του Ο∆ΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ
Α΄
Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος
Που µε τα µάτια µιας παρθένας άνοιγε ο καιρός
Καθώς εχιόνιζε απ το σκούντηµα της µυγδαλιάς ο αγέρας
Κι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες
Εκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου
Και µια σηµαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό
Που δόλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε
Μα όλος ο κόπος τ' ουρανού
Όλος ο κόσµος έλαµπε σαν µια νεροσταγόνα
Πρωί, στα πόδια του βουνού
Τώρα, σαν από στεναγµό Θεού ένας ίσκιος µεγαλώνει.
Τώρα η αγωνία σκυφτή µε χέρια κοκκαλιάρικα
Πιάνει και σβήνει ένα-ένα τα λουλούδια επάνω της
Μέσ' στις χαράδρες όπου τα νερά σταµάτησαν
Από λιµό χαράς κείτουνται τα τραγούδια
Βράχοι καλόγεροι µε κρύα µαλλιά
Κόβουνε σιωπηλοί της ερηµιάς τον άρτο.
Χειµώνας µπαίνει ως το µυαλό. Κάτι κακό
Θ' ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου
Τα όρνια µοιράζουνται ψηλά τις ψίχες τ' ουρανού.
Β΄
Τώρα µέσ' στα Θολά νερά µια ταραχή ανεβαίνει.
Ο άνεµος αρπαγµένος απ' τις φυλλωσιές
φυσάει µακριά τη σκόνη του
Τα φρούτα φτύνουν το κουκούτσι τους
Η γη κρύβει τις πέτρες της
Ο φόβος σκάβει ένα λαγούµι και τρυπώνει τρέχοντας
Την ώρα που µέσ' από τα ουράνια θάµνα
Το ούρλιασµα της συννεφολύκαινας
Σκορπάει στου κάµπου το πετσί θύελλα ανατριχίλας
Κι ύστερα στρώνει στρώνει χιόνι χιόνι αλύπητο
Κι ύστερα πάει φρουµάζοντας στις νηστικές κοιλάδες
Κι ύστερα βάζει τους ανθρώπους να αντιχαιρετήσουνε:
Φωτιά ή µαχαίρι!
Γι' αυτούς που µε φωτιά η µαχαίρι κίνησαν
Κακό θ' ανάψει εδώ. Μην απελπίζεται ο σταυρός.
Μόνο ας προσευχηθούν µακριά του οι µενεξέδες!
Γ΄
Γι' αυτούς η νύχτα ήταν µια µέρα πιο πικρή
Λυώναν το σίδερο, µασούσανε τη γης
Ο Θεός τους µύριζε µπαρούτι και µουλαροτόµαρο
Κάθε βροντή ένας θάνατος καβάλα στον αέρα
Κάθε βροντή ένας άντρας χαµογελώντας άντικρυ
Στο θάνατο - κι η µοίρα ό,τι θέλει ας πει.
Ξάφνου η στιγµή ξαστόχησε κι ήβρε το θάρρος
Καταµέτωπο πέταξε Θρύψαλα µέσ' στον ήλιο
Κιάλια, τηλέµετρα, όλµοι, κέρωσαν!
Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας!
Εύκολα σαν πλεµόνια που άνοιξαν οι πέτρες!
Το κράνος κύλησε από την αριστερή µεριά…
Στο χώµα µόνο µια στιγµή ταράχτηκαν οι ρίζες
Ύστερα σκόρπισε ο καπνός κι η µέρα πηε δειλά
Να ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια
Μα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατηµένη οχιά
Μόλις σταµάτησε για λίγο µέσ' στα δόντια ο θάνατος
Κι ύστερα χύθηκε µεµιάς ως τα χλωµά του νύχια!
∆΄
Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισµένη χλαίνη
Μ' ένα σταµατηµένο αγέρα στα ήσυχα µαλλιά
Μ' ένα κλαδάκι λησµονιάς στ' αριστερό του αυτί
Μοιάζει µπαξές που του 'φυγαν άξαφνα τα πουλιά
Μοιάζει τραγούδι που το φίµωσαν µέσα στη σκοτεινιά
Μοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταµάτησε
Μόλις είπανε "γεια παιδιά " τα µατοτσίνορα
Κι ή απορία µαρµάρωσε . . .
Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισµένη χλαίνη.
Αιώνες µαύροι γύρω του ,
Αλυχτούν µε σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή
Κι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες,
Ακούν µε προσοχή.
'Όµως το γέλιο κάηκε, όµως η γη κουφάθηκε,
Όµως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή
Όλος ο κόσµος άδειασε µε τη στερνή κραυγή.
Κάτω απ' τα πέντε κέδρα
Χωρίς άλλα κεριά
Κείτεται στην τσουρουφλισµένη χλαίνη.
Άδειο το κράνος, λασπωµένο το αίµα,
Στο πλάι το µισοτελειωµένο µπράτσο
Κι ανάµεσ' απ' τα φρύδια -
Μικρό πικρό πηγάδι, δαχτυλιά τής µοίρας
Μικρό πικρό πηγάδι κοκκινόµαυρο
Πηγάδι όπου κρυώνει ή θύµηση!
'Ω µην κοιτάτε ω µην κοιτάτε από που του-
Από που του 'φυγε ή ζωή. Μην πείτε πως
Μην πείτε πως ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου
Έτσι λοιπόν η µια στιγµή Έτσι λοιπόν η µια
Έτσι λοιπόν η µια στιγµή παράτησε την άλλη,
Κι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι µεµιάς τον κόσµο!
Ε΄
Ήλιε δεν ήσουν ο παντοτινός;
Πουλί δεν ήσουν η στιγµή χαράς που δεν καθίζει;
Λάµψη δεν ήσουν η αφοβιά του σύγνεφου;
Κι εσύ περβόλι ωδείο των λουλουδιών
Κι εσύ ρίζα σγουρή φλογέρα τής µαγνόλιας!
Έτσι καθώς τινάζεται µέσ' στη βροχή το δέντρo
Και το κορµί αδειανό µαυρίζει από τη µοίρα
Κι ένας τρελός δέρνεται µε το χιόνι
Και τα δυο µάτια πάνε να δακρύσουν -
Γιατί, ρωτάει ο αϊτός, που 'ναι το παλληκάρι;
Κι όλα τ' αιτόπουλ' απορούν που 'ναι το παλληκάρι!
Γιατί, ρωτάει στενάζοντας η µάνα, που 'ναι ο γιος µoυ;
Κι όλες οι µάνες απορούν που να 'ναι το παιδί
Γιατί, ρωτάει ο σύντροφος, που να 'ναι ο αδερφός µου
Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν που να 'ναι ο πιο µικρός !
Πιάνουν το χιόνι, καιει ο πυρετός
Πιάνουν το χέρι και παγώνει
Πάν να δαγκάσουνε ψωµί κι εκείνο στάζει από αίµα
Κοιτούν µακριά τον ουρανό κι εκείνος µελανιάζει
Γιατί γιατί γιατί γιατί να µη ζεσταίνει ο θάνατος
Γιατί ένα τέτοιο ανόσιο ψωµί
Γιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος!
ΣΤ΄
Ήταν ωραίο παιδί. την πρώτη µέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώµους τής στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Μια στο κεφάλι, µια στον κόρφο, µια µέσα στο κλάµα του
Βγήκαν Ρωµιοί µε µπράτσα φοβερά
Και το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα.
'Ύστερα οι µέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι
Καβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυµόνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεµώνες
Κι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Οι πελαγίτες οι βοσκοί να πάν των φλόκων τα κοπάδια
Εκεί που βαθιανάσαινε µια θαλασσοσπηλιά
Εκεί που µια µεγάλη πέτρα εστέναζε!
Ήταν γερό παιδί
Τις νύχτες αγκαλιά µε τα νεραντζοκόριτσα
Λέρωνε τις µεγάλες φορεσιές των άστρων,
Ήτανε τόσος ο Έρωτας στα σπλάχνα του
Που έπινε µέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης
Πιάνοντας ύστερα χορό µ' όλες τις νύφες λεύκες
Ώσπου ν' ακούσει και να χύσ' η αυγή το φως µέσ' στα µαλλιά του
Η αυγή που µ' ανοιχτά µπράτσα τον έβρισκε
Στη σέλα δυο µικρών κλαδιών να γρατζουνάει τον ήλιο,
Να βάφει τα λουλούδια,
'Η πάλι µε στοργή να σιγονανουρίζει
Τις µικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν . . .
Α τι θυµάρι δυνατό η ανασαιµιά του
Τι χάρτης περηφάνειας το γυµνό του στήθος
Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα . . .
Ήταν γενναίο παιδί
Με τα θαµπόχρυσα κουµπιά και το πιστόλι του
Με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά
Και µε το κράνος του, γυαλιστερό σηµάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα µέσ' στο µυαλό
Που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)
Με τους στρατιώτες του ζερβά-δεξιά
Και την εκδίκηση της αδικίας µπροστά του
- Φωτιά στην άνοµη φωτιά! -
Με το αίµα πάνω από τα φρύδια
Τα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λυώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Το κορµί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Και το στόµα του, µικρό πουλί ακελάηδιστο
Και τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερηµίας
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
∆εν έκλαψαν
Γιατί να κλάψουν;
Ήταν γενναίο παιδί!
Ζ΄
Τα δέντρα είναι από κάρβουνο που ή νύχτα δεν κορώνει.
Χυµάει, χτυπιέται ο άνεµος, ξαναχτυπιέται ο άνεµος
Τίποτε. Μέσ' στην παγωνιά κουρνιάζουν τα βουνά
Γονατισµένα. Κι από τις χαράδρες βουίζοντας,
Απ' τα κεφάλια των νεκρών η άβυσσο ανεβαίνει.
∆εν κλαιει πια ούτ' η Λύπη. Σαν την τρελή που ορφάνεψε
Γυρνάει, στο στήθος της φορεί µικρό κλαδί σταυρού
∆εν κλαιει. Μονάχ' από τα µελανά ζωσµένη Ακροκεραύνια
Πάει ψηλά και στήνει µια πλάκα φεγγαριού
Μήπως και δουν τον ίσκιο τους γυρνώντας οι πλανήτες
Και κρύψουν τις αχτίδες τους
Και σταµατήσουν
Εκεί στο χάος ασθµαίνοντας εκστατικοί.
Χυµάει, χτυπιέται ο άνεµος, ξαναχτυπιέται ο άνεµος
Σφίγγεται η ερηµιά στον µαύρο της µποξά
Σκυφτή πίσω από µήνες-σύννεφα αφουκράζεται
Τι να 'ναι που αφουκράζεται, σύννεφα-µήνες µακριά;
Με τα κουρέλια των µαλλιών στους ώµους - αχ αφήστε την -
Μισή κερί µισή φωτιά µια µάνα κλαιει - αφήστε την -
Στις παγωµένες άδειες κάµαρες όπου γυρνάει αφήστε την!
Γιατί δεν είναι η µοίρα χήρα κανενός
Κι οι µάνες είναι για να κλαιν, οι άντρες για να παλεύουν
Τα περιβόλια για ν' ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι
Το αίµα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπά
Κι η λευτεριά για ν' αστραφτογεννιέται αδιάκοπα!
Η΄
Πέστε λοιπόν στον ήλιο να 'βρει έναν καινούριο δρόµο
Τώρα που πια ή πατρίδα του σκοτείνιασε στη γη
Αν θέλει να µη χάσει από την περηφάνεια του
Ή τότε πάλι µε χώµα και νερό
Ας γαλαζοβολήσει αλλού µιαν αδελφούλα Ελλάδα!
Πέστε στον ήλιο να' βρει έναν καινούριο δρόµο
Μην καταπροσωπήσει πια µήτε µια µαργαρίτα
Στη µαργαρίτα πέστε να ' βγει µ' άλλη παρθενιά
Μη λερωθεί από δάχτυλα που δεν της πάνε!
Χωρίστε από τα δάχτυλα τ' αγριοπεριστέρια
Και µην αφήστε ήχο να πει το πάθος του νερού
Καθώς γλυκά φυσά ουρανός µέσ' σ' αδειανό κοχύλι
Μη στείλτε πουθενά σηµάδι απελπισιάς,
Μόν' φέρτε από τις περιβόλες της παλληκαριάς
Τις ροδωνιές όπου η ψυχή του ανάδευε
Τις ροδωνιές όπου η ανάσα του έπαιζε
Μικρή τη νύφη χρυσαλλίδα
Που αλλάζει τόσες ντυµασιές όσες ριπές το ατλάζι
Στον ήλιο, σαν µεθοκοπούν χρυσόσκον' οι χρυσόµυγες
Και πάν µε βιάση τα πουλιά ν' ακούσουνε απ' τα δέντρα
Ποιου σπόρου γέννα στύλωσε το φηµισµένο κόσµο!
Θ΄
Φέρτε καινούρια χέρια τι τώρα ποιος θα πάει
Ψηλά να νανουρίσει τα µωρά των άστρων!
Φέρτε καινούρια πόδια τι τώρα ποιος θα µπει
Στον πεντοζάλη πρώτος των αγγέλων!
Καινούρια µάτια - Θέ µου - Τι τώρα που θα πάν
Να σκύψουν τα κρινάκια τής αγαπηµένης!
Αίµα καινούριο τι µε ποιο χαράς χαίρε θ' ανάψουν
Και στόµα, στόµα δροσερόν από χαλκό κι αµάραντο
Τι τώρα ποιος στα σύννεφα θα πει "γεια σας παιδιά!"
Μέρα, ποιος θ' αψηφήσει τα ροδακινόφυλλα
Νύχτα, ποιος θα µερέψει τα σπαρτά
Ποιος θα σκορπίσει πράσινα καντήλια µέσ' στoυς κάµπους
Ή θ' αλαλάξει θαρρετά κατάντικρυ απ' τον ήλιο
Για να ντυθεί τις θύελλες καβάλα σ' άτρωτο άλογο
Και να γενεί Αχιλλέας των ταρσανάδων!
Ποιος θ' ανεβεί στο µυθικό και µαύρο ερηµονήσι
Για ν' ασπαστεί τα βότσαλα
Και ποιος θα κοιµηθεί
Για να περάσει από τους Ευβοϊκούς του ονείρου
Να ' βρει καινούρια χέρια, πόδια, µάτια,
Αίµα και λαλιά
Να ξαναστυλωθεί στα µαρµαρένια αλώνια
Και να ριχτεί - αχ τούτη τη φορά -
Και να ριχτεί του Χάρου µε την αγιοσύνη του!
Ι΄
Ήλιος, φωνή χαλκού, κι άγιο µελτέµι
Πάνω στα στήθη του όµοναν "ζωή να σε χαρώ!"
∆ύναµη εκεί πιο µαύρη δε χωρούσε
Μόνο µε φως χυµένο από δαφνόκλαδο
Κι ασήµι από δροσιά µόνον εκεί ο σταυρός
Άστραφτε, καθώς χάραζε η µεγαλοσύνη
Κι η καλοσύνη µε σπαθί στο χέρι πρόβελνε
Να πει µέσ' απ' τα µάτια του και τις σηµαίες τους "Ζω!"
Γεια σου µωρέ ποτάµι οπού 'βλεπες χαράµατα
Παρόµοιο τέκνο θεού µ' ένα κλωνί ρογδιάς
Στα δόντια, να ευωδιάζεται από τα νερά σου
Γεια σου κι εσύ χωριατοµουσµουλιά που αντρείευες
Κάθε πού 'θελε πάρει Αντρούτσος τα όνειρά του
Κι εσύ βρυσούλα του µεσηµεριού που έφτανες ως τα πόδια του
Κι εσύ κοπέλα που ήσουνα η Ελένη του,
Που ήσουνα το πουλί του, η Παναγιά του, η Πούλια του,
Γιατί και µια µόνο φορά µέσ' στη ζωή αν σηµάνει
Αγάπη ανθρώπου ανάβοντας
Άστρον απ' άστρο τα κρυφά στερεώµατα
Θα βασιλεύει πάντοτες παντού η θεία ηχώ
Για να στoλίζει µε µικρές καρδιές πουλιών τα δάση
Με λύρες από γιασεµιά τα λόγια των ποιητών
Κι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει -
Κι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει ανάβοντας!
IΑ΄
Κείνοι που επράξαν το κακό - γιατί τους είχε πάρει
Τα µάτια η θλίψη πήγαιναν τρικλίζοντας
Γιατί τους είχε πάρει
τη θλίψη ο τρόµος χάνονταν µέσα στο µαύρο σύγνεφο
Πίσω! και πια χωρίς φτερά στο µέτωπο
Πίσω! Και πια χωρίς καρφιά στα πόδια
Εκεί που γδύν' η θάλασσα τ' αµπέλια και τα ηφαίστεια
Στους κάµπους της πατρίδας πάλι και µε το φεγγάρι αλέτρι
Πίσω! Στα µέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα
Μυρίζονται τη σάρκα κι όπου η τρικυµία βαστά
Όσο ένα γιασεµί λευκό στο θέρος της γυναίκας!
Κείνοι που επράξαν το κακό - τους πήρε µαύρο σύγνεφο
Ζωή δεν είχαν πίσω τους µ' έλατα και µε κρύα νερά
Μ' αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληµατόσταυρο
Παππού δεν είχαν από δρυ κι απ' οργισµένον άνεµο
Στο καραούλι δεκαοχτώ µερόνυχτα
Με πικραµένα µάτια
Τους πήρε µαύρο σύγνεφο - δεν είχαν πίσω τους αυτοί
Θειό µπουρλοτιέρη, πατέρα γεµιτζή
Μάνα που να 'χει σφάξει µε τα χέρια της
Ή µάνα µάνας που µε το βυζί γυµνό
Χορεύοντας να ' χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου!
Κείνοι που επράξαν το κακό - τους πήρε µαύρο σύγνεφο
Μα κείνος που τ' αντίκρισε στους δρόµους τ' ουρανού
Ανεβαίνει τώρα µοναχός και ολόλαµπρος!
ΙΒ΄
Με βήµα πρωινό στη χλόη που µεγαλώνει
Ανεβαίνει µοναχός και ολόλαµπρος.
Λουλούδια αγοροκόριτσα του κρυφογνέφουνε
Και του µιλούν µε µια ψιλή φωνή που αχνίζει στον αιθέρα
Γέρνουν και κατ' αυτόν τα δέντρα ερωτεµένα
Με τις φωλιές χωµένες στη µασχάλη τους
Με τα κλαδιά τους βουτηγµένα µέσ' στο λάδι του ήλιου
Θαύµα - Τι θαύµα, χαµηλά στη γη
Άσπρες φυλές µ' ένα γαλάζιο υνί χαράζουνε τους κάµπους
Στράφτουν βαθιά οι λοφοσειρές
Και πιο βαθιά τ' απρόσιτα όνειρα των βουνών της άνοιξης!
Ανεβαίνει µοναχός και ολόλαµπρος
Τόσο πιωµένος από φως που φαίνεται η καρδιά του
Φαίνεται µέσ' στα σύννεφα ο Όλυµπος ο αληθινός
Και στον αέρα ολόγυρα ο αίνος των συντρόφων.
Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ' όνειρο από το αίµα
Στους όχτους του µονοπατιού συνάζουνται τα ζώα
Γρυλίζουν και κοιτάζουνε σα να µιλούνε
Ο κόσµος όλος είναι αληθινά µεγάλος
Γίγας που κανακεύει τα παιδιά του
Μακριά χτυπούν καµπάνες από κρύσταλλο
Αύριο, αύριο λένε : το Πάσχα τ' ουρανού!
ΙΓ΄
Μακριά χτυπoύν καµπάνες από κρύσταλλο -
Λένε γι' αυτόν που κάηκε µέσ' στη ζωή
Όπως η µέλισσα µέσα στου θυµαριου το ανάβρυσµα
Για την αυγή που πνίγηκε στα χωµατένια στήθια
Ενώ µηνούσε µιαν ηµέρα πάλλαµπρη
Για τη νιφάδα που άστραψε µέσ' στο µυαλό κι εσβήστη
Τότες που ακούστηκε µακριά η σφυριγµατιά της σφαίρας
Και πέταξε ψηλά θρηνώντας η Αλβανίδα πέρδικα!
Λένε γι' αυτόν που µήτε καν επρόφτασε να κλάψει
Για τον βαθύ καηµό του 'Έρωτα της ζωής
Που είχε όταν δυνάµωνε µακριά ο αγέρας
Και κρώζαν τα πουλιά στου χαλασµένου µύλου τα δοκάρια
Για τις γυναίκες που έπιναν την άγρια µουσική
Στο παραθύρι ορθές σφίγγοντας το µαντήλι τους
Για τις γυναίκες που απελπίζαν την απελπισιά
Προσµένοντας ένα σηµάδι µαύρο στην αρχή του κάµπου
Ύστερα δυνατά πέταλα έξω απ' το κατώφλι
Λένε για το ζεστό κι αχάιδευτο κεφάλι του
Για τα µεγάλα µάτια του όπου χώρεσε η ζωή
Τόσο βαθιά, που πια να µην µπορεί να βγει ποτέ της!
Ι∆΄
Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ' όνειρο µέσ' στο αίµα
Του κόσµου η πιο σωστή στιγµή σηµαίνει :
Ελευθερία,
Έλληνες µέσ' στα σκοτεινά δείχνουν το δρόµο :
Ε Λ Ε Y Θ Ε Ρ Ι Α
Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος
Στεριές ιριδοχτυπηµένες πέφτουν στα νερά
Καράβια µ' ανοιχτά πανιά πλέουν µέσ' στους λειµώνες
Τα πιο αθώα κορίτσια
Τρέχουν γυµνά στα µάτια των αντρών
Κι η σεµνότη φωνάζει πίσω από το φράχτη
Παιδιά! δεν είναι άλλη γη ωραιότερη.
Του κόσµου η πιο σωστή στιγµή σηµαίνει !
Με βήµα πρωινό στη χλόη που µεγαλώνει
Ολοένα εκείνος ανεβαίνει
Τώρα, λάµπουνε γύρω του οι πόθοι που ήταν µια φορά
Χαµένοι µέσ' στης αµαρτίας τη µοναξιά
Γειτόνοι της καρδιάς του οι πόθοι φλέγονται
Πουλιά τον χαιρετούν, του φαίνονται αδερφάκια του
Άνθρωποι τον φωνάζουν, του φαίνονται συντρόφοι του
"Πουλιά καλά πουλιά µου, εδώ τελειώνει ο θάνατος!"
"Σύντροφοι σύντροφοι καλοί µου, εδώ ή ζωή αρχίζει"
Αγιάζι ουράνιας οµορφιάς γυαλίζει στα µαλλιά του
Μακριά χτυπούν καµπάνες από κρύσταλλο
Αύριο, αύριο, αύριο : το Πάσχα τού Θεού!