Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2016

Ένα Όραμα για τον Ελληνισμό της παρακμής

 
Καλούμαστε, λοιπόν, να απαντήσουμε σε μια τιτάνια πρόκληση. Να βάλουμε, έστω ως ένα μικρό έθνος πλέον, τέλος σε μια μακρά καθοδική πορεία. Και η πρόκληση εμφανίζεται τόσο «ασήκωτη» ώστε κάποτε φαντάζει τελεσίδικο εκείνο το finis Greciae -του Χρήστου Γιανναρά- σε πολλούς και ίσως τους πλέον σκεπτόμενους συμπολίτες μας. Από πού να αντλήσουμε κουράγιο και αισιοδοξία, αν το ιστορικό διακύβευμα είναι τόσο επισφαλές ή η έκβαση προδιαγεγραμμένη;
Παρότι δεν τρέφουμε αυταπάτες και αντικρίζουμε κατάματα την πραγματικότητα, επειδή γνωρίζουμε τον βαθμό αποσύνθεσης των ελίτ και την βαθειά παρακμή του ίδιου του λαϊκού σώματος, επειδή ξέρουμε πως είμαστε «πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα», ωστόσο, ισχυριζόμαστε πως ακόμα και σήμερα ο αγώνας δεν είναι χαμένος. Αρκεί να αποκτήσουμε επί τέλους ένα συνεκτικό όραμα και μέσα από έναν «εκσυγχρονισμό της παράδοσής» μας, να διασώσουμε την πρόταση πολιτισμού που φέρει ακόμα αυτή η παράδοση για τον σύγχρονο κόσμο.
greece illustration
Η ιστορία του 20ου αιώνα σφραγίστηκε από μια πολλαπλή αποτυχία, την αποτυχία του δυτικού εργαλειακού λόγου, που θα καταλήξει στο Άουσβιτς και την Χιροσίμα, ή θα πνιγεί στους παγωμένους βάλτους του Γκουλάγκ. Και η ανθρωπότητα έμεινε κυριολεκτικώς χωρίς κανέναν όραμα πέρα από την απλή επιβίωσή της «μέσα στην ευρωστία της σαρκός». Ως εκ τούτου ανοίγεται εκ νέου μια περίοδος αναζήτησης για τον ανθρώπινο πολιτισμό και την πορεία του. Σε μια τέτοια αναζήτηση, ο «ελληνικός δρόμος», της σύνθεσης συναισθήματος και διανοίας, - που είχε εκφραστεί τόσο στην αρχαία Ελλάδα, όσο σε ένα κατ' εξοχήν ελληνικό δημιούργημα, τον χριστιανισμό-, εμφανίζεται και πάλι ως η μοναδική απάντηση πέραν της δυτικής νοησιαρχίας και του ανατολικού ανορθολογισμού.
Συχνά, η γραμμική αντίληψη, την οποία μας κληροδότησε ο καπιταλισμός, ο δυτικός ρωμαιο-διαφωτιστικός λόγος, και η μαρξιστική τους παραλλαγή, μας εμποδίζουν να αντιληφθούμε πως οι «πολιτισμικοί» δρόμοι, δεν ταυτίζονται ούτε περιορίζονται στις ιστορικές μορφές με τις οποίες εμφανίζονται. Δηλαδή, παρά την εναλλαγή των παραγωγικών συστημάτων και των κοινωνικών μορφών, από την αρχαία Αίγυπτο, την Περσία, την αρχαία Ελλάδα ή την Ρώμη και την Κίνα, μέχρι σήμερα, οι μεγάλοι πολιτισμοί αφήνουν το «ίχνος» τους πάνω στις διαδοχικές ιστορικές μορφές για χιλιάδες χρόνια. Ο «ελληνικός δρόμος» συνεθλίβη μεν ανάμεσα στη ρωμαϊκή εργαλειακή αποτελεσματικότητα και την ανατολική θεοκρατία, ωστόσο εξακολουθεί να επιβιώνει ως ο κατ' εξοχήν αιμοδότης των δημοκρατικών θεσμών, του χριστιανισμού, της φιλοσοφίας του 20ου αιώνα, από τον Χάϊντεγκερ έως τον Καστοριάδη και τον Παπαϊωάννου...
Και οι σύγχρονοι Έλληνες, παρότι στο επίπεδο της κουλτούρας, των παραγωγικών δομών, της φιλοσοφικής επεξεργασίας, των εκπαιδευτικών δομών, των γνώσεων, βρίσκονται όντως σε κατώτερο επίπεδο από άλλους κληρονόμους της ελληνορωμαϊκής παράδοσης, δηλαδή τους δυτικούς, εντούτοις ως προς την «αυθόρμητη ιδεολογία» τους, τον τρόπο του βίου, τον ψυχισμό τους, βρίσκονται πιο κοντά από οποιονδήποτε άλλον με τον «ελληνικό δρόμο». Γι' αυτό και η προτίμηση στις μικροϊδιοκτητικές δομές, στο εμπόριο και τη ναυτοσύνη· η άρνηση της νοησιαρχίας και του άτεγκτου εβραϊκού προφητισμού, η εμμονή στη σύνθεση νόησης και συναισθήματος, φύσης και πνεύματος, η ισορροπία μεταξύ μυστικισμού και ορθολογισμού, η «σωματική» σχέση με τη δημοκρατία, από την αρχαιότητα μέχρι τις κοινότητες, η απόρριψη του ολοκληρωτισμού, κ.λπ. κ.λπ.
Σήμερα, καθώς ο δυτικός δρόμος οδηγεί στον βαθμό μηδέν του πολιτισμού του μετανθρώπου και του... Γιαν Φαμπρ και ο ανατολικός στο Ισλαμικό Κράτος, η ελληνική σύνθεση αποκτά μια δραματική επικαιρότητα για την ίδια τη διάσωση του πλανήτη και του ανθρώπινου πολιτισμού.
Προφανώς, δεν ισχυριζόμαστε πως αυτός ο δρόμος μπορεί να «εκπροσωπηθεί» από την Ελλάδα αποκλειστικά, που δεν διαθέτει ούτε τα μεγέθη, ούτε τα μέσα για έναν τέτοιο ρόλο, παρά μόνο μαγικο-απατεωνίστικα αλά Αρτέμη Σώρρα. Αυτός ο δρόμος προσλαμβάνει πολλαπλές μορφές και συσσωματώσεις, σε όλο τον πλανήτη, στην οικολογική μέριμνα, σε κοινωνικά κινήματα, χώρες και περιοχές, φιλοσοφικά και πνευματικά ρεύματα, κ.ο.κ. Η Ελλάδα όμως ως η ζωντανή έκφραση μιας συνέχειας θα μπορούσε να αποκτήσει ένα όραμα στα μεγέθη μιας κυριολεκτικά παγκοσμίας «αποστολής», να μεταβληθεί σήμερα σε ένα σημείο πύκνωσης μια πρότασης με παγκόσμιες διαστάσεις και σημασία, να περάσει από το σημερινό ναδίρ της καταισχύνης σε μια νέα ακμή.
Η Ελλάδα όμως ως η ζωντανή έκφραση μιας συνέχειας θα μπορούσε να αποκτήσει ένα όραμα στα μεγέθη μιας κυριολεκτικά παγκοσμίας «αποστολής», να μεταβληθεί σήμερα σε ένα σημείο πύκνωσης μια πρότασης με παγκόσμιες διαστάσεις και σημασία, να περάσει από το σημερινό ναδίρ της καταισχύνης σε μια νέα ακμή. .
Γιατί άραγε έρχονται εκατομμύρια προσκυνητές στους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας, αν όχι για να έρθουν σε μια άμεση επαφή με την κοιτίδα του ευρωπαϊκού και του σύγχρονου πολιτισμού; Γιατί η Ολυμπιακή φλόγα εγκαινιάζει κάθε τέσσερα χρόνια το ταξίδι της από τη Ολυμπία και οι Έλληνες αθλητές παρελαύνουν πρώτοι κατά την έναρξη των αγώνων; Για ποιο λόγο εκατοντάδες χιλιάδες προσκυνητές, ο ίδιος ο Πούτιν και ο πατριάρχης της Μόσχας ταξιδεύουν στο ιερό όρος του Άθω αν όχι για να κοινωνήσουν με μια ζωντανή ακόμα και σήμερα πνευματική παράδοση;

Μπορούμε άραγε να συστηματοποιήσουμε αυτή την υπαρκτή παράδοση και να τη μεταβάλλουμε σε πρόταγμα για τη σημερινή Ελλάδα ως υλοποίηση αυτού του «εκσυγχρονισμού της παράδοσης» που ευαγγελιζόμαστε;
Η νεοελληνική Αναγέννηση (1700-1922) έθετε ως αίτημα της την ανασύσταση, στην Ευρώπη, ενός κράτους συνεχιστή του Βυζαντίου («πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα ΄ναι») με ένα κράτος αρκετά ισχυρό ώστε να ηγεμονεύσει πολιτισμικά και πολιτικά στον ιστορικό χώρο δράσης του ελληνισμού. Σε περίπτωση επιτυχίας αυτού του εγχειρήματος ο νεώτερος ελληνισμός θα μπορούσε να ξαναστείλει «στην Κόκκινη Μηλιά» τους παρείσακτους Οθωμανούς και να συνεχίσει από εκεί που είχε μείνει η ελληνική ιστορία το 1204. Ο «ελληνικός δρόμος» θα αποκτούσε μια ισχυρή οικονομική και πολιτειακή βάση και θα μπορούσε να τοποθετηθεί, ως ο κληρονόμος του ιστορικού και βυζαντινού ελληνισμού, ισότιμα με τις άλλες δυνάμεις στην ευρωπαϊκή κονίστρα.
Η Μικρασιατική Καταστροφή έθεσε τέλος σε μια τέτοια αξίωση. Το ελληνικό κράτος δεν απέκτησε τα μεγέθη και τις προϋποθέσεις για να λειτουργήσει ως αυτόνομος γεωπολιτικός και πολιτισμικός πόλος. Και οι ιστορικές περιπέτειες που ακολούθησαν, η Κατοχή, ο Εμφύλιος και η απώλεια της Κύπρου, επιδείνωσαν αυτή την γεωπολιτική αδυναμία. Έτσι ο ελληνισμός που ως τα 1922 ζούσε με την «Μεγάλη Ιδέα», βρέθηκε πια χωρίς ουσιαστικά νέο όραμα και εν συνεχεία θα περιπέσει σε μια ατελείωτη διελκυστίνδα εσωτερικών διενέξεων και εμφυλίων συγκρούσεων.

Ο Πόλεμος του 1940 και ο Εμφύλιος που ακολούθησαν, έθεσαν στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης όχι πλέον τη διαμόρφωση ενός ελληνοκεντρικού οράματος, αλλά την επιλογή στρατοπέδου (αμερικανική Δύση ή σοβιετική Ανατολή) και την εσωτερική παραταξιακή και ταξική αντιπαράθεση. Έτσι για εβδομήντα χρόνια, μέχρι την μεγάλη κρίση του 2010, θα πάψει να υπάρχει κάποιο συνεκτικό και καθολικό όραμα μεγάλης πνοής, για τον ελληνικό λαό, η δε «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» θα ιδωθεί με τρόπο παρασιτικό και επομένως χωρίς καθολικότητα. Αντίθετα θα κυριαρχούν οι αποκλίνουσες κατευθύνσεις και οράματα στενά, «παραταξιακά».
Το αποτέλεσμα είναι πως σήμερα, μετά από έναν μεγάλο ιστορικό κύκλο, κατεξοχήν εμφυλιοπολεμικού χαρακτήρα, αντιμετωπίζουμε για πρώτη φορά τον κίνδυνο της οριστικής έκπτωσης. Γι' αυτό και η γενίκευση της απογοήτευσης, η εθνική κατάθλιψη, η φυγή στον ανορθολογισμό ή τον παρασιτικό εκσυγχρονισμό.
Σε αυτή την ιστορική στιγμή κατά την οποία οι Έλληνες κινδυνεύουν να απολέσουν την δυνατότητα της συγκρότησης ενός στοιχειωδώς ανεξάρτητου κρατικού πολιτικού υποκειμένου, ξαναμπαίνει και πάλι , ίσως για τελευταία φορά, το ζήτημα της διαμόρφωσης ενός καθολικού οράματος ικανού να επανενώσει τους Έλληνες. Και σε αυτό δώσαμε τον γενικό ορισμό «εκσυγχρονισμός της παράδοσης». Δηλαδή ανατρέχοντας στην μακρά ιστορική παράδοσή μας να διατυπώσουμε μία σύγχρονη πρόταση για το σήμερα η οποία να διαθέτει μια όντως πλανητική εμβέλεια και να επιτρέψει μια ισότιμη παρουσία στην Ευρώπη.
Για εβδομήντα χρόνια, μέχρι την μεγάλη κρίση του 2010, θα πάψει να υπάρχει κάποιο συνεκτικό και καθολικό όραμα μεγάλης πνοής, για τον ελληνικό λαό, η δε «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» θα ιδωθεί με τρόπο παρασιτικό και επομένως χωρίς καθολικότητα. Αντίθετα θα κυριαρχούν οι αποκλίνουσες κατευθύνσεις και οράματα στενά, «παραταξιακά».
Πράγματι ο «ελληνικός δρόμος», ως σύνθεση ανάμεσα στην τεχνόσφαιρα και τη φύση, ανάμεσα στον νου και την καρδιά, μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στη διαμόρφωση μιας πρότασης για τα αδιέξοδα του σημερινού κόσμου. Και επειδή οι Έλληνες δεν διαθέτουν τα μεγέθη, όπως η Κίνα π.χ., για να εκφράσουν αυτή την πρόταση αυτόνομα, είναι υποχρεωμένοι να το πράξουν ως κατεξοχήν πολιτισμικό υποκείμενο - και δεν έχουν τίποτα άλλο να πράξουν επί ποινή εξαφανίσεως.
Εξηγήσαμε ήδη πως κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να το κάνουμε μόνοι μας, αλλά αποτελεί μία κίνηση με παγκόσμιες διαστάσεις, η οποία εκφράζεται μέσα από οικολογικά κινήματα, οικονομικές προτάσεις για την χαλιναγώγηση και επανένταξη της οικονομικής διάστασης στην κοινωνία, κ.λπ, κ.λπ. Απλώς, εμείς μπορούμε και πρέπει να μεταβληθούμε σε ένα εργαστήρι αυτού του δρόμου. Πράγμα που σημαίνει για παράδειγμα τη δημιουργία μιας Διεθνούς Φιλοσοφικής Περιπατητικής Σχολής στην πατρίδα του Αριστοτέλη στα Στάγειρα, ενός Παγκόσμιου Ιατρικού συνεδριακού κέντρου στην πατρίδα του Ιπποκράτη την Κω. Ένα Ορθόδοξο Διεθνές Πανεπιστήμιο θα έπρεπε να εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη συνδεδεμένο με το Άγιο Όρος, και να διαδραματίζει για τις Ορθόδοξες σπουδές έναν ρόλο ανάλογο με αυτόν που είχε άλλοτε το Ινστιτούτο του Αγίου Σέργιου στο Παρίσι. Για τι όχι η δημιουργία ενός κέντρου για την συνεταιριστική ιδέα στα Αμπελάκια, για τη ναυτοσύνη στην Ύδρα ή τον Πειραιά, για την μηχανουργία και τη ναυπηγική στην Ερμούπολη, για την οικολογική αρχιτεκτονική στα Ζαγοροχώρια κ.λπ...

Κάτι τέτοιο προϋποθέτει βεβαίως την ανάδειξη της παιδείας σε κύρια μέριμνα του ελληνικού κράτους (αντ' αυτού τα ελληνικά Πανεπιστήμια έχουν μεταβληθεί σε αχούρια, και οι Έλληνες φοιτητές συνεχίζουν να φεύγουν στο εξωτερικό αντί η Ελλάδα να συγκεντρώνει φοιτητές από όλα τα Βαλκάνια και τη Μ. Ανατολή). Σημαίνει έναν διαφορετικό προσανατολισμό της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, όπου το επίκεντρο μπαίνει στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής ειδίκευσης και όχι βέβαια στην παραγωγή προϊόντων με ανειδίκευτο εισαγόμενο εργατικό προσωπικό.
Σε μια τέτοια κατεύθυνση είναι δυνατό να αναδιαμορφωθεί ριζικά ακόμα και ένας τομέας τόσο εξωστρεφής και εξαρτώμενος από την διεθνή συγκυρία, όπως ο τουρισμός, εάν συνδεθεί αποφασιστικά με την ιστορική παράδοση της χώρας από την Κνωσό έως το Άγιον Όρος όπως ήδη γίνεται εμβρυακά, και έτσι να μετασχηματιστεί σ' έναν πολλαπλασιαστή της πολιτισμικής πυκνότητας. Δεν είναι δυνατόν για παράδειγμα, ή Ζακύνθος, -που κάποτε είχε το υψηλότερο πολιτισμικό επίπεδο της Ελλάδας, πατρίδα του Σολωμού και του Κάλβου-, να είναι σήμερα μια πολιτισμική έρημος και ο τουρισμός να συνίσταται σε μεθυσμένες αγέλες νεαρών και κραυγαλέα μπιτς μπαρ.
Δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν μας έμεινε καμία άλλη δυνατότητα, αλλά ήδη αυτή είναι τεράστιας σημασίας. Προϋπόθεση όμως είναι να ξεφύγουμε από τον στενό οικονομισμό και τον ψευδοταξικισμό της ιδεολογίας της μεταπολίτευσης, κατ' εξοχήν της αριστεράς, και να κατανοήσουμε πως ο εκσυγχρονισμός της παράδοσής μας, αποτελεί εγχείρημα όχι απλώς εγχώριο αλλά διεθνές. Ίσως αυτό εκφράζουν με διεστραμμένο και ανορθολογικό τρόπο οι Έλληνες που καταφεύγουν στο κλέος των προγόνων, ακολουθώντας ακόμα και απατεώνες όπως ο Σώρρας. Το ζητούμενο είναι να μετατρέψουμε το ανορθολογικό σε όραμα και ρεαλιστική πρόταση.
Αυτή η πρόταση είναι όντως ρεαλιστική, δεν απαιτεί τεράστιες δαπάνες και πόρους, δεν απαιτεί καν να έχουμε ξεφύγει από την εποχή των μνημονίων, απαιτεί απλώς(sic!)... έναν αναπροσανατολισμό του φαντασιακού των Ελλήνων, οι οποίοι θα πρέπει να επιβάλουν και σε θεσμούς και κόμματα αυτόν τον νέο προσανατολισμό. Απαιτεί δηλαδή μια Πολιτιστική Επανάσταση μεγάλης κλίμακας που θα στραφεί πριν απ' όλα ενάντια στο εμφυλιοπολεμικό υπόστρωμα του νέου ελληνισμού, που μετά το 1915 καθίσταται κυρίαρχο και ακυρώνει κάθε μεγάλη συλλογική προσπάθεια.
Εξάλλου στην ύστερη μεταπολιτευτική περίοδο, από τη δεκαετία του 1990, η εμφύλια διαμάχη καθίσταται ουσιαστικά άνευ αντικειμένου και διακυβεύματος, μετά την αποτυχία του υπαρκτού σοσιαλισμού, τη σύγκλιση σοσιαλδημοκρατίας και δεξιάς στην Ευρώπη και την διασφάλιση, ακόμα και μέσω της Πασοκικής κοινωνικοποίησης της διαφθοράς, της... ισότητας αριστεράς και δεξιάς στην Ελλάδα! Γι' αυτό και η εμφυλιοπολεμική ροπή επιβιώνει πλέον αποκλειστικά ως μηδενισμός. Προνομιακός χώρος εκδήλωσής του η κυριαρχία των κάθε είδους μηδενιστικών ρευμάτων στη νεολάια και η μεταβολή του εθνομηδενισμού σε κυρίαρχη ιδεολογία των ελίτ.
Μιαν κατεξοχήν μηδενιστική εξέγερση, εκείνη του Δεκεμβρίου του 2008, θα την ακολουθήσει και η εξίσου μηδενιστικού χαρακτήρα υποστροφή του κινήματος των «αγανακτισμένων». Οι ενυπάρχουσες σε αυτό το κίνημα δυνατότητες μιας επανεδαφικοποίησης της ελληνικής -κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής- πραγματικότητας, κατακλύστηκαν από τον κυρίαρχο μηδενισμό που ανέδειξε στο πολιτικό προσκήνιο την Χρυσή Αυγή, τον Πάνο Καμμένο, ή τον... Βασίλη Λεβέντη και, προπαντός, επέτρεψαν στον ΣΥΡΙΖΑ να αναρριχηθεί στην κυβέρνηση.

Σήμερα λοιπόν, μετά την ολοκλήρωση ενός ιστορικού κύκλου, πραγματικά και φαντασιακά, μια και όλες οι παρατάξεις του εμφυλίου βρέθηκαν στην εξουσία κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, με γλίσχρο απολογισμό, η δε αριστερά απεδείχθη η χειρότερη απ' όλες, πιστεύουμε πως ο εμφυλιοπολεμικός μηδενισμός έχει εξαντλήσει την όποια δυναμική διέθετε. Το δημοψήφισμα αποτέλεσε, κυριολεκτικώς, το κύκνειο άσμα του και έκτοτε αρχίζει η άμπωτις. Και τα πρώτα συμπτώματά της είναι η αποστράτευση, ο στρουθοκαμηλισμός, η κατάθλιψη. Δεν ξεφορτώνεσαι εύκολα μνήμες ή έστω φαντασιώσεις, για τους νεωτέρους, συμπεριφορές, αυτοματισμούς, που σφράγισαν τα τελευταία εκατό χρόνια της εθνικής ζωής. Πόσω μάλλον, δε, να αναζητήσεις ή να ενστερνιστείς μια νέα οραματική πρόταση για τον ελληνισμό που βρίσκεται σε κατατονία.
Και όμως δεν υπάρχει καμία άλλη διέξοδος καμία άλλη προοπτική. «Ή όλα ή τίποτε». Είτε θα σβήσουμε ως αυτόνομο πολιτειακό υποκείμενο είτε θα συνεχίσουμε δημιουργικά, με έναν νέο ρόλο, την μεγάλη παράδοση του ελληνισμού.
*Προδημοσίευση από το βιβλίο «Πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς, η Υπέρβαση» που θα κυκλοφορήσει τον Οκτώβριο (Εναλλακτικές Εκδόσεις)

 http://www.huffingtonpost.gr/yiorgos-karambelias/-_7313_b_11926796.html

Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2016

Ο Σωκράτης εν συντομία

«Α μη οίδα ουδέ οίομαι ειδέναι».
(Όσα δεν ξέρω ούτε νομίζω ότι τα ξέρω.)
Πλάτων, Απολογία Σωκράτους 21d
Ο Σωκράτης (469-399 π.Χ), όπως πολλοί μεγάλοι δάσκαλοι, δεν άφησε τίποτα γραπτό. Ο τρόπος και το περιεχόμενο της διδασκαλίας του μας είναι γνωστά μόνο όπως καταγράφηκαν από οπαδούς του, κυρίως από τον Πλάτωνα και τον Ξενοφώντα, όταν ο ίδιος είχε πια πεθάνει.[1]

Ξεκίνησε να γίνει καλλιτέχνης λιθοξόος, σαν τον πατέρα του, αλλά γρήγορα εγκατάλειψε κάθε επαγγελματική απασχόληση. Αν και φτωχός, προτίμησε να τριγυρίζει στην αγορά και στα γυμναστήρια, όπου γρήγορα έγινε γνωστός για τη συζητητική του δεινότητα και για τα παράδοξα θέματα που διάλεγε να πραγματευτεί: την ευσέβεια, τη γενναιότητα, τη δικαιοσύνη και άλλα παρόμοια. Η συζήτηση μαζί του δεν ήταν εύκολη, καθώς είχε έναν ιδιαίτερο τρόπο να ξεσκεπάζει τις πλάνες και τους παραλογισμούς των συνομιλητών του· ήταν όμως τόσο θελκτική και ενδιαφέρουσα, ώστε μερικοί νέοι να τον ακολουθούν, όχι ως μαθητές (γιατί ο Σωκράτης ποτέ δεν ίδρυσε σχολή, ούτε ζήτησε δίδακτρα) αλλά ως ακροατές, οπαδοί και εταίροι.

Όποτε στρατεύτηκε ο Σωκράτης πολέμησε με αξιοσημείωτο θάρρος, και η προσήλωσή του στη δημοκρατική νομιμότητα επαληθεύτηκε τρεις τουλάχιστο φορές: πρώτη φορά, όταν δικάζονταν οι στρατηγοί της ναυμαχίας στις Αργινούσες και μόνος αυτός επέμεινε να τηρηθεί η σωστή διαδικασία· δεύτερη, όταν οι τριάντα τύραννοι τον έστειλαν να συλλάβει έναν πολιτικό τους αντίπαλο και αρνήθηκε να υπακούσει· τρίτη φορά, όταν καταδικασμένος σε θάνατο προτίμησε να εκτελεστεί παρά να δραπετεύσει.

Η δίκη και η καταδίκη του εξηγούνται, ιστορικά, αν σκεφτούμε ότι μετά το 404 π.Χ. οι Αθηναίοι, στην προσπάθειά τους να δικαιολογήσουν την ήττα τους, ήταν πρόθυμοι να αποδώσουν την ευθύνη σε κάποιον ή σε κάποιους, δίκαια ή άδικα. Η καταγγελία έγινε από φανατικούς της συντήρησης που πίστευαν ότι αιτία της αθηναϊκής κακοδαιμονίας ήταν η εγκατάλειψη σταθερών και δοκιμασμένων αξιών, όπως η ευσέβεια απέναντι στους θεούς και ο σεβασμός των νέων προς τους μεγαλύτερους τους. ''Ο Σωκράτης", υποστήριξαν, "δεν πιστεύει στους θεούς που πιστεύει η πόλη, αλλά εισάγει άλλα, καινούργια δαιμόνια, και ακόμα αδικεί, γιατί διαφθείρει τους νέους" (Ξενοφών, Απομνημονεύματα 1.1). Στην καταδικαστική τους απόφαση οι δικαστές επηρεάστηκαν από το γεγονός ότι ο Αλκιβιάδης και ο Κριτίας, πολιτικοί που πραγματικά είχαν βλάψει την Αθήνα, ήταν για ένα διάστημα οπαδοί του Σωκράτη, αλλά και από την προκλητικά υπερήφανη, ασυμβίβαστη στάση του φιλοσόφου στο δικαστήριο.

Ο Σωκράτης είχε πολλά κοινά και πολλές διαφορές με τους σοφιστές. Κοινά ήταν τα ενδιαφέροντα για τον άνθρωπο· όμως στόχος της σοφιστικής διδασκαλίας ήταν η κοινωνική και πολιτική επιτυχία, που οι σοφιστές υποστήριζαν ότι μπορούσαν να την εξασφαλίσουν, ενώ στόχος της σωκρατικής διδασκαλίας ήταν η αρετή, που ο Σωκράτης υποστήριζε ότι δε μπορούσε να την εξασφαλίσει. Κοινή ήταν η συζητητική μέθοδος, ο διάλογος όμως ο διάλογος του Σωκράτη δεν ήταν ούτε επιδεικτικός, για να εντυπωσιάσει τους ακροατές, ούτε εριστικός, για να κατατροπώσει κάποιον αντίπαλο. Ο σωκρατικός διάλογος ήταν ελεγκτικός: σκοπό του είχε να απαλλάξει τον συνομιλητή από τις σφαλερές πεποιθήσεις του και να του δημιουργήσει απορία. Από κει και πέρα ο Σωκράτης υποστήριζε ότι κατείχε από τη μητέρα του, που ήτανε μαία, τη μαιευτική τέχνη, και μπορούσε με τις κατάλληλες ερωτήσεις να οδηγήσει τον καθένα προς την αλήθεια.

Ο ίδιος ο Σωκράτης ποτέ δεν ισχυρίστηκε πως ήταν κάτοχος της αλήθειας. Η φιλοσοφία του, στο μέτρο που μπορούμε να τη μαντέψουμε, περιοριζόταν σε μερικά παράδοξα, όπως το «ν οδα τι ουδν οδα» και το «Οδες κν κακός» (κανείς δεν είναι θεληματικά κακός). Γενικά, ο Σωκράτης έδινε μεγάλο βάρος στην απορία και στην ορθολογική αναζήτηση της αληθινής αρετής, χωρίς ποτέ να ισχυριστεί ούτε ότι τη βρήκε ούτε ότι μπορεί να τη διδάξει


Φάνης Ι. Κακριδής, Αρχαία ελληνική γραμματολογία

Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), 2005, σελ. 102-104



[1] Λιγότερο διαφωτιστική είναι η μαρτυρία του Αριστοφάνη, καθώς στις κωμωδίες του ο Σωκράτης παρουσιάζεται να διδάσκει και να συμπεριφέρεται σαν σοφιστής, από κείνους που πάσχιζαν με τη ρητορική και συλλογιστική τους δεινότητα τόν ηττω λόγον κρείττω ποιεϊν, “να παρουσιάσουν τον πιο αδύναμο (άδικο) λόγο ως ισχυρότερο (δίκαιο).”

 http://axia-logou.blogspot.gr

Τι είναι η Αισθητική;

Η Αισθητική είναι ένας φιλοσοφικός κλάδος με αρκετά αμφιλεγόμενα χαρακτηριστικά. Έργο της είναι η μελέτη του ωραίου και της τέχνης. Αυτό σημαίνει ότι συμπεριλαμβάνει δύο αντικείμενα που έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά αλλά δεν είναι εντελώς αλληλένδετα: το ωραίο δεν συναντιέται μόνο στην τέχνη αλλά και στη φύση. Ωραία μπορούν να είναι πάμπολλα φυσικά όντα, όπως τα λουλούδια, οι λίμνες, τα βουνά και τα αστέρια. Ωραία μπορούν να θεωρηθούν και πολλά ζώα, όπως ορισμένα πουλιά, ψάρια και έντομα. Ωραίοι μπορούν να θεωρηθούν, επίσης, κάποιοι άνθρωποι, κυρίως μάλιστα στη νεανική τους ηλικία. Όλα αυτά χαρακτηρίζονται από τη φύση τους ωραία, χωρίς να έχει μεσολαβήσει προς τούτο κάποια τεχνική ή καλλιτεχνική παρέμβαση. Το ωραίο δεν συνδέεται λοιπόν αποκλειστικά με την τέχνη.
Αφετέρου η τέχνη δεν έχει οπωσδήποτε το χαρακτήρα του ωραίου. Πολλά ζωγραφικά και μουσικά καλλιτεχνήματα του 20ού αιώνα είναι ηθελημένα άσχημα και πολλά κινηματογραφικά έργα αναπαριστάνουν ρεαλιστικά μια άσχημη πραγματικότητα. Ακόμα και σε κλασικές εποχές η σατιρική τέχνη ήταν σκόπιμα βωμολόχα, γκροτέσκα και παραμορφωτική. Μάλλον από παρεξήγηση μπορεί λοιπόν να εκληφθεί το καλλιτεχνικό φαινόμενο ως συναρτημένο με την ομορφιά, έστω και αν η ίδια η ονομασία του το προσδιορίζει ως «καλή» (= ωραία) τέχνη.
Η ίδια η έννοια της τέχνης είναι επίσης αμφιλεγόμενη: συμπεριλαμβάνει το έργο του καλλιτέχνη αλλά και του τεχνίτη. Ο καλλιτέχνης ενδιαφέρεται να προσφέρει με τα έργα του αισθητική απόλαυση, ενώ ο τεχνίτης ενδιαφέρεται κυρίως για τη χρησιμότητα και την αποτελεσματικότητα των έργων του. Έστω και αν χρησιμοποιούμε τη λέξη «τέχνη» για να ορίσουμε το έργο τόσο διαφορετικών επαγγελματιών, δύσκολα σκεφτόμαστε να συσχετίσουμε έναν τραγουδιστή με έναν υδραυλικό ή με έναν ηλεκτροτεχνίτη. Γι’ αυτό και το να υπαγάγουμε σε μια επιστήμη όλες τις τέχνες, τόσο τις ονομαζόμενες «καλές» όσο και τις «βάναυσες», είναι μάλλον παράλογο παρά εύλογο. Μολονότι η Αισθητική κατά παράδοση αρέσκεται να συγχέει αυτή την ευρύτατη περιοχή, συνιστάται να γίνει ένας περιορισμός της στις καλές τέχνες και να αφεθούν απ’ έξω οι υπόλοιπες.
Μπορεί ακόμα να απορήσει κανείς ποιο ρόλο αναλαμβάνει να παίξει η Αισθητική σχετικά με την τέχνη· προτίθεται άραγε να περιγράψει ή να προδιαγράψει; Η ιστοριογραφία της Αισθητικής πληροφορεί ότι κατά καιρούς αυτή η επιστήμη ανέλαβε και τους δύο ρόλους. Στην πρώτη περίπτωση αυτοπεριορίστηκε σε ένα εμπειρικό και εκ των υστέρων (a posteriori) αναστοχαστικό έργο· επιχείρησε να εξηγήσει και να αναλύσει, μέλημα καθ’ όλα άξιο προσοχής. Στη δεύτερη περίπτωση επιχείρησε να προσφέρει καθοδήγηση, να υποβάλει κάποιες αρχές και κάποιους κανόνες που ο καλλιτέχνης οφείλει να τηρεί· από την τήρηση αυτή έμελλε να κριθεί και η επιτυχία του έργου του. Ωστόσο και οι δύο αυτοί ρόλοι της Αισθητικής είναι αρκετά προβληματικοί: αφενός το καλλιτέχνημα δεν επιτρέπει εύκολα μια διανοητική του εξήγηση και παραμένει συχνά ανεξήγητο σαν επτασφράγιστο μυστικό· αφετέρου ο καλλιτέχνης δεν υπακούει αδίστακτα σε a priori καθορισμένους κανόνες, αλλά συνηθίζει να «σπάζει» το παραδοσιακό πλαίσιο και να ανοίγει καινούργιους δρόμους. Ως προς το ρόλο που παίζει απέναντι στο καλλιτέχνημα και στον καλλιτέχνη η Αισθητική είναι, λοιπόν, επίσης μια αμφιλεγόμενη επιστήμη.
Όπως και κάθε άλλη φιλοσοφική ενασχόληση, η Αισθητική αρέσκεται να στοχάζεται από μια ορισμένη απόσταση, χωρίς να πειραματίζεται και χωρίς να ασκεί εμπειρική, στατιστική ή περιπτωσιακή διερεύνηση του αντικειμένου της. Το πιο συχνό φαινόμενο στην Αισθητική είναι η γενίκευση των δεδομένων, δηλαδή η αναιτιολόγητη και αιφνίδια μετάβαση από το ειδικό στο γενικό (γνωστή ως επαγωγική μέθοδος). Ενόψει αυτής της μεθόδου μπορεί να διατυπωθεί το ερώτημα: μήπως η Αισθητική δεν είναι η πιο ταιριαστή επιστήμη στο να επεξεργασθεί το καλλιτεχνικό φαινόμενο, δεδομένου ότι άλλοι επιστημονικοί κλάδοι -εκ προοιμίου πιο εμπειρικοί και εξειδικευμένοι- μπορούν να παράσχουν αποτελεσματικότερες εξηγήσεις; Τέτοιοι επιστημονικοί κλάδοι είναι η Ψυχολογία της Τέχνης, η Κοινωνιολογία της Τέχνης, η Πολιτική Ανάλυση της Τέχνης και η Ιστορία της Τέχνης. Μπορεί ίσως να ειπωθεί ότι η Αισθητική αποτελεί τη φιλοσοφική μήτρα αυτών των επιστημών, οι οποίες βαθμιαία παίρνουν στα χέρια τους τη μελέτη της τέχνης (και του ωραίου) αφήνοντας στην Αισθητική έναν ελάχιστο χώρο θεωρητικής ανάλυσης - και κυρίως το αξιοσέβαστο προνόμιο μιας παραδοσιακής ενασχόλησης χωρίς επιστημονικές αξιώσεις.
Ωστόσο, η ύπαρξη της Αισθητικής, ως κυρίαρχου τρόπου μελέτης του ωραίου και της τέχνης επί πολλούς αιώνες, είναι αναμφισβήτητη. Η φιλοσοφική παράδοση διαθέτει επί τούτου μια πλούσια παρακαταθήκη. Τα σχετικά κείμενα μεγάλων διανοητών είναι ένα θησαυροφυλάκιο που αξίζει να ανοίγεται επανειλημμένα, για να προσφέρει στις μελλοντικές γενιές τούς θησαυρούς του. […] όσο παλιά και αν είναι κάποια αισθητικά κείμενα, δεν έχουν χάσει την ικανότητα να προσφέρουν στον σημερινό αναγνώστη εναύσματα μιας βαθυστόχαστης -και όχι μόνο ιστορικά ενημερωτικής- μελέτης. Το βλέμμα που έριξαν εκείνοι οι στοχαστές στην ομορφιά και στην τέχνη είναι και σήμερα πρόσφορο για μια εξάσκηση στην ίδια περιοχή, και μάλιστα όχι για να ιδούμε την ομορφιά και την τέχνη μόνο εκείνης της εποχής, αλλά για να τις δούμε μέσα στη διαιώνια και γι’ αυτό συνεχώς επίκαιρη εμφάνισή τους. […] Διαθέτουμε, άλλωστε, την υπόδειξη προς τούτο δύο μεγάλων αρχαίων διανοητών, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, οι οποίοι πραγματεύτηκαν την παιδαγωγική και κοινωνικο-πολιτική αξία των καλών τεχνών μέσα στα πολιτικά τους συγγράμματα (δες το 10° βιβλίο της πλατωνικής Πολιτείας και το 8° βιβλίο των αριστοτελικών Πολιτικών).
Γιάννης Τζαβάρας, Ανθολόγιο Αισθητικής 

[GUTENBERG, 2007, σελ. 17-20]
 
http://axia-logou.blogspot.gr/

Ναυαγοὶ ἐν τῇ Μικρονησίᾳ

Picture Καίπερ τὸ νῦν νεωτάτην τε καὶ βελτίστην τεχνολογίαν ἔχομεν οἷα τὸ GPS, ἔτι ἐν τῇ εἰκοστῇ καὶ πρώτῃ ἑκατονταετίᾳ δυστυχήματα ὑπάρχει περὶ ναυαγῶν ἐν ἐρήμαις νήσοις καταλειφθέντων.

ἀνήρ τις καὶ γυνή, πεντήκοντα ἔτη γεγονότες, απὸ τῆς νήσου Οὐένω ἐν τῇ Μικρονησίᾳ (ἐν τῷ Εἰρηνικῷ Ὠκεανῷ) μικροτάτῳ πλοίῳ ἀποπλεύσαντες ἐν νῷ εἶχον εἰς τὴ νῆσον Ταμάταμ ἀφίκεσθαι (αὕτη ἡ νῆσος διακόσια χιλιόμετρα ἀπέχει ἀφ' οὗ ἀπέπλευσαν), πολλὰ δὲ παθήματα παθόντες καὶ μάλιστα ἀποροῦντες εἰς ἄλλην νῆσον ἀφίκοντο θυέλλης γενομένης, ἔρημον δὴ νῆσον, ἧς τὸ ὄνομα Φαῖ ἐστιν· αὐτοῖς δὲ ἅτε ῥαδιόφωνον οὐκ ἔχουσιν οὐκ ἐξὸν ἐπικαλεῖσθαι, ἐποίησαν ὃ μόνον ποιεῖν ἐδύναντο· ἔγραψαν SOS ἐπὶ τῆς ἄμμου μεγάλοις στοιχείοις, ὡς ἐν τῇ φωτογραφίᾳ ἰδεῖν δυνάμεθα.

οἱ μὲν δύο ἄνθρωποι ἐν ταύτῃ τῇ νήσῳ ὅλην ἑβδομάδα ἔμενον μόλις σῖτόν τε καὶ ὕδωρ ἔχοντες, τέλος δὲ ἀεροσκάφος τι αὐτοὺς ζητοῦν τὸ ἐπίγραμμα εἶδεν.

κατὰ τοὺς θαλασσίους νόμους δεῖ τούτους οἳ πορρωτέρω ἢ δέκα χιλιόμετρα ἀπὸ τῆς παραλίας ἀποπλέουσι ῥαδιόφωνον ἔχειν. 


 

the site of world news in Ancient Greek

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Πληροφορίες

"Οι μεγάλοι άνθρωποι μιλούν για ιδέες. Οι μεσαίοι άνθρωποι μιλούν για γεγονότα. Οι μικροί άνθρωποι μιλούν για τους άλλους."