Ήμουν στις παραλίες του Αιγαίου από την αρχή και λάξευα αγάλματα, που από τότε άνω έθρωσκαν και αναζητούσαν στο θόλο την καταγωγή τους.
Ήμουν στην αχλύ του μύθου, που πάντα λέει αλήθεια, με τον Ηρακλή και πιο πριν με τον Διόνυσο στις μεγάλες εκστρατείες στην Ινδία και όταν ξαναγυρίσαμε μετά από αιώνες με τον Αλέξανδρο, ακόμα εκεί ήταν τα ίχνη μας κοσμημένα με κισσό.
Ήμουν στα πλοία του Μίνωα όταν θαλασσοκρατούσαμε και πλέαμε κυρίαρχοι μέχρι τα άκρα του απέραντου Πόντου.
Ήμουν με τον Ιάσωνα και τον Ορφέα στην «Αργώ» και δεν μπορείς να φανταστείς τι ήταν οι υπόλοιποι που ήταν μαζί μας, αν και τα ονόματά τους τα ξέρεις από τον κατάλογο.
Ήμουν στην κοιλιά του αλόγου το βράδυ που το έβαλαν οι Τρώες στην πόλη τους, κουβαλώντας με τα ίδια τους τα χέρια το χαμό τους.
Ήμουν στην παραλία του Μαραθώνα εκείνη την ημέρα που υποχώρησε ματωμένη και αλλόφρων η αλαζονεία της Ανατολής, ήμουν και στα ανοιχτά της Σαλαμίνας όταν βυθίστηκε αύτανδρη.
Ήμουν στο στενό με τους 300 και είχαμε απόλυτη συνείδηση τι αφήναμε πίσω μας, μαζί με την τελευταία μας πνοή και τις σορούς των βαρβάρων. Και στις Πλαταιές ήμασταν πολλοί – πολλοί περισσότεροι, γιατί είχε πιάσει ο σπόρος των 300 και από τότε ο σπόρος φυτρώνει ξανά και ξανά, οπότε χρειάζεται.
Ήμουν στη αγορά των Αθηνών και των άλλων πόλεων, από τη Σικελία μέχρι την Ιωνία, και από τη Μασσαλία μέχρι τη Σύρτη, και συζήτησα και φιλοσόφησα και αναζήτησα και αμφισβήτησα και σκέφθηκα ξανά και ξανά και ξανά και ποτέ δεν σταμάτησα. Ήμουν πάντα εκεί και όταν δαγκωμένοι από το καταραμένο φίδι σκοτώναμε ο ένας τον άλλο, η πόλη την άλλη πόλη, οι Πράσινοι τους Βένετους, ξανά και ξανά και ξανά και πάντα έκλαιγα και μετάνιωνα και πάντα ερχόταν κάποια Μήλος να ντροπιάζει τις προηγούμενες δάφνες, αλλά και κάποιος Γρανικός να ξεπλένει τη Μήλο.
Ήμουν στα Ιεροσόλυμα μαζί με εκείνους που ζήτησαν από τον Φίλιππο να δουν Εκείνον και Αυτός απάντησε «ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθεί ο Υιός του Ανθρώπου».
Ήμουν στα μοναστήρια, στις σπηλιές, στις λειτουργίες, κιβωτός του Λόγου.
Ήμουν στα τείχη της Πόλης επί χίλια χρόνια και φύλαγα και πολεμούσα και προσευχόμουν και γυρόφερνε το φίδι, πότε από την Ανατολή, πότε από τη Δύση.
Ήμουν τις τελευταίες στιγμές εκεί, μαρμάρωσα και περίμενα.
Και άρχισε μετά από αιώνες το μάρμαρο να κουνιέται και μόλις κούνησα τα δάχτυλα πήρα όπλο και ξανάρχισα, αλλά ανησύχησε ο όφις και άρχισε να δαγκώνει μη τυχόν και ξεμαρμαρώσω ολόκληρος και σηκωθώ.
Ήμουν στο βάλτο, όταν ξανακολλούσαμε κομμάτι κομμάτι τη Μακεδονία με την Ιστορία της και σπρώχναμε την ύβρη πίσω στη φωλιά της.
Ήμουν στην προκυμαία, όταν νόμιζαν ότι ξέμπλεξαν με φωτιά και τσεκούρι από την παρουσία που τόσο τους φοβίζει, που και σήμερα τους στοιχειώνει και ας μην τη βλέπουν, την αισθάνονται όμως, γιατί διαισθάνονται στα μάρμαρα σκηνές από το μέλλον.
Ήμουν στην Πίνδο, στο χιονιά, και ήμουν εγώ ο Αέρας που φυσούσε με μανία.
Ήμουν στα οχυρά και κάθε σφαίρα μου ήταν ένα «Όχι».
Ήμουν στην Κύπρο, με τον Εφιάλτη πάλι δίπλα μου σαν σκιά να παραμονεύει όπως πάντα.
Έχτισα, γκρέμισα, πολεμήθηκα, έφταιξα, έπεσα, ξανασηκώθηκα, πάτησα το παλαιό φίδι ξανά και ξανά και ξανά, με δάγκωσε ξανά και ξανά και ξανά, υπέφερα πολύ, αλλά ποτέ δεν πέθανα, ξαναγύρισα, ξανά και ξανά και ξανά, σαν τροχός, σαν στρόβιλος δεν σταμάτησα ποτέ να τρέχω τις σπείρες της Ιστορίας.
Τώρα έρχονται πάλι, το φίδι μαζί με τον Εφιάλτη, κι εγώ παραμένω εδώ. Και θα συνεχίσω να είμαι εδώ, όταν γυρίσουν πίσω στο σκοτάδι απ’ όπου βγήκαν. Και το φίδι θα πατήσω ξανά και τον Εφιάλτη θα παραδώσω στην τιμωρία της Ιστορίας και θα συνεχίσω να στέκομαι άνω θρώσκοντας, λουσμένος στο φως που τόσοι ζήλεψαν και μίσησαν γιατί δεν είναι δικό τους. Το φως όμως αυτό δεν ανήκει σε κανέναν. Εγώ και οι άλλοι που μένουμε εδώ από την Αυγή της Ιστορίας ανήκουμε σε αυτό. Κι ας βυθιζόμαστε κατά διαστήματα στη νύχτα των θλίψεων. Είμαστε προγραμματισμένοι να αναζητούμε τη φυσική μας θέση και να ξαναγυρνάμε ξανά και ξανά και ξανά στο φως. Οι τροχιές μας, με το φίδι και τον Εφιάλτη, είναι αντίθετες.
Στρυμών
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Επίκαιρα» (01-11-2012)
http://olympia.gr/