέμιζε γαλανόλευκες αλλά πίσω απ' αυτές έκρυβε τα ράκη μιας οθωμανικής κακογουστιάς ή ακόμη χειρότερα, τις έκανε κουρτίνες για να διενεργεί πίσω απ' αυτές τις ποικίλες ανομίες της.

Αφού η εθνική ιδέα προδόθηκε από τους φαρισαίους προμάχους της, από τους μεταπράτες και τους κερδοσκόπους κάθε όσιου και ιερού (που έκρυβαν πίσω από τα τρίπτυχα της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας, τα απωθημένα ή την άγνοιά τους για τη γνήσια ελληνικότητα που είναι πίστη στην ομορφιά και στην τραγικότητα της ύπαρξης), επόμενο ήταν να εμφανιστεί ως «απελευθέρωση» η μεταπολιτευτική ασυδοσία. Κατανοητό. Αυτό που δεν κατανοείται όμως είναι πώς, ακόμη και σήμερα, μετά από τόσες διαψεύσεις και τόσες αποκαλύψεις, τα πολιτικά τέκνα όσων εγκατέλειψαν την Κύπρο και όσων διέλυσαν την παραγωγική βάση της ελληνικής οικονομίας, αρνούνται να αναλάβουν τις ευθύνες τους και παραδίδουν μαθήματα «εξόδου από την κρίση» παρέα με κεφαλαιοκράτες, εργολάβους και μεγαλοεκδότες που αντί να δεχθούν να αναλάβουν το μερίδιο των θυσιών που τους αναλογεί, για να βγει η πατρίδα από μια δραματική κατάσταση (στην οποία αυτοί την περιέφεραν), αγωνιούν μόνο για το πώς θα διατηρήσουν τα κεκτημένα τους ή και θα διευρύνουν με κάθε τρόπο το καθεστώς ανομίας τους.

Παρασιτικός και αντικοινωνικός ο μεταπολιτευτικός μαζάνθρωπος που δοξάστηκε ως ένστολος των κομματικών στρατών, είναι πλέον επιζήμιος για αυτό το καθεστώς. Τα δήθεν εκσυγχρονιστικά μέσα ενημέρωσης εκστρατεύουν τώρα εναντίον του -αν και χωρίς αυτόν δεν θα υπήρχαν. Ζούμε ουσιαστικά, με αφορμή το «μνημόνιο», έναν εμφύλιο ανάμεσα στις κάστες του μεταπολιτευτικού καθεστώτος. Για τούτο και θα ήταν εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης να πάρουμε θέση ανάμεσα στη διαμάχη των λαθρεμπόρων (των κομμάτων και του τύπου) και των συνδικαλιστών του δημόσιου τομέα.

Δεν μας εμπνέει η «μετάνοια» των πρώτων και δεν μας πείθει ο «ηρωισμός» των δευτέρων. Μας είναι εξίσου ανυπόφοροι, πολιτικά και αισθητικά. Διότι «όλοι μαζί τα φάγανε». Και όλοι μαζί θεωρούσαν, μέχρι χτες, φυσικό το σύστημα της καλοπέρασης, χωρίς να στοχάζονται για τις συνέπειες. Μαζί γέννησαν τον ανθρωπολογικό τύπο που απαιτούσε μόνο τα οφέλη της υλικής ανάπτυξης σαν να επρόκειτο για φυσικά δικαιώματα, χωρίς να αποδέχεται όμως και το κόστος.

Να ζεις στη «μεταπολίτευση» σήμαινε να μην έχεις όρια, να μη λογαριάζεις τον άλλο παρά στα μέτρα της συνενοχής. Σε ένα τέτοιο κόσμο πώς θα τολμούσε να αναμιχθεί με τα κοινά ο εξαιρετικός; Ποιος θα έλεγε προς τους πολίτες (και δεν θα εθεωρείτο γραφικός) να αναλάβουν το πεπρωμένο τους και το ανάλογο κόστος μιας ακέραιης ζωής; Ποιος τολμούσε να πει πως η ζωή έχει νόημα μόνο στην υπηρεσία του άλλου, στην υπηρεσία ενός σκοπού; Το υπηρετείν ήταν μια πρόφαση συνωμοσίας, όχι μια διακονία. Ο μεταπολιτευτικός μαζάνθρωπος και οι ηγέτες του θεωρούσαν πως δεν μπορεί να υπηρετεί κανείς τίποτα πέραν του εαυτού του. Κάπως έτσι η ανύψωση της πλημμυρίδας του μηδενισμού ήταν αναπόφευκτη και η πορεία από το ιδεώδες περιβάλλον του γηραιού Καραμανλή στην απίθανη «παρέα» του ολίγιστου ανιψιού (με τις αβυσσαλέες πολιτικές και αισθητικές διαφορές) ήταν προδιαγεγραμμένη.

Τώρα που ήρθε η «ώρα της κρίσεως», όσοι σταδιοδρόμησαν με τις στρατιές αυτού του μαζανθρώπου στην πρώτη γραμμή, διακινούν μέσω τυχοδιωκτών που θέλουν να συνεχίσουν να κυβερνούν με το χιτώνα της μετανοούσας, τη συλλογική ενοχή πως «φταίμε όλοι». Αλλά και στην πιο ένδοξη στιγμή της «μεταπολίτευσης», αυτοί οι «στρατοί» δεν ήταν παρά μια μειοψηφία του ελληνικού λαού. Υπήρξαν εκατοντάδες χιλιάδες τίμιοι άνθρωποι που μπορεί να μην είχαν τη δύναμη να αντισταθούν αλλά τουλάχιστον δεν έβαψαν τα χέρια τους με χρώματα της χυδαιότητας. Οι άνθρωποι αυτοί πρέπει σήμερα να μιλήσουν. Και να ζητήσουν δικαιοσύνη. Δικαιοσύνη και όχι ισότητα, που είναι μια αρετή ηθικής δούλων και αποτελεί διαστρέβλωση της ιδέας της ισονομίας. Στη μαζική κοινωνία της «μεταπολίτευσης», στο όνομα της ισότητας οι αρετές ισοπεδώθηκαν και η διάκριση, η διαφορά εξοριζόταν στην ιδιωτική σφαίρα. Είναι καιρός η δικαιοσύνη (δηλαδή: η αξιοκρατία) να εμφανιστεί και στη δημόσια σφαίρα. Τώρα είναι η στιγμή, όσοι τουλάχιστον δεν συμμετείχαν στο πλιάτσικο της «μεταπολίτευσης», να απαιτήσουν την εφαρμογή του αγωνιστικού πνεύματος και του αριστεύειν στο δημόσιο βίο.

Πώς θα γίνει αυτό; Φέρνοντας με κάθε τρόπο πιο κoντά την έκρηξη. Μιαν έκρηξη όμως που δεν θα γίνει για να αλλάξουν απλώς οι φορείς των προνομίων και της εκμετάλλευσης και για να ανανεωθούν κοντόθωρες ευδαιμονικές επιδιώξεις ή να δικαιωθούν αι ηθικολογίες μιας εκφυλισμένης διανόησης. Ασφαλώς δεν θα είναι εύκολη υπόθεση μια τέτοια αντίδραση. Κάτι περισσότερο από μας γνώριζαν εκείνοι οι στοχαστές που σε αυτό τον τόπο πριν δυόμισι χιλιετίες υποστήριζαν ότι για μια πολιτεία δικαιοσύνης προϋποτίθεται οι πολίτες να διαθέτουν σωφροσύνη, σοφία και ανδρεία. Αυτές οι αρετές, που γεννούν τον πόθο της δικαιοσύνης, ηχούν σαν «μπλακ χιούμορ» στην Ελλάδα της «μεταπολίτευσης» που φρόντισε να διαλύσει την παιδεία, τη μόνη ελπίδα που έχει κάθε κοινωνία για μιαν αναστροφή. Το χάλι της παιδείας μας γεννά μεγαλύτερη απελπισία απ' ότι η πραγματικότητα. Κι αυτό καθιστά ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη για μια νέα ευγενική πρωτοπορία.

Αν η επαναστατικότητα είναι πριν απ' όλα μια ζωή πειθαρχίας που ορίζεται όχι από τα δικαιώματα που διεκδικούμε αλλά από τα καθήκοντα που αναλαμβάνουμε, η ανατροπή των διανοητικών παραδεδεγμένων της «μεταπολίτευσης» είναι η πρώτη πράξη της εξόδου από την κρίση. Προσοχή όμως. Όχι για μιαν άκριτη συντήρηση συντεχνιακών προνομίων, όχι για μια τεχνητή επιστροφή σε δήθεν «παραδοσιακές» αξίες κι ούτε βέβαια ως επιβολή της ασυδοσίας της αγοράς (όπως προπαγανδίζουν αναιδώς και ιδιοτελώς τα συγκροτήματα του τύπου) αλλά ως μια εξόρμηση προς ένα μέλλον δικαιοσύνης και αξιοκρατίας. Και αν τα κόμματα της «μεταπολίτευσης», ανίκανα και εσωτερικά ερειπωμένα, επιμένουν να θυμούνται τα καραμανλικά και παπανδρεϊκά νιάτα τους, ας απαλλαγούμε απ' αυτά κι ας τα περιορίσουμε στα ιδρύματα που συνέστησαν για να αναμιμνήσκονται των ενδόξων ημερών τους.

Λαός που αρέσκεται να λατρεύει ναυάγια και δεν εννοεί να διαλέξει άλλη μοίρα, λαός που επιμένει να σέρνει τη χαμοζωή του χειροκροτώντας τους παλιάτσους των κομμάτων (που ξέρουν καλά να αλλάζουν μάσκες και ρόλους), δεν μπορεί να έχει μέλλον. Η «μεταπολίτευση» βρίσκεται ήδη πάνω σε ένα βάθρο που τρίζει. Κάποιος θα πρέπει να βρει τη δύναμη το ταχύτερο δυνατό να κλωτσήσει αυτό το βάθρο. Διότι η εικόνα στο βάθρο αυτό μπορεί σύντομα να αλλάξει. Και τότε θα είναι αργά. Κι ίσως το κορμί της κρεμασμένης που θα αιωρείται πάνω από το κενό να μην είναι πια το πτώμα της «μεταπολίτευσης» αλλά το άψυχο κορμί της ίδιας μας της πατρίδας...

πηγή: manifesto τεύχος 25 Mαϊος 2011

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Πληροφορίες

"Οι μεγάλοι άνθρωποι μιλούν για ιδέες. Οι μεσαίοι άνθρωποι μιλούν για γεγονότα. Οι μικροί άνθρωποι μιλούν για τους άλλους."