Ξαναδιάβασα έπειτα από χρόνια τα δύο κείμενα
που προγραμμάτισαν την αγιοποίηση του Μακρυγιάννη, κείμενα ιδρυτικά του
«Μακρυγιαννισμού». Είναι το κείμενο του Γιώργου Θεοτοκά που γράφτηκε το
1941 και βρίσκεται στη συλλογή «Πνευματική Πορεία» και η περίφημη ομιλία
του Σεφέρη στο Κάιρο το 1943 που περιλαμβάνεται στον πρώτο τόμο των
«Δοκιμών». Το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι και οι δύο αναζητούν τα θεμέλια
του ελληνικού πεζού λόγου. «Ο Μακρυγιάννης εντάσσεται σε μια οργανική
εξέλιξη του πεζού ύφους που σημειώθηκε τα τελευταία χρόνια», γράφει ο
Θεοτοκάς. «Ενα πολύ σημαντικό βιβλίο, ίσως επειδή ήταν αγράμματος»,
σημειώνει ο Σεφέρης. Απορίας άξιον, βέβαια, πώς δύο από τους πιο
διανοούμενους συγγραφείς της γραμματείας μας αναγνωρίζουν ως μείζονα
αρετή την αγραμματοσύνη. Και μάλιστα την τοποθετούν στον πυρήνα της
αγνότητας και της ειλικρίνειας της λαϊκής ψυχής που θεωρούν ότι ο
στρατηγός εκφράζει με τόση καθαρότητα.
Μάλλον δεν μπορούσαν να προβλέψουν πως στις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα η αγραμματοσύνη θα γινόταν η σκουριά που θα έτρωγε και το μέταλλο της λαϊκής ψυχής και την ίδια τη συγκρότηση της ελληνικής κοινωνίας. Κι ότι ο Μακρυγιάννης θα μετατρεπόταν σε ιδεολογικό ταγό του πασοκισμού, μιας ολόκληρης νοοτροπίας που ξεπερνά τα όρια του πολιτικού κόμματος που τον έφερε στην εξουσία. «Μόνον να γράφεις τ’ όνομά σου κι εκείνο το’ μαθες μισό» – έτσι ξεκινά ο ύμνος.
Το ίδιο το κείμενο του Στρατηγού ποτέ δεν με γοήτευσε. Είχε όμως το ταλέντο της έκφρασης και αυτό του επέτρεψε να φέρει «ες μέσον» μια ελληνική ταυτότητα που επηρέασε τις δεκαετίες της Μεταπολίτευσης και εξακολουθεί να είναι ενεργή. Με εντυπωσιάζει, για παράδειγμα, ότι δεν βρίσκει να πει έναν καλόν λόγο για κανέναν.
Αναγνωρίζω στην απέχθειά του για τον Μαυροκορδάτο τις ρίζες της απαξίωσης των ελίτ που στα χρόνια της Μεταπολίτευσης ταυτίστηκε με τη Δημοκρατία. «Ελίτες» τις αποκαλούσε ο Αείμνηστος. Η αντίδρασή του στη Βαυαροκρατία θεμελίωσε την πίστη ότι όλοι κατατρέχουν την Ελλάδα και κοιτάνε να την εκμεταλλευθούν. Πίστη που συμβαδίζει με την ιδεοληψία της μόνιμης αδικίας – πυρήνας του αφηρωισμού της ήττας και της εθνικής μας κλάψας. Δεν χρειάζεται να πω ότι η πίστη αυτή αποτελεί μια σταθερά της συλλογικής ψυχής μας που φτάνει ώς τα χρόνια της κρίσης. Ο,τι ξένο είναι εκ προοιμίου ύποπτο. Η Ελλάδα είναι καταδικασμένη να φοβάται τον κόσμο στον οποίον ζει.
Τον θυμήθηκα τον Μακρυγιάννη αυτές τις μέρες με αφορμή την τραγελαφική συζήτηση για την ψήφο των εκτός συνόρων Ελλήνων. Η πιο πρόσφατη εκδοχή της περίφημης διαμάχης ανάμεσα στους αυτόχθονες και στους ετερόχθονες. Ηταν το 1844 στην Εθνοσυνέλευση και το θέμα ήταν το δικαίωμα διορισμού στις υπηρεσίες του κρατιδίου – βλέπετε έχουμε σταθερές αξίες, και τότε όπως και τώρα τσακωνόμαστε για τους διορισμούς στο Δημόσιο. Ο Μακρυγιάννης με τον Παλαμήδη υποστήριζαν ότι δικαίωμα διορισμού είχαν μόνον όσοι προέρχονταν απ’ τις απελευθερωμένες περιοχές, οι αυτόχθονες, άνθρωποι αγράμματοι ως επί το πλείστον και εντελώς ακατάλληλοι για να ασκήσουν διοίκηση σε ένα κράτος που ήθελε να γίνει σύγχρονο. Απέναντί τους ο Κωλέττης που υποστήριζε ότι δικαίωμα έχουν όλοι οι Ελληνες, από όπου κι αν προέρχονται. Ξέρουμε τόσους και τόσους που αποκλείστηκαν προσφάτως από το ελληνικό πανεπιστήμιο κι ας είχαν διαπρέψει «στα ξένα». Θυμίζω ότι δεν διόριζαν τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο επειδή ήταν Κωνσταντινουπολίτης.
Στη συζήτηση για την ψήφο των εκτός συνόρων Ελλήνων δεν ενδιαφέρουν τα τεχνικά προσχήματα. Ενδιαφέρουν τα επιχειρήματα. «Θα αλλοιωθεί το εκλογικό σώμα. Ανθρωποι που έχουν ζήσει τόσα χρόνια εκτός Ελλάδος πώς μπορούν να αποφασίσουν για την Ελλάδα;». Πόσος «Μακρυγιαννισμός» κρύβεται σ’ αυτήν τη στάση;
Κυρίως δε ο φόβος απέναντι σε ένα κομμάτι του ελληνισμού που ξέρει πώς είναι ο κόσμος έξω απ’ τα όρια του μικροχώραφου. Ο Μακρυγιάννης έφτιαξε την Ελλάδα του μικροχώραφου, μια Ελλάδα που της φτάνει να μάθει τόσα γράμματα όσα χρειάζονται για να εκφράσει την αδικία της και τον πόνο της.
Και για να προλάβω όσους είναι έτοιμοι να με αποκαλέσουν βέβηλο. Ο Μακρυγιάννης ήταν αυτός που ήταν. Πολέμησε, τραυματίστηκε, έγραψε, τρελάθηκε. Το πρόβλημα δεν είναι ο Μακρυγιάννης. Το πρόβλημα είναι ο «Μακρυγιαννισμός», η Ελλάδα κλεισμένη στον εαυτό της που βλέπει με καχυποψία τον κόσμο γύρω της. Η Ελλάδα της κακομοιριάς – φίλος μου θύμισε τις υπέροχες εκπομπές του Γ΄ Προγράμματος όπου ο Τζίμης Πανούσης διαβάζει Μακρυγιάννη και αποδίδει με ακρίβεια το μισοκακόμοιρο ύφος του κειμένου.
Ο «Μακρυγιαννισμός» δεν είναι πολιτική ιδεολογία. Είναι κοινωνικό σύνδρομο.
https://www.kathimerini.gr
Μάλλον δεν μπορούσαν να προβλέψουν πως στις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα η αγραμματοσύνη θα γινόταν η σκουριά που θα έτρωγε και το μέταλλο της λαϊκής ψυχής και την ίδια τη συγκρότηση της ελληνικής κοινωνίας. Κι ότι ο Μακρυγιάννης θα μετατρεπόταν σε ιδεολογικό ταγό του πασοκισμού, μιας ολόκληρης νοοτροπίας που ξεπερνά τα όρια του πολιτικού κόμματος που τον έφερε στην εξουσία. «Μόνον να γράφεις τ’ όνομά σου κι εκείνο το’ μαθες μισό» – έτσι ξεκινά ο ύμνος.
Το ίδιο το κείμενο του Στρατηγού ποτέ δεν με γοήτευσε. Είχε όμως το ταλέντο της έκφρασης και αυτό του επέτρεψε να φέρει «ες μέσον» μια ελληνική ταυτότητα που επηρέασε τις δεκαετίες της Μεταπολίτευσης και εξακολουθεί να είναι ενεργή. Με εντυπωσιάζει, για παράδειγμα, ότι δεν βρίσκει να πει έναν καλόν λόγο για κανέναν.
Αναγνωρίζω στην απέχθειά του για τον Μαυροκορδάτο τις ρίζες της απαξίωσης των ελίτ που στα χρόνια της Μεταπολίτευσης ταυτίστηκε με τη Δημοκρατία. «Ελίτες» τις αποκαλούσε ο Αείμνηστος. Η αντίδρασή του στη Βαυαροκρατία θεμελίωσε την πίστη ότι όλοι κατατρέχουν την Ελλάδα και κοιτάνε να την εκμεταλλευθούν. Πίστη που συμβαδίζει με την ιδεοληψία της μόνιμης αδικίας – πυρήνας του αφηρωισμού της ήττας και της εθνικής μας κλάψας. Δεν χρειάζεται να πω ότι η πίστη αυτή αποτελεί μια σταθερά της συλλογικής ψυχής μας που φτάνει ώς τα χρόνια της κρίσης. Ο,τι ξένο είναι εκ προοιμίου ύποπτο. Η Ελλάδα είναι καταδικασμένη να φοβάται τον κόσμο στον οποίον ζει.
Τον θυμήθηκα τον Μακρυγιάννη αυτές τις μέρες με αφορμή την τραγελαφική συζήτηση για την ψήφο των εκτός συνόρων Ελλήνων. Η πιο πρόσφατη εκδοχή της περίφημης διαμάχης ανάμεσα στους αυτόχθονες και στους ετερόχθονες. Ηταν το 1844 στην Εθνοσυνέλευση και το θέμα ήταν το δικαίωμα διορισμού στις υπηρεσίες του κρατιδίου – βλέπετε έχουμε σταθερές αξίες, και τότε όπως και τώρα τσακωνόμαστε για τους διορισμούς στο Δημόσιο. Ο Μακρυγιάννης με τον Παλαμήδη υποστήριζαν ότι δικαίωμα διορισμού είχαν μόνον όσοι προέρχονταν απ’ τις απελευθερωμένες περιοχές, οι αυτόχθονες, άνθρωποι αγράμματοι ως επί το πλείστον και εντελώς ακατάλληλοι για να ασκήσουν διοίκηση σε ένα κράτος που ήθελε να γίνει σύγχρονο. Απέναντί τους ο Κωλέττης που υποστήριζε ότι δικαίωμα έχουν όλοι οι Ελληνες, από όπου κι αν προέρχονται. Ξέρουμε τόσους και τόσους που αποκλείστηκαν προσφάτως από το ελληνικό πανεπιστήμιο κι ας είχαν διαπρέψει «στα ξένα». Θυμίζω ότι δεν διόριζαν τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο επειδή ήταν Κωνσταντινουπολίτης.
Στη συζήτηση για την ψήφο των εκτός συνόρων Ελλήνων δεν ενδιαφέρουν τα τεχνικά προσχήματα. Ενδιαφέρουν τα επιχειρήματα. «Θα αλλοιωθεί το εκλογικό σώμα. Ανθρωποι που έχουν ζήσει τόσα χρόνια εκτός Ελλάδος πώς μπορούν να αποφασίσουν για την Ελλάδα;». Πόσος «Μακρυγιαννισμός» κρύβεται σ’ αυτήν τη στάση;
Κυρίως δε ο φόβος απέναντι σε ένα κομμάτι του ελληνισμού που ξέρει πώς είναι ο κόσμος έξω απ’ τα όρια του μικροχώραφου. Ο Μακρυγιάννης έφτιαξε την Ελλάδα του μικροχώραφου, μια Ελλάδα που της φτάνει να μάθει τόσα γράμματα όσα χρειάζονται για να εκφράσει την αδικία της και τον πόνο της.
Και για να προλάβω όσους είναι έτοιμοι να με αποκαλέσουν βέβηλο. Ο Μακρυγιάννης ήταν αυτός που ήταν. Πολέμησε, τραυματίστηκε, έγραψε, τρελάθηκε. Το πρόβλημα δεν είναι ο Μακρυγιάννης. Το πρόβλημα είναι ο «Μακρυγιαννισμός», η Ελλάδα κλεισμένη στον εαυτό της που βλέπει με καχυποψία τον κόσμο γύρω της. Η Ελλάδα της κακομοιριάς – φίλος μου θύμισε τις υπέροχες εκπομπές του Γ΄ Προγράμματος όπου ο Τζίμης Πανούσης διαβάζει Μακρυγιάννη και αποδίδει με ακρίβεια το μισοκακόμοιρο ύφος του κειμένου.
Ο «Μακρυγιαννισμός» δεν είναι πολιτική ιδεολογία. Είναι κοινωνικό σύνδρομο.
https://www.kathimerini.gr