Μέσης ηλικίας, καλοδιατηρημένη, η πωλήτρια στον φούρνο φορούσε κατακόκκινα κερατάκια, όμως οι μαύρες σκέψεις που με κυνηγούσαν δεν με άφησαν να μοιραστώ την καταφανώς χριστουγεννιάτικη χαρά της. Διότι λίγο πριν περνώντας από το Σύνταγμα είχα δει τη ρόδα. Ηταν ακίνητη, αλλά ήταν εκεί. Μια σκέτη απειλή στην ψυχική μου ηρεμία, την αξιοπρέπειά μου, την, πώς να την πω, δις πατρική υπερηφάνειά μου. Το ομολογώ. Πάσχω από υψοφοβία. Σιχαίνομαι τα ύψη. Τα φοβάμαι περισσότερο κι από τον θάνατο. Θέλω να πω ότι δεν μπορώ με τίποτε να σκεφτώ την ενδεχόμενη, μακριά από μένα, αυτοχειρία μου πηδώντας από ψηλά. Θα αποτύχω, διότι θα φοβηθώ να πλησιάσω ώς το περβάζι ή το κάγκελο.
«Παππού, πότε θα με πας στη ρόδα;» φαντάστηκα τη φωνή του εγγονού μου και το μέλλον σκοτείνιασε. Δεν μας φτάνουν τα μνημόνια, τώρα έχουμε και τη ρόδα. Και επειδή δεν μπορώ να του το αρνηθώ, τι θα κάνω όταν βρεθώ εκεί ψηλά; Κολλημένος στο τοίχωμα, με τα μάτια κλειστά, κάτωχρος και με αρρυθμία, θα το τρομάξω το παιδί την ώρα που θα απολαμβάνει τη θέα, τα Δαρδανέλια από τη μία, το Σουέζ με λίγο από Πετραία Αραβία απ’ την άλλη. «Δες, παππού, πόσο μικρή είναι η μαμά εκεί κάτω!». Πού να σκύψω να δω; Ασε που στην Ελλάδα είμαστε και είσαι μάλλον βέβαιος πως μόλις το βαγονέτο σου φτάσει στην κορυφή θα γίνει διακοπή ηλεκτρικού. Ευτυχώς έχουν γεννήτρια. «Ναι, αλλά η γεννήτρια δεν λειτουργεί όταν έχει πάνω από τριάντα βαθμούς και μ’ αυτόν τον καύσωνα ξέρετε, μηχάνημα είναι κι αυτό. Εχει τις προδιαγραφές του». Ολα στη ζωή είναι ζήτημα προδιαγραφών και οι δικές μου δεν είναι για τα ύψη.
Παλεύοντας να γλιτώσω από το ενδεχόμενο ρεζίλεμα στα μάτια του εγγονού μου, το μυαλό μου, δουλεύοντας πυρετωδώς, ανέσυρε σκηνές κάπως πιο ένδοξες. Εκείνη την περίφημη στη ρόδα του Πράτερ, στη Βιέννη, όπου συναντιούνται επιτέλους οι δύο φίλοι, ο ένας, ο «κακός» Ορσον Ουέλς, και ο άλλος, ο «καλός» Τζόζεφ Κότεν. Μετά το τέλος του Β΄ Πολέμου ο Ουέλς πουλάει νοθευμένα φάρμακα και ο Κότεν, συγγραφέας επιτυχημένων ουέστερν, τον ψάχνει στη Βιέννη που κατέχουν οι σύμμαχοι. Εκεί ψηλά στη ρόδα, ο Ουέλς κάποια στιγμή ανοίγει την πόρτα του βαγονέτου, ακούγεται αέρας και λες τώρα θα τον γκρεμίσει τον άλλον στο κενό. Η συνέχεια επί της οθόνης. Προς το παρόν, αρκεστείτε στον τρόμο του ύφους και του κενού. Μιλάω, εννοείται, για τον «Τρίτο άνθρωπο» που έγραψε ο Γκράχαμ Γκριν και κινηματογράφησε ο Κάρολ Ριντ.
Σημειώνω ότι πέρασα κοντά δέκα χρόνια στο Παρίσι και ανέβηκα μία και μοναδική φορά στον πρώτο όροφο του Πύργου του Αϊφελ και όταν κατέβηκα ήπια δύο απανωτά ουίσκι για να συνέλθω. Το ίδιο και στο Empire State. Κι ένας από τους λόγους που, παρά τα προβλήματά της, συμπαθώ την Αθήνα είναι ότι δεν σε φέρνει σε δύσκολη θέση με τα ύψη. Ως την ημέρα που εμφανίστηκε εκείνη η ρόδα του διαβόλου στο Σύνταγμα κι έχασα τον ύπνο μου με την ιδέα και μόνον ότι μια μέρα ο εγγονός μου θα μου ζητήσει να ανέβουμε εκεί πάνω.
Και μη μου πείτε ότι ασχολούμαστε με τη ρόδα λες και έχουμε λύσει όλα μας τα προβλήματα. Οχι, αγαπητοί. Διότι η εγκατάσταση μιας ρόδας μπορεί να αλλάξει τη ζωή της πόλης. Μην ξεχνάμε ότι η πρώτη τεχνολογική επανάσταση ήταν ο τροχός. Και αν δεν τα καταφέραμε αυτή τη φορά, είμαι σίγουρος ότι η εφευρετικότητά μας και η ευφυΐα μας δεν θα το βάλουν κάτω. Και αν δεν τα καταφέρουμε με τη δεύτερη, θα είναι με την τρίτη.
http://www.kathimerini.gr