Κώστας Μιχαηλίδης
Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν την ανθρώπινη απληστία, το πάθος να θέλει κανείς να έχει όσο το δυνατό περισσότερα, πλεονεξία. Αυτό το πάθος ιδιάζει στον άνθρωπο και δεν είναι απλώς η εκδήλωση μιας ορμής, η τάση για ικανοποίηση μιας ανάγκης. Η φύση έχει το δικό της ρυθμό, που παίρνει τη μορφή μιας ανακύκλησης : πείνα-χορτασμός-πείνα κ.ο.κ. Όμως αυτή η περιοδικότητα κινείται πάντα μέσα σε όρια, που τα χαράζει η έκταση και το είδος της ανάγκης, που ζητά ικανοποίηση. Αντίθετα το πάθος της πλεονεξίας δεν έχει όρια. Αυτός, που κατέχεται από το πάθος να έχει όλο και περισσότερα, είναι ο αιώνια ανικανοποίητος. Γι' αυτό και η πλεονεξία ξεπερνά τον φυσικό ρυθμό και είναι εξ αρχής ένα πάθος μεταφυσικό. Όσο παράδοξο κι' αν φαίνεται, όμως η πηγή της πλεονεξίας βρίσκεται στον μεταφυσικό πόθο του ανθρώπου προς το απεριόριστο.
Όλη η ζωή μας είναι χαραγμένη μέσα σε πέρατα : η μέρα και η νύχτα, ο μόχθος και η ανάπαψη, ο λόγος και η σιωπή, ο ύπνος και ο ξύπνος, η ζωή και ο θάνατος. Κι' όμως βιώνουμε τα πέρατα αυτά μέσ' από τη συνείδηση του απέραντου, γιατί ζούμε τον κύκλον αυτόν και συγχρόνως αναρωτιόμαστε, τι να σημαίνει αυτός ο κύκλος —τι βρίσκεται πριν και περ' απ' αυτόν τον κύκλο. Αυτό το πριν και πέρα είναι όμως για μας κάτι απέραντο, θα λέγαμε απόλυτο. Αυτό το απόλυτο δεν είναι ένα θεωρητικό ερώτημα μόνο, είναι μια έγνοια για το ίδιο το είναι, που μας θεμελιώνει, είναι θέμα υπάρξεως. Τι είναι όμως η πλεονεξία άλλο παρά μια διαρκής υπέρβαση των ορίων μας στη διάσταση του έχειν; Δεν μας αρκούν αυτά, που έχουμε, θέλουμε να έχουμε ολοένα και περισσότερα αγαθά, γνώσεις, εξουσία, φίλους, φήμη κτλ. Αυτό το ολοένα και περισσότερο, το πλέον έχειν, είναι όμως μια κατάσταση οδυνηρή, γιατί είναι μια διαρκής υπέρβαση του ορίου του έχειν, που μας αφήνει εκτεθειμένους στο μη έχειν. Ο πλεονέκτης ζει σε μεγάλη ένταση, όσα κι αν έχει, το πάθος της ανέχειας και την αθλιότητά της, που την νοιώθει σαν στέρηση, γιατί όσο μεγάλο κι αν είναι το έχειν του η ανέχειά του είναι απεριόριστη.
Πώς μπορεί όμως τούτο να είναι ένα μεταφυσικό πάθος;
Ακριβώς γιατί μας φέρνει σε επικοινωνία με το απεριόριστο.
Το απεριόριστο, το άπειρον, όπως το είπαν οι αρχαίοι, είναι μια άλλη όψη του απολύτου, γιατί και το απόλυτο είναι αυτό, που ξεπερνά κάθε όριο, που θεμελιώνει κάθε τι το πεπερασμένο χωρίς να είναι πεπερασμένο. Διψώντας μεταφυσικά το απόλυτο ο άνθρωπος, που κατέχεται από το πάθος της πλεονεξίας, αρπάζεται από το απεριόριστο και στην προκειμένη περίπτωση από ένα ποσοτικά απεριόριστο. Το περισσότερο —το πλέον— είναι ακριβώς αυτή η διαρκής ποσοτική αναίρεση του ορίου, που οδηγεί στη ματαίωση. Είναι το πάθος του Δον Ζουάν, που δεν σταματά σ' έναν έρωτα αλλά κυνηγά αδιάκοπα έναν άλλο, το πάθος του Φάουστ, που δεν ησυχάζει με καμιά γνώση γιατί θα ήθελε να γνωρίζει όλο και περισσότερα, το πάθος του τυράννου, που θέλει να εξουσιάζει τα πάντα.
Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν το πάθος αυτό προς το απεριόριστο ύ β ρ ι ν και ο Πλάτων στον «Φίληβό» του μιλά χαρακτηριστικά για την «πονηρία» της έλλειψης ενός πέρατος στις ηδονές και πλησμονές και την ανάγκη παρουσίας του μέτρου, που απεργάζεται όλα τα ωραία πράγματα, την ομορφιά, την υγεία, τις ώρες του χρόνου και την μουσική. (Φίληβος 26-26 β).
Υποκαθιστώντας το απόλυτο, που διαφέρει από το πεπερασμένο ποιοτικά, με το απεριόριστο, που υπερβαίνει μόνο ποσοτικά το πεπερασμένο, ο πλεονέκτης τοποθετεί στη θέση του θεού ένα χιμαιρικό είδωλο, που φεύγει ασταμάτητα.
Η κτήση δίνει στον ιδιοκτήτη την εντύπωση μιας μονιμότητας μέσα στην ροϊκότητα της ζωής και την ψευδαίσθηση, ότι όσο περισσότερα έχει τόσο περισσότερη μονιμότητα και σιγουριά εξασφαλίζει. Πίσω λοιπόν από το πάθος της πλεονεξίας κρύβεται διεστραμμένο το πάθος της σωτηρίας και της αθανασίας. Ποθώντας να σώσουμε τον εαυτό μας και να κερδίσουμε την αθανασία, επειδή δεν μπορούμε να είμαστε ο εαυτός μας, αρπαζόμαστε από τα πράγματα και μεταθέτουμε τη δίψα για αιωνιότητα και την οικείωση με την μεταφυσική πηγή της ζωής σε μια μανία προσοικειώσεως των πραγμάτων, που, ενώ τα κατέχουμε, στην ουσία μάς κατέχουν. Η αθλιότητα της πλεονεξίας δεν βρίσκεται μόνο στην υποκατάσταση του μεταφυσικού πόθου με ένα ειδωλολατρικό πάθος αλλά και στην δουλεία που συνεπάγεται το πάθος αυτό. Ο κτήτορας-εξουσιαστής είναι στο βάθος ένας υπηρέτης αυτών που εξουσιάζει. Ζούμε σήμερα σε μια κοινωνία, που θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε, όπως και ο R. Η. Tawney κτητική (the aquisitive society). Αυτή η κοινωνία έχει σαν θεμέλιο της την ιδιοκτησία και την δύναμη, που προέρχεται απ' αυτήν. Σε μια τέτοια κοινωνία, αυτό που έχεις, προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμό αυτό που είσαι. Το έχω όμως εδώ δεν χρησιμοποιείται μόνο με την έννοια της κατοχής χρημάτων η παραγωγικών αγαθών αλλά και με την έννοια της κατοχής προσώπων, θέσεων, τίτλων, ιδεών. Είσαι κάτι., γιατί έχεις όχι μόνο γη, σπίτια, επιχειρήσεις αλλά και γιατί έχεις ένα όνομα, μια θέση, μιαν επιρροή πάνω στους άλλους, γιατί έχεις ή αντιπροσωπεύεις ορισμένες ιδέες. Η κατοχική εξουσία απλώνεται έτσι ασυνείδητα πολλές φορές από τα πράγματα πάνω στα πρόσωπα και μεταβάλλει τα πρόσωπα σε πράγματα, που βρίσκονται σε μεγαλύτερο η μικρότερο βαθμό κάτω από την κτήση μας.
Ζώντας τις άξιες μιας κτητικής κοινωνίας ταυτίζουμε αυτό που είμαστε μ' αυτό που έχουμε και ζούμε, χωρίς να το γνωρίζουμε, μια μεταμόρφωση και μιάν αλλοτρίωση του είναι μας. Αν το κτητικό έχειν σημαίνει τη σχέση του εαυτού μου προς κάτι, που είναι έξω από τον εαυτό μου, όσο περισσότερο ο τόνος μετατίθεται πάνω στην κτήση, τόσο περισσότερο η έμφαση πέφτει όχι πάνω στον εαυτό μου όσο πάνω στο αντικείμενο. Η αναφορικότητα βρίσκεται προς τα έξω —προς το άλλο, που ποθούμε και θέλουμε να κατέχουμε. Αυτό το άλλο έρχεται όμως έτσι να μας καθορίσει και να μας αλλοτριώσει και η αθλιότητα της αλλοτρίωσης αυτής έγκειται στη συνθλιβή του εαυτού μας από τα πράγματα. Είναι η κατάσταση, στην οποία περιπίπτει ο ενοικιαστής στο ομώνυμο έργο του Ιονέσκο, που γεμίζει το χώρο με τα πράγματα, που του ανήκουν, στο βαθμό που ο ίδιος κλείνεται μέσα στα πράγματα και ασφυκτιά κάτω από την πίεσή τους. Το άγχος όμως που προκαλεί ο πνιγμός αυτός εύκολα μετατίθεται προς το αντικείμενο και γίνεται φόβος. Ό πλεοναστικός πόθος της σωτηρίας και της αύξησης των κατεχομένων κατατρύχεται από το φόβο της απώλειάς τους. Κι όσο μεγαλύτερος είναι ο πόθος τόσο μεγαλύτερος είναι ο φόβος. Και τούτο γιατί η σωτηρία και ο πλεονασμός μεταφέρονται σε κάτι, που βρίσκεται εκτός εαυτού και που είναι από τη φύση του αβέβαιο και φθαρτό.
Μια άλλη έκφραση της αθλιότητας της πλεονεξίας βρίσκεται σ' αυτό που ο Gabriel Marcel ονομάζει σκλήρωση του εαυτού. Την σκλήρωση αυτή σα μια ακαμψία και απολίθωση την βλέπουμε π.χ. στην περίπτωση του φανατισμού. Ο φανατικός προσκολλάται στις ιδέες που έχει σε βαθμό, που ταυτίζει τον εαυτό του μ' αυτές τις ιδέες. Οι ιδέες του είναι ο εαυτός του. Κ' επειδή ο εαυτός του τίθεται πλεονεκτικά πάνω απ' όλα έτσι και οι ιδέες του. Οι ιδέες γίνονται έκφραση της κτητικής υπεροχής του εαυτού μας και αποκτούν μιαν αμετακίνητη αξία. Μπαίνοντας κάτω από την τυραννία των ιδεών του ο φανατικός απονεκρώνει τον εαυτό του, τον κάνει μονολιθικό και μισαλλόδοξο.
Μιλώντας για την κοινωνία της αφθονίας ο Η. Marcuse (Ο μονοδιάστατος άνθρωπος) διαπιστώνει, ότι στις βιομηχανικά ανεπτυγμένες κοινωνίες η παραγωγή αγαθών, που ικανοποιεί τις ανθρώπινες ανάγκες, δεν αποτελεί, όπως θα ανέμενε ο Μάρξ, προϋπόθεση για την ελευθερία του ανθρώπου, αλλά συντελεί με το να δημιουργεί πρόσθετες, επίπλαστες ανάγκες στην υποδούλωση του ανθρώπου. Η υποδούλωση αυτή εκδηλώνεται με δύο τρόπους : σαν ένας ναρκωτικός κατευνασμός, που στηρίζεται στη ψευδαίσθηση μιας ισότητας —όλοι απολαύουν σχεδόν τα ίδια κοινά αγαθά— και σαν ένα ακατάσχετο κυνηγητό εκπλήρωσης περιττών αναγκών, σαν ένα πάθος καταναλωτικό. Στην κοινωνία της αφθονίας ο πλεοναστικός πόθος δεν αποβλέπει στην συντήρηση αυτού που έχουμε, αλλά στην ακατάπαυστη προσοικείωση του νέου, την όσο το δυνατό γρηγορότερή του ανάλωση και την αντικατάστασή του με κάτι νεώτερο με σκοπό πάλι την ανάλωσή του. Σέ μια τέτοια αναστροφή με τον κόσμο τόσο ο ανθρώπινος εαυτός όσο και τα πράγματα αποπροσωποιούνται. Ό καταναλωτής είναι ένας άδειος τόπος, που γεμίζει για να αδειάσει και πάλι, ενώ τα πράγματα υπάρχουν μόνο για χρήση και πέταμα. Και τα δύο χάνουν την ταυτότητα και την μοναδικότητά τους.
Θα μπορούσε να αντιπαρατηρήσει κανείς, πως δίπλα στην αθλιότητα της πλεονεξίας υπάρχει σε καταπληκτικά μεγαλύτερη πληθυσμιακή έκταση η αθλιότητα της ανέχειας, τα εκατομμύρια των ανθρώπων, των οποίων η απλή επιβίωση βρίσκεται κάτω από διαρκή απειλή και των οποίων οι στοιχειώδεις ανθρώπινες ανάγκες (τροφή, στέγη, μόρφωση) μερικά μόνον ή ελάχιστα ικανοποιούνται. Εκείνο όμως που στερούνται οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι το έχειν την ιδιοκτησία, αλλά τούς πόρους ζωής, τις δυνατότητες να υπάρχουν σαν άνθρωποι. Δεν πρόκειται λοιπόν για ανέχεια αλλά για απορία. Ενώ η ανέχεια είναι μια κατάσταση κτητική, είναι δηλαδή η στέρηση της κτήσης, που δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε απειλή της υπάρξεως (αντίθετα μπορεί να συνεπάγεται και αποδέσμευσή της από την εξάρτηση) η απορία είναι μια κατάσταση που απειλεί την ύπαρξη, είναι η έλλειψη πόρων υπάρξεως. Γι' αυτό, ενώ η ανέχεια δεν είναι κάτι απάνθρωπο, η απορία είναι. Αν η κτητική κατάσταση, που εύκολα γίνεται πλεονεκτικό πάθος, οδηγεί στην αλλοτρίωση τού είναι μας, το ερώτημα, που τίθεται, είναι, αν μπορούμε να νοήσουμε το είναι μας δίχως το έχειν ή αν μπορούμε να μετουσιώσουμε το έχειν σε είναι. Μέ την προοπτική αυτή είδαν το πρόβλημα ο Gabriel Marcel (Σχέδιο μιας φαινομενολογίας τού έχειν) και ο Erich Fromm (Να έχεις ή να είσαι). Ο πρώτος βλέπει τη δυνατότητα μετουσιώσεως του έχειν σε είναι, όταν το πρόσωπο δεν κατέχει απλώς τα κτήματά του αλλά δρα δημιουργικά και μετατρέπει την κατάσταση του έχειν σε ενεργητική, προσωπική έκφραση. Είναι η σχέση του κηπουρού, που μοχθεί για τον κήπο του, του μουσικού που παίζει το βιολί του, του επιστήμονα που θέτει σ' ενέργεια το εργαστήρι του κατά την ερευνητική του ζήτηση. Σ' όλες αυτές τις περιπτώσεις αυτό, που έχουμε, δεν είναι κάτι άλλο από μας, που μας καταβροχθίζει, αλλά ο χώρος τής δραστικής, προσωπικής μας παρουσίας. H σχέση μας με το πράγμα είναι σχέση εσωτερικής οικειώσεως. Δεν δεσπόζει εδώ ο κτητικός χαρακτήρας αλλά ο δημιουργικός, δεν προέχει το έχειν αλλά το είναι.
Ο Fromm, αν και δέχεται το υπαρξιακό έχειν, αυτό που μας σπρώχνει σαν υπάρξεις «να έχουμε, να φυλάγουμε, να φροντίζουμε και να χρησιμοποιούμε ορισμένα πράγματα για να επιβιώσουμε» αντιθέτει ριζικά το έχειν προς το είναι θεωρώντας το πρώτο σαν μια κατάσταση παθητική ή φαινομενικά δραστήρια και το δεύτερο σαν την αληθινή έκφρασή τής ανθρώπινης ενεργητικότητας, που πηγάζει ελεύθερα μεσ' από τον άνθρωπο και που χαρακτηρίζεται από την διάθεση προσφοράς.
Αν το έχειν, η κτήση οποιουδήποτε αγαθού, μπορεί να μετουσιωθεί σε είναι, σε μια ενεργητική ανθρώπινη παρουσία, σε ένα «άδειασμα από τον εαυτό μας και τα πράγματα, όπως θα ΄λεγε ο Eckhart, το πλέον έχειν είναι η κατ' εξοχήν αλλοτριώνουσα κατάσταση του έχειν. Και φαίνεται πως κάθε άνθρωπος ζει μέσα του την αμφισβήτηση να μετατρέψει όσο μπορεί αυτό, που έχει, σε μια έκφραση προσωπικής ενέργειας και προσφοράς ή να περιπέσει στο πάθος της πλεονεξίας ζώντας την παράδοξη οδύνη της ανέχειας, που προκαλεί η πλεοναστική ζήτηση.
Στη δεύτερη περίπτωση ο κυνηγός του απεριόριστου τοποθετεί στη θέση του πόθου για σωτηρία, που είναι ένας πόθος μεταφυσικός και βρίσκει την έκφρασή του στην φιλική οικείωση με ό,τι υπάρχει, στην πανάρχαιη φιλότητα, τον πόθο για ασφάλεια, που τον ικανοποιεί συσσωρεύοντας όσο το δυνατό περισσότερα ανασφαλή πράγματα, για να μεταπέσει διαλεκτικά από την ασφάλεια στην ανασφάλεια, από τον έρωτα στον φόβο, που όχι σπάνια ξεσπά σε μια μανία καταστροφής.
Δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό ΕΥΘΥΝΗ, τευχ. 87, Μάρτιος 1979
πηγή: Aντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου