Του Παντελή Μπουκάλα
Για τον κριτικό διάλογο που αναπτύσσεται κάποιες στιγμές ανάμεσα σε ποιητές έγραφα εδώ την περασμένη Κυριακή. Με αφορμή και την αντίδραση του Μανόλη Αναγνωστάκη στον πασίγνωστο στίχο του Γιώργου Σεφέρη «Οπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει»· με αυτόν αρχίζει το ποίημά του «Με τον τρόπο τού Γ.Σ.» (1936), καθώς και η τελευταία παράγραφός του, που απολήγει στο επίσης γνωστό: «Το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓ ΩΝΙΑ 937». Μάλλον λιγότερο γνωστό είναι το γεγονός ότι ο Σεφέρης το 1969 απέδωσε από τα αμερικανικά, «ελλείψει άλλης χειρός» όπως σημειώνει, το ποίημα «Θα φύγω απ’ το καράβι μου» του Αμερικανού γερουσιαστή Ευγένιου ΜακΚάρθυ, που απευθύνεται στον Ελληνα ποιητή και όπου ως μότο χρησιμοποιούνται οι στίχοι «Οπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει... Το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓ ΩΝΙΑ 1937». Ενα απόσπασμα: «Ξενιτεμένος / έξω από τη γλώσσα σου, μεταφρασμένος / απ’ το καράβι “Αγωνία 1937” / ανέβηκες βίαια στο καράβι μας, / με μια κραυγή για την Ελλάδα, Γιώργο Σεφέρη. // Με της Ελλάδας τις πληγές /μάς πλήγωσες. / Μας πλήγωσες· με το βαθύ βογκητό / γυναικών που ολόλυζαν μέσα στους αιώνες» (βλ. το «Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄» του Σεφέρη, «Ικαρος»).
Τον μελαγχολικό και ταυτόχρονα πικρόχολο σεφερικό στίχο για την τραυματική Ελλάδα τον χρησιμοποιούν πολλοί, είτε γνωρίζουν το πλαίσιό του είτε όχι. Και τον υιοθετούν και κάμποσοι όχι για να κρίνουν τίμια και τον εαυτό τους, σαν συνδιαμορφωτή της μοίρας του τόπου, αλλά μόνο και μόνο για να δικαιολογήσουν το ανάθεμα που εξαπολύει ο σνομπισμός τους κατά της ίδιας της πατρίδας τους, ανάξιας υποτίθεται ακόμα και να φέρει το όνομα Ελλάς.
Μάλλον δεν θα τον ευχαριστούσε τον Σεφέρη να βλέπει και ν’ ακούει το στίχο του σε χείλη και κείμενα ανθρώπων (πολιτικών, ιερωμένων, δημοσιογράφων, ακαδημαϊκών, καλλιτεχνών, οικονομικών παραγόντων και «παραγόντων» εν γένει), που πλήγωσαν την Ελλάδα με τις πράξεις ή το λόγο τους και κανένα δικαίωμα δεν έχουν να βγάζουν απ’ έξω την ουρά τους, με τη σοβαρότατη ευθύνη τους φορτωμένη πάνω της, αντέχει δεν αντέχει το βάρος της. Σίγουρα δεν θα τον ενθουσίαζε το γεγονός ότι η φράση του κατάντησε άλλοθι για απράγμονες και για αχρείους. Με τον ίδιο τρόπο που δεν θα ενθουσίαζε τον Διονύσιο Σολωμό η χρήση του Υμνου του ως εμβατηρίου κατά τη διάρκεια επιθέσεων εναντίον αδύναμων ανθρώπων και με στόχο τη στέρηση της δικής τους ελευθερίας. Και όπως δεν θα ενθουσιαζόταν ο Κ.Π. Καβάφης αν διαπίστωνε ότι το «Υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός - / ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν» χρησιμοποιείται και από πατενταρισμένους ρατσιστές και νεοναζιστές.
Μας πληγώνει η Ελλάδα. Αλλά, αν το σκεφτούμε τίμια, στην ουσία μάς πληρώνει με το ίδιο νόμισμα. Μας αντιγυρίζει, ας μην το λησμονούμε, τις πληγές που προκαλούμε στο σώμα της, προσβάλλοντας την ιστορία και την κληρονομιά της, λεηλατώντας τη φύση της, απομυζώντας τους πόρους της, αδιαφορώντας εγωπαθώς για το πώς θα βρει ένα δρόμο που να ικανοποιεί τις ανάγκες των πολλών και όχι την απληστία των ολίγιστων (και με τις δύο έννοιές της η τελευταία λέξη, την αριθμητική και την ηθικοπνευματική). Να μη λησμονούμε επίσης ότι όσο μας πληγώνει, άλλο τόσο, όπου και να πάμε, στα βουνά ή στις θάλασσές της, στα χωριά ή στις πόλεις της, σε άτομα ή σε κοινότητες ανθρώπων, μας αποζημιώνει, έστω πληγωμένη· μας ευχαριστεί· μας δωρίζει την ομορφιά της, που ακόμη δεν χάθηκε όλη. Και μας διδάσκει την αντοχή της. Αντοχή αξιοθαύμαστη μέσα σε τόσες φουρτούνες, με καπετάνιους ατζαμήδες και με πλήρωμα (όλους εμάς) πότε βαριεστημένο ή λουφαδόρικο και πότε, όπως τώρα, εξουθενωμένο και απελπισμένο.
Νά το λοιπόν το σεφερικό σκάφος «ΑΓ ΩΝΙΑ 937» ως αλληγορική απεικόνιση της Ελλάδας. Που μετασχηματίστηκε (ή μετονομάστηκε) σε «ΑΓ ΩΝΙΑ 940», «ΑΓ ΩΝΙΑ 946», «ΑΓΩΝΙΑ 967», και τώρα σε «ΑΓ ΩΝΙΑ 013». Το σχήμα, χώρα ίσον καράβι, στα όρια του προφανούς ή του αυτονόητου θα έλεγε κανείς, είναι πανάρχαιο. Το χρησιμοποίησε, τέλη του 7ου αιώνα π.Χ. - αρχές του 6ου, ο κορυφαίος λυρικός Αλκαίος, σε ένα από τα «στασιωτικά» ποιήματά του, ευθέως πολιτικά, που τα τραγουδούσαν στα συμπόσιά τους οι ομοϊδεάτες του. Ακολουθώντας και το πρότυπο των μεγαλύτερων αδελφών του, που μαζί με τον σοφό Πιττακό είχαν πρωταγωνιστήσει στην ανατροπή του τύραννου Μέλαγχρου, ο Αλκαίος ενεπλάκη στην οξύτατη κομματική και ταξική έριδα των Μυτιληναίων, για να συγκαταλεχθεί έτσι στους μάλλον λίγους ποιητές με έντονη πολιτική δράση. Παραθέτω το ποίημα:
«Ασυννέτημι των ανέμων στάσιν· / το μεν γαρ ένθεν κύμα κυλίνδεται, / το δ’ ένθεν· άμμες δ’ ον το μέσσον / νάι φορήμεθα σην μελαίνα // χείμωνι μόχθεντες μεγάλω μάλα· / περ μεν γαρ άντλος ιστοπέδαν έχει, / λαίφος δε παν ζάδηλον ήδη / και λάκιδες μέγαλαι κατ’ αύτο, // χόλαισι δ’ άγκονναι». Και στη μετάφραση του Γιάννη Δάλλα, από το βιβλίο του «Αρχαίοι λυρικοί - Β΄: Η αιολική και η ιωνική μονωδία» («Αγρα», 2004): «Τα ’χω χαμένα με τη λύσσα των ανέμων / σωστή ανταρσία, κύμα από δω κυλιέται, / κύμα από κει, / κι εμείς στη μέση / του μαύρου καραβιού πάμε κι ερχόμαστε, // σε τρικυμία μεγάλη παραδέρνοντας· / ώς τους αρμούς των καταρτιών η πλημμύρα, / κουρελιασμένα τα πανιά, / κι απάνω τους οι σχισματιές θεόρατες, λασκάρανε // και τα σκοινιά».
Για το καράβι της πατρίδας του μιλάει και νοιάζεται ο Αλκαίος. Για τη Θήβα σαν καράβι και για τον κυβερνήτη της, που πρέπει να μιλάει με φρόνηση τις κρίσιμες στιγμές, όσο κρατάει το τιμόνι γερά, δίχως ποτέ να κλείνει τα βλέφαρά του ο ύπνος, νοιάζεται ο Ετεοκλής στο ξεκίνημα των «Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου: «Κάδμου πολίται, χρη λέγειν τα καίρια / όστις φυλάσσει πράγος εν πρύμνη πόλεως / οίακα νωμών, / βλέφαρα μη κοιμών ύπνω». Και στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή έρχεται η σειρά του Κρέοντα να παρομοιάσει τη Θήβα με πλοίο που οι θεοί το συντάραξαν με φουρτούνα μεγάλη μα ύστερα το ξανάφεραν σε θέση ασφαλή: «Ανδρες, τα μεν δη πόλεος ασφαλώς θεοί / πολλώ σάλω σείσαντες ώρθωσαν πάλιν».
Ακούμε και τους δικούς μας ηγέτες να μιλούν συχνά για την προστασία που παρέχουν στην κλυδωνιζόμενη χώρα μας τα ουράνια. Μακάρι. Αλλά, δυστυχώς, το «συν Αθηνά και χείρα κίνει» δεν ειπώθηκε δίχως λόγο. Ούτε και το νεότερο ηπειρώτικο «Αϊ-Νικόλα, βόηθα! – Κούνα κι εσύ το χέρι σου», ή «Αγιε Νικόλα, βόηθα με! – Σείσε και συ το πόδι σου» στην αιγαιοπελαγίτικη παραλλαγή του.
http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathpolitics_1_24/11/2013_529214
Για τον κριτικό διάλογο που αναπτύσσεται κάποιες στιγμές ανάμεσα σε ποιητές έγραφα εδώ την περασμένη Κυριακή. Με αφορμή και την αντίδραση του Μανόλη Αναγνωστάκη στον πασίγνωστο στίχο του Γιώργου Σεφέρη «Οπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει»· με αυτόν αρχίζει το ποίημά του «Με τον τρόπο τού Γ.Σ.» (1936), καθώς και η τελευταία παράγραφός του, που απολήγει στο επίσης γνωστό: «Το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓ ΩΝΙΑ 937». Μάλλον λιγότερο γνωστό είναι το γεγονός ότι ο Σεφέρης το 1969 απέδωσε από τα αμερικανικά, «ελλείψει άλλης χειρός» όπως σημειώνει, το ποίημα «Θα φύγω απ’ το καράβι μου» του Αμερικανού γερουσιαστή Ευγένιου ΜακΚάρθυ, που απευθύνεται στον Ελληνα ποιητή και όπου ως μότο χρησιμοποιούνται οι στίχοι «Οπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει... Το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓ ΩΝΙΑ 1937». Ενα απόσπασμα: «Ξενιτεμένος / έξω από τη γλώσσα σου, μεταφρασμένος / απ’ το καράβι “Αγωνία 1937” / ανέβηκες βίαια στο καράβι μας, / με μια κραυγή για την Ελλάδα, Γιώργο Σεφέρη. // Με της Ελλάδας τις πληγές /μάς πλήγωσες. / Μας πλήγωσες· με το βαθύ βογκητό / γυναικών που ολόλυζαν μέσα στους αιώνες» (βλ. το «Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄» του Σεφέρη, «Ικαρος»).
Τον μελαγχολικό και ταυτόχρονα πικρόχολο σεφερικό στίχο για την τραυματική Ελλάδα τον χρησιμοποιούν πολλοί, είτε γνωρίζουν το πλαίσιό του είτε όχι. Και τον υιοθετούν και κάμποσοι όχι για να κρίνουν τίμια και τον εαυτό τους, σαν συνδιαμορφωτή της μοίρας του τόπου, αλλά μόνο και μόνο για να δικαιολογήσουν το ανάθεμα που εξαπολύει ο σνομπισμός τους κατά της ίδιας της πατρίδας τους, ανάξιας υποτίθεται ακόμα και να φέρει το όνομα Ελλάς.
Μάλλον δεν θα τον ευχαριστούσε τον Σεφέρη να βλέπει και ν’ ακούει το στίχο του σε χείλη και κείμενα ανθρώπων (πολιτικών, ιερωμένων, δημοσιογράφων, ακαδημαϊκών, καλλιτεχνών, οικονομικών παραγόντων και «παραγόντων» εν γένει), που πλήγωσαν την Ελλάδα με τις πράξεις ή το λόγο τους και κανένα δικαίωμα δεν έχουν να βγάζουν απ’ έξω την ουρά τους, με τη σοβαρότατη ευθύνη τους φορτωμένη πάνω της, αντέχει δεν αντέχει το βάρος της. Σίγουρα δεν θα τον ενθουσίαζε το γεγονός ότι η φράση του κατάντησε άλλοθι για απράγμονες και για αχρείους. Με τον ίδιο τρόπο που δεν θα ενθουσίαζε τον Διονύσιο Σολωμό η χρήση του Υμνου του ως εμβατηρίου κατά τη διάρκεια επιθέσεων εναντίον αδύναμων ανθρώπων και με στόχο τη στέρηση της δικής τους ελευθερίας. Και όπως δεν θα ενθουσιαζόταν ο Κ.Π. Καβάφης αν διαπίστωνε ότι το «Υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός - / ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν» χρησιμοποιείται και από πατενταρισμένους ρατσιστές και νεοναζιστές.
Μας πληγώνει η Ελλάδα. Αλλά, αν το σκεφτούμε τίμια, στην ουσία μάς πληρώνει με το ίδιο νόμισμα. Μας αντιγυρίζει, ας μην το λησμονούμε, τις πληγές που προκαλούμε στο σώμα της, προσβάλλοντας την ιστορία και την κληρονομιά της, λεηλατώντας τη φύση της, απομυζώντας τους πόρους της, αδιαφορώντας εγωπαθώς για το πώς θα βρει ένα δρόμο που να ικανοποιεί τις ανάγκες των πολλών και όχι την απληστία των ολίγιστων (και με τις δύο έννοιές της η τελευταία λέξη, την αριθμητική και την ηθικοπνευματική). Να μη λησμονούμε επίσης ότι όσο μας πληγώνει, άλλο τόσο, όπου και να πάμε, στα βουνά ή στις θάλασσές της, στα χωριά ή στις πόλεις της, σε άτομα ή σε κοινότητες ανθρώπων, μας αποζημιώνει, έστω πληγωμένη· μας ευχαριστεί· μας δωρίζει την ομορφιά της, που ακόμη δεν χάθηκε όλη. Και μας διδάσκει την αντοχή της. Αντοχή αξιοθαύμαστη μέσα σε τόσες φουρτούνες, με καπετάνιους ατζαμήδες και με πλήρωμα (όλους εμάς) πότε βαριεστημένο ή λουφαδόρικο και πότε, όπως τώρα, εξουθενωμένο και απελπισμένο.
Νά το λοιπόν το σεφερικό σκάφος «ΑΓ ΩΝΙΑ 937» ως αλληγορική απεικόνιση της Ελλάδας. Που μετασχηματίστηκε (ή μετονομάστηκε) σε «ΑΓ ΩΝΙΑ 940», «ΑΓ ΩΝΙΑ 946», «ΑΓΩΝΙΑ 967», και τώρα σε «ΑΓ ΩΝΙΑ 013». Το σχήμα, χώρα ίσον καράβι, στα όρια του προφανούς ή του αυτονόητου θα έλεγε κανείς, είναι πανάρχαιο. Το χρησιμοποίησε, τέλη του 7ου αιώνα π.Χ. - αρχές του 6ου, ο κορυφαίος λυρικός Αλκαίος, σε ένα από τα «στασιωτικά» ποιήματά του, ευθέως πολιτικά, που τα τραγουδούσαν στα συμπόσιά τους οι ομοϊδεάτες του. Ακολουθώντας και το πρότυπο των μεγαλύτερων αδελφών του, που μαζί με τον σοφό Πιττακό είχαν πρωταγωνιστήσει στην ανατροπή του τύραννου Μέλαγχρου, ο Αλκαίος ενεπλάκη στην οξύτατη κομματική και ταξική έριδα των Μυτιληναίων, για να συγκαταλεχθεί έτσι στους μάλλον λίγους ποιητές με έντονη πολιτική δράση. Παραθέτω το ποίημα:
«Ασυννέτημι των ανέμων στάσιν· / το μεν γαρ ένθεν κύμα κυλίνδεται, / το δ’ ένθεν· άμμες δ’ ον το μέσσον / νάι φορήμεθα σην μελαίνα // χείμωνι μόχθεντες μεγάλω μάλα· / περ μεν γαρ άντλος ιστοπέδαν έχει, / λαίφος δε παν ζάδηλον ήδη / και λάκιδες μέγαλαι κατ’ αύτο, // χόλαισι δ’ άγκονναι». Και στη μετάφραση του Γιάννη Δάλλα, από το βιβλίο του «Αρχαίοι λυρικοί - Β΄: Η αιολική και η ιωνική μονωδία» («Αγρα», 2004): «Τα ’χω χαμένα με τη λύσσα των ανέμων / σωστή ανταρσία, κύμα από δω κυλιέται, / κύμα από κει, / κι εμείς στη μέση / του μαύρου καραβιού πάμε κι ερχόμαστε, // σε τρικυμία μεγάλη παραδέρνοντας· / ώς τους αρμούς των καταρτιών η πλημμύρα, / κουρελιασμένα τα πανιά, / κι απάνω τους οι σχισματιές θεόρατες, λασκάρανε // και τα σκοινιά».
Για το καράβι της πατρίδας του μιλάει και νοιάζεται ο Αλκαίος. Για τη Θήβα σαν καράβι και για τον κυβερνήτη της, που πρέπει να μιλάει με φρόνηση τις κρίσιμες στιγμές, όσο κρατάει το τιμόνι γερά, δίχως ποτέ να κλείνει τα βλέφαρά του ο ύπνος, νοιάζεται ο Ετεοκλής στο ξεκίνημα των «Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου: «Κάδμου πολίται, χρη λέγειν τα καίρια / όστις φυλάσσει πράγος εν πρύμνη πόλεως / οίακα νωμών, / βλέφαρα μη κοιμών ύπνω». Και στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή έρχεται η σειρά του Κρέοντα να παρομοιάσει τη Θήβα με πλοίο που οι θεοί το συντάραξαν με φουρτούνα μεγάλη μα ύστερα το ξανάφεραν σε θέση ασφαλή: «Ανδρες, τα μεν δη πόλεος ασφαλώς θεοί / πολλώ σάλω σείσαντες ώρθωσαν πάλιν».
Ακούμε και τους δικούς μας ηγέτες να μιλούν συχνά για την προστασία που παρέχουν στην κλυδωνιζόμενη χώρα μας τα ουράνια. Μακάρι. Αλλά, δυστυχώς, το «συν Αθηνά και χείρα κίνει» δεν ειπώθηκε δίχως λόγο. Ούτε και το νεότερο ηπειρώτικο «Αϊ-Νικόλα, βόηθα! – Κούνα κι εσύ το χέρι σου», ή «Αγιε Νικόλα, βόηθα με! – Σείσε και συ το πόδι σου» στην αιγαιοπελαγίτικη παραλλαγή του.
http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathpolitics_1_24/11/2013_529214