Μπορεί άραγε ο
άνθρωπος να ζήσει ανθρώπινα, να ζήσει ευτυχισμένος αν παραιτηθεί και από τις
προσπάθειες των μεγάλων θεωρητικών φιλοσοφιών και από τις υποσχέσεις και
επιταγές των θρησκειών, χωρίς να ενδώσει στις ευκολίες του σκεπτικισμού, του
κυνισμού, ή στην τραχύτητα μιας ζωώδους ύπαρξης; Και βέβαια μπορεί, αν
αποδειχτεί ότι τα πράγματα είναι ως έχουν, όπως φαίνονται, και πως είναι
εντούτοις εύκολο να δημιουργήσει βάσει αυτών μια σοφία που να τον κάνει
ευτυχισμένο. Ο καθένας με τον τρόπο του, ο επικουρισμός και
ο στωικισμός μας προτείνουν το απαραίτητο και το επαρκές. Ορισμένοι
ισχυρίζονται ότι αυτές οι σοφίες ήταν «κόρες της απελπισίας», για να
υπογραμμίσουν ότι δεν αναζητούσαν ούτε γνώση ούτε σωτηρία - καθώς τα είχαν
αρνηθεί μαζί με όλες τις αυταπάτες της
επιθυμίας.
Δεν θέλουν ωστόσο
να ξεριζώσουν το πολύμορφο κακό:
ασχολούνται μόνο με τα αποτελέσματά του.
Η στάση μας είναι αυτό που αλλάζουν, όχι η τάξη και ο ρους του
κόσμου. Ο επικουρισμός και ο στωικισμός γνώρισαν τεράστια επιτυχία, που
ξεπέρασε την Αρχαιότητα. Αν παρά τις αντιθέσεις τους, τους συνδέουμε, είναι
γιατί αποτελούν παραλλαγές στο ίδιο θέμα, παραδέχονται το ίδιο είδος απόλυτου,
απρόσωπου και ενυπάρχοντος.
Πρεσβεύουν
ότι η φιλοσοφία δεν είναι παρά ένας τρόπος ζωής, ευτυχισμένης ζωής. Το
θεωρητικό κομμάτι δεν είναι παρά ένα μέσον. «Η φιλοσοφία διδάσκει πώς να
πράττει κανείς, όχι πως να μιλάει», λέει ο Σενέκας. «Μάταιος ο λόγος του
φιλοσόφου, αν δεν καταφέρει να θεραπεύσει τον πόνο της ψυχής», υποστηρίζει ένα
επικούρειο απόφθεγμα.
Ο στωικισμός.- Καλύπτοντας έξι αιώνες περίπου από τον
Ζήνωνα τον Κιτιέα (332-262 π.Χ.) μέχρι τον Μάρκο Αυρήλιο (121-180 μ.Χ.), μέσω
του Κλεάνθη, του Σενέκα και του Επίκτητου, ο στωικισμός παρουσιάζει, υπό την
ίδια ονομασία (στοά από τη στοά των
Αθηνών), τη θεμελιώδη ενότητα μιας τυπικής στάσης. Το να είναι κανείς φιλόσοφος
σημαίνει ότι έκανε αρχικά μια αποφασιστική επιλογή, που αφορά το είδος του
ανθρώπου που θέλει να είναι. Από κει κι έπειτα, όλα συνδέονται: η φιλοσοφία
συγκρίνεται μ’ ένα αβγό του οποίου το κέλυφος είναι η λογική, το ασπράδι η
ηθική, ο κρόκος η φυσική.
Η βασική ιδέα του στωικισμού είναι ότι η Φύση
είναι όλη η πραγματικότητα, στην οποία τα πάντα επανέρχονται αενάως στο Ίδιο. Αυτό
ακριβώς το Ίδιο είναι η Ζωή του κόσμου με την οποία συνδέονται όλα τα στοιχεία.
Καθώς οι αιτίες και τα αποτελέσματα συνδέονται αδιάρρηκτα, νόμος του κόσμου
είναι το Πεπρωμένο.
Αυτή η φυσική είναι
και θεολογία, γιατί αν όλα είναι το σε Ίδιο, ο περί των θεών λόγος είναι
ταυτόσημος με τον λόγο περί φύσεως. Δεν πρέπει λοιπόν να παρεξηγούμε τις
υπέροχες επικλήσεις ενός Κλεάνθη προς τον Δία, στο πρόσωπο του οποίου θα
μπαίναμε στον πειρασμό να αναγνωρίσουμε τον Θεό του ιουδαιο-χριστιανικού
μονοθεϊσμού. «Ο Θεός» είναι το σύνολο του θεϊκού που είναι παρόν μέσα στον
κόσμο, και όχι συγκεκριμένα κάποιος. Είτε τον ονομάζουμε Αναγκαιότητα, Λόγο (αρχή του νοητού) είτε Πνεύμα (που
δίνει ζωή), τα πάντα συμβαίνουν σύμφωνα με τους παγκόσμιους νόμους της φύσης,
που είναι το Πεπρωμένο και η Πρόνοια.
Ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα φυσικό ον
ανάμεσα σε άλλα, διαφέρει
απλά γιατί είναι το μόνο θνητό ον που διαθέτει λογική, γιατί η ψυχή του είναι
ένα μικρό μέρος του παγκόσμιου Λόγου.
Αυτός ο χαρακτήρας προέτρεψε τους στωικούς να αναπτύξουν μια λογική της σχέσης
που πολλοί σύγχρονοι θα ανακαλύψουν με μεγάλο ενδιαφέρον.
Αυτή η θέση του ανθρώπου στο Ενιαίον Όλον του
υπαγορεύει τον κανόνα συμπεριφοράς του: να ζει σύμφωνα με τη Φύση, σε πλήρη
αρμονία μαζί της. Μέρος του
κόσμου, ο άνθρωπος που διέπεται από το Λόγο,
θα πρέπει να πράττει, μέσα σε ένα κόσμο που διέπεται από το Πεπρωμένο, έτσι
ώστε να δημιουργεί μια συμφωνία. Γιατί
να θέλει κανείς τον κόσμο ως έχει αντί να τον αλλάξει; Γιατί είναι θείος. Όπως ο Θεός χαρακτηρίζεται από την αταραξία
του, ο σοφός πρέπει να τη δημιουργήσει μέσα του: είναι η απάθεια. Η συμφωνία με τη Φύση προκαλεί την ευτυχία γιατί
πραγματώνει την ενότητα της ζωής και του ατόμου κάτω από τον κανόνα της
λογικής, ο οποίος συμφωνεί με τη Φύση. Τπ’ αυτή την έννοια ο άνθρωπος ολοκληρώνει τη Φύση.
Αλλά ο στωικισμός δεν μπορεί να θεωρηθεί μοιρολατρία.
Μπορεί το πεπρωμένο να μην εξαρτάται από
μας, όμως εμείς δεχόμαστε η απορρίπτουμε.
Δεν εξαρτάται από μας να γεννηθούμε από τη Φύση και να επιστρέφουμε σε αυτήν-
πράγμα που ονομάζεται «πεθαίνω». Δεν εξαρτάται από μας αν θα είμαστε σκλάβοι,
όπως ο Επίκτητος, ή αυτοκράτορες, όπως ο Μάρκος Αυρήλιος. Αυτό όμως που εξαρτάται από
μας είναι τι κάνουμε με ό,τι δεν εξαρτάται από μας. Ο στωικισμός πρεσβεύει
εδώ μια απόλυτη, άνευ όρων ελευθερία. Όπως ακριβώς δεν μπορούμε να κάνουμε τον
αέρα να φυσά, αλλά να τον χρησιμοποιήσουμε στα πανιά μας, έτσι μπορούμε να μην
ανησυχούμε για το θάνατο μας, ή να αγνοούμε ό,τι ταλαιπωρεί το σώμα μας. Ο
σοφός μπορεί να επιλέξει να πεθάνει αδιαμαρτύρητα να τείνει το κεφάλι όταν ο
Νέρωνας τον καταδικάζει σε αποκεφαλισμό, να το τείνει ακόμα μια φορά όταν ο
δήμιος αποτυγχάνει με την πρώτη. Καμία δύναμη στον κόσμο δεν μπορεί να τον
υποχρεώσει να αποδεχτεί μια εσφαλμένη πρόταση, αν δεν το θέλει.
Ο στωικισμός είναι όντως ένας
αθλητισμός της αρετής. Η αρετή
είναι το Καλό γιατί είναι δύναμη. Γι’ αυτό όλες οι αρετές δεν είναι παρά μία: το να είσαι καλός, φιλαλήθης,
ωραίος, ελεύθερος, αξιαγάπητος, σοφός, ιερέας, προφήτης, θεϊκός, όλα είναι ένα.
Συσχετικά, καθώς το ελάττωμα είναι αδυναμία, δεν υπάρχουν βαθμίδες στα
λάθη: πνίγεται κανείς το ίδιο καλά σε μισό μέτρο νερό όσο και σε μια άβυσσο.
Κάθε παράπτωμα της θέλησης είναι ένα κακό.
Ποια άλλη ανταμοιβή από την αρετή μπορεί να
περιμένει ο σοφός; Καμία.
Δεν υπάρχει ούτε Πολιτεία εκεί ψηλά, ούτε προσωπική επιβίωση μετά το θάνατο. Ο σοφός είναι επαρκής. Έχοντας επιτύχει την πλήρη συμφωνία με τον
εαυτό του, είναι ευτυχισμένος. Το εγχείρημα μπορεί να φαίνεται πολύ
δύσκολο, όμως μπορούμε να κάνουμε τον σοφό πρότυπο και την ενάρετη πράξη
καθήκον, και να δώσουμε έτσι στον εαυτό μας τα μέσα να μιμηθεί τη σοφία.
Dominique Folscheid,
Οι μεγάλες φιλοσοφίες
(ΤΟ ΒΗΜΑ γνώση, 2006, σελ. 26-28)
http://axia-logou.blogspot.gr/