Κώστας Ε. Μπέης
καθηγητής της πολιτικής δικονομίας
στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, δ.ν., δ.φ.
1
Η θεωρία των θεμελιακών δικαιωμάτων
Ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός καυχάται -ευλόγως- για μια μεγάλη κατάκτησή του: το σεβασμό των θεμελιακών δικαιωμάτων του ανθρώπου, ενώπιον των οποίων κάμπτεται η παντοδυναμία του κοινού νομοθέτη. Αυτή είναι η συμβολή του πολιτικού, του δικαιικού και του φιλοσοφικού στοχασμού της δικής μας εποχής στην περαιτέρω προαγωγή του παναθρώπινου πολιτισμού που μας κληροδότησαν οι αιώνες.
Σε δικαιικό επίπεδο τα θεμελιακά δικαιώματα του ανθρώπου διασφαλίζονται έναντι της παντοδυναμίας του νομοθέτη από τα εθνικά Συντάγματα. Το ελληνικό Σύνταγμα ορίζει απεριφράστως ότι “ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας” (Σ 2 § 1). Από αυτήν την κεντρική παραδοχή του Συντάγματος απορρέει το πρωταρχικό θεμελιακό δικαίωμα καθενός “να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, εφ' όσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη” (Σ 5 § 1).
Ο πυρήνας της σύγχρονης ενιαίας ευρωπαϊκής έννομης τάξης έχει κωδικοποιηθεί στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου του 1950 -κοινώς γνωστή ως Σύμβαση της Ρώμης- η οποία, δεν έχει αρκεστεί απλώς σε θεωρητική διακήρυξη των αναγραφόμενων σ' αυτήν θεμελιακών δικαιωμάτων του ανθρώπου, αλλ' έχει εξοπλίσει τη δραστικότητά της με την έκτοτε καθίδρυση του ευρωπαϊκού δικαστηρίου του Στρασβούργου, στο οποίο δικαιούται να προσφύγει κάθε πρόσωπο ή ένωση προσώπων εναντίον εκείνης της κυβέρνησης συμβαλλόμενου ευρωπαϊκού κράτους, του οποίου η νομοθεσία ή τα διοικητικά της όργανα προσέβαλαν θεμελιακό δικαίωμα του προσφεύγοντα. Το δικαστήριο, αν διαπιστώσει την παράβαση, υποχρεώνει την εγκαλούμενη Ε. κυβέρνηση να προσαρμόσει τη νομοθεσία της στις δεσμευτικές διατάξεις της Σύμβασης της Ρώμης και των πρόσθετων πρωτοκόλλων της, ενώ εξ άλλου την καταδικάζει να πληρώσει εύλογη χρηματική ικανοποίηση στο προσφεύγον θύμα της προσβολής.
Αυτός είναι ο πυρήνας της ουσίας και της δραστικότητας της σύγχρονης θεωρίας για τα θεμελιακά δικαιώματα του ανθρώπου.
2
Ο Κρίτων του Πλάτωνα ως απώτερη πηγή της θεωρίαςγια τα θεμελιακά δικαιώματα του ανθρώπου
Ο Adomeit, διαπρεπής καθηγητής της φιλοσοφίας του δικαίου και του εργατικού δικαίου στη Νομική Σχολή της Κολωνίας, έχει τεκμηριωμένα υποστηρίξει ότι απώτερη πηγή της θεωρίας των θεμελιακών δικαιωμάτων είναι η διδασκαλία του Σωκράτη, έτσι όπως αυτή αποτυπώνεται στον Κρίτωνα του Πλάτωνα[2].
Έχω διαβάσει πολλές φορές τον Κρίτωνα. Και ήμουν πάντα με την εντύπωση πως το κεντρικό μήνυμα αυτού του πλατωνικού διαλόγου εξαντλείται στην αποθέωση της φιλοπατρίας, ως αξίας καθ' αυτήν. Όντως ο Σωκράτης είναι πιστός στους νόμους της πατρίδας του, πρόθυμος να υποβληθεί στην επικείμενη θανάτωσή του, στην οποία καταδικάστηκε από το αρμόδιο δικαστήριο κατά τους πάτριους νόμους:
και εν πολέμω και εν δικαστηρίω και πανταχού ποιητέον, ά αν κελεύη η πόλις και η πατρίς[3].
Όμως η υποταγή του Σωκράτη στην κυριαρχία των νόμων δέν είναι τυφλή. Εντάσσεται μέσα στο σιωπηρό κοινωνικό συμβόλαιο, το οποίο έχει καταρτιστεί μ' ελεύθερη βούληση. Έτσι φέρονται οι νόμοι να του θυμίζουν οτι:
ξυνθήκας τας προς ημάς αυτούς και ομολογίας (...) ουχ υπο ανάγκης ομολογήσας, ουδέ απατηθείς, ουδέ εν ολίγω χρόνω αναγκασθείς βουλεύσασθαι, αλλ' εν έτεσιν εβδομήκοντα, εν οίς εξήν σοι απιέναι, ει μή ηρέσκομεν ημείς μηδέ δίκαια εφαίνοντό σοι αι ομολογίαι είναι[4].
Η υποταγή στους νόμους συνιστά λοιπόν, ήδη κατά τη σωκρατική διδασκαλία, την αντιπαροχή του πολίτη για τις υπηρεσίες, τις οποίες συμφωνείται να του προσφέρει η αντισυμβαλλόμενη κρατική εξουσία. Αυτή δε η αντιπροσφορά των νόμων προς τους πολίτες, στο πλαίσιο του καταρτιζόμενου κοινωνικού συμβολαίου, διαρθρώνεται στις ακόλουθες θεμελιακές δεσμεύσεις της πολιτείας, με τ' αντίστοιχα προς αυτές θεμελιακά δικαιώματα των πολιτών:
(α) να μπορεί ο πολίτης ν' αναπτύσσει την προσωπικότητά του, έχοντας ως στόχο την ευδαιμονία, αντί του να σέρνεται -εξουθενωμένος- μέσα στη βιοπάλη:
ου το ζήν (...) αλλά το εύ ζήν[5].
Πρόκειται για το ατομικό δικαίωμα, το οποίο στη δική μας εποχή, κατοχυρώνεται από το προαναφερόμενο άρθρο 5 § 1 Σ.
(β) Να μπορεί ο πολίτης να εκφράζει και να διαδίδει τους στοχασμούς του, καθώς και να συμπράττει στις δημοκρατικές διαδικασίες, διαμέσου των οποίων ασκείται η κρατική εξουσία, κάτι που τότε περιελάμβανε και το δικαίωμα του να συμβάλλει στην αλλαγή και βελτίωση της έννομης τάξης:
δυοίν θάτερα, ή πείθειν ημάς ή ποιείν[6] ά αν κελεύη, και πάσχειν, εάν τι προστάττη παθείν[7].
Πρόκειται για το ατομικό δικαίωμα, το οποίο στη δική μας εποχή κατοχυρώνεται κυρίως από το άρθρο 14 § 1 Σ, που ορίζει οτι “καθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά, γραπτά και δια του τύπου τους στοχασμούς του, τηρώντας τους νόμους τους κράτους”, καθώς και από άρθρα 29 και 51 Σ, που καθιερώνουν τα δικαιώματα για ίδρυση πολιτικών κομμάτων και συμμετοχή σ' αυτά, με το περαιτέρω ειδικότερο δικαίωμα κάθε Έλληνα πολίτη να εκλέγει ή να εκλέγεται διαμέσου αυτών.
Όμως, στο πολίτευμα της άμεσης αθηναϊκής δημοκρατίας, το θεμελιακό τούτο δικαίωμα του πολίτη ήταν πολύ πιό δραστικό απο ό,τι μόνο θεωρητικώς και μόνον απο λίγους μπορεί σήμερα ν' ασκηθεί. Και τούτο, γιατι κατά τους νόμους της αθηναϊκής πολιτείας ίσχυε ο θεσμός της λεγόμενης διαχειροτονίας των νόμων:
των δε νόμων των κειμένων μή εξείναι λύσαι μηδένα, εάν μή εν νομοθέταις. τότε δ' εξείναι τω βουλομένω Αθηναίων λύειν, έτερον τιθέντι ανθ' ότου άν λύη· διαχειροτονίαν δε ποιείν τους προέδρους περι τούτων των νόμων, πρώτον μεν περι του κειμένου, ει δοκεί επιτήδειος είναι τω δήμω τω Αθηναίων ή ού, έπειτα περι του τιθεμένου. Οπότερον δ' άν χειροτονήσωσιν οι νομοθέται, τούτον κύριον είναι[8].
Σ' αυτήν τη διαχειροτονία των νόμων προτρέπονταν και ενθαρρύνονταν οι πολίτες:
επι δε της πρώτης πρυτανείας τη ενδεκάτη εν τω δήμω, επειδάν εύξηται ο κήρυξ, επιχειροτονίαν ποιείν των νόμων[9].
Η εκ μέρους των νομοθετών κατάργηση του ισχύοντα νόμου και η θέσπιση νέου, στη θέση του καταργουμένου, κατ' αποδοχή της σχετικής πρότασης Αθηναίου πολίτη, ονομαζόταν διαχειροτονία, ενώ η επιψήφιση (επικύρωση) του ήδη ισχύοντα νόμου ονομαζόταν επιχειροτονία.
Εξ άλλου, για να εκτιμηθεί αυτός ο άγνωστος στη δική μας εποχή θεσμός, στο πλαίσιο του οποίου ο Αθηναίος πολίτης είχε άμεσο και δραστικό δικαίωμα πρότασης νέων νόμων, θα πρέπει να ληφθεί υπ' όψη οτι η (πεντηκονταμελής και από ενιαία εκάστοτε φυλή προερχόμενη) πρυτανεία, κάτω απο την προεδρία του επιστάτη, είχε ως αποστολή να συγκαλεί τα δυό νομοθετικά σώματα της αθηναϊκής πολιτείας, δηλαδή τη βουλή των (κληρωτών) πεντακοσίων και την εκκλησία του δήμου. Κάθε μιά απο τις δέκα αθηναϊκές φυλές έστελνε τους (κληρωτούς) εκπροσώπους της στην πρυτανεία για τριάντα πέντε ή τριάντα έξι ημέρες (δηλαδή το ένα δέκατο του έτους). Η πρώτη πρυτανεία άρχιζε στις 16 Ιουλίου κάθε χρόνου. Συνακόλουθα η ενδέκατη ημέρα της πρώτης πρυτανείας ήταν η 27η Ιουλίου. Εκείνην την ημέρα ο κήρυκας καλούσε κάθε Αθηναίο πολίτη που το επιθυμούσε να κάνει γραπτή πρόταση για την κατάργηση συγκεκριμένου νόμου που ίσχυε και τη θέσπιση νέου διαφορετικού.
(γ) Να μπορεί ο πολίτης ν' απολαμβάνει τ' αγαθά του τέκνου μέσα σε προστατευόμενη απο τους νόμους οικογένεια, καθώς και τα αγαθά του πολίτη ελεύθερης πολιτείας, και ιδίως να έχει ελεύθερη πρόσβαση στη μόρφωση και στην καλλιέργειά του:
ημείς γαρ σε γεννήσαντες, εκθρέψαντες, παιδεύσαντες, μεταδόντες απάντων ών οίοι τ' ήμεν καλών σοι και τοις άλλοις πάσιν πολίταις[10].
Πρόκειται για τα ατομικά δικαιώματα που στην εποχή μας κατοχυρώνονται απο τα άρθρα 16 (για το δικαίωμα στην εκπαίδευση) και 21 Σ (για την προστασία του γάμου και της οικογένειας).
(δ) Να μπορεί ο πολίτης να εγκαταλείψει τη χώρα του και να εγκατασταθεί οπουδήποτε αλλού στο εξωτερικό, σε τόπο της δικής του ελεύθερης εκλογής:
προαγορεύομεν τω εξουσίαν πεποιηκέναι Αθηναίων τω βουλομένω, επειδά δοκιμασθή και ίδη τα εν τη πόλει πράγματα και ημάς τους νόμους, ώ αν μή αρέσκωμεν ημείς, εξείναι λαβόντα τα αυτού απιέναι όποι αν βούληται υμών εις αποικίαν ιέναι, εί μή αρέσκοιμεν ημείς τε και η πόλις, εάντε μετοικείν άλλοσέ ποι ελθών, ιέναι εκείσε όποι άν βούληται, έχοντα τα αυτού[11].
Πρόκειται για το ατομικό δικαίωμα που στην εποχή μας κατοχυρώνεται από το άρθρο 5 § 4 Σ, που ορίζει οτι “απαγορεύονται ατομικά διοικητικά μέτρα που περιορίζουν σε οποιονδήποτε Έλληνα την ελεύθερη κίνηση ή εγκατάσταση στη χώρα, καθώς και την ελεύθερη έξοδο και είσοδο σ' αυτή”, καθώς και το άρθρο 12 § 1 του Διεθνούς Συμφώνου του ΟΗΕ (του 1966) για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (που έχει κυρωθεί απο την ελληνική βουλή με το ν. 2462/1997), κατά το οποίο “καθένας είναι ελεύθερος να εγκαταλείπει οποιαδήποτεχώρα, συμπεριλαμβανομένης και της δικής του”.
(ε) Tο δικαίωμα ειρηνικής απόλαυσης της περιουσίας του, ακόμη και όταν εγκαταλείπει τη χώρα:
έχοντα τα αυτού[12].
δίχως να έχουν εξουσία τα δικαστήρια της πόλης των Αθηνών να διατάξουν τη δήμευση ή την κατάργηση ούτε της έγγειας ιδιοκτησίας, μήτε των χρηματικών αξιώσεων, αφού οι Ηλιαστές, προτού ν' αναλάβουν τα δικαστικά τους καθήκοντα, ορκίζονταν μεταξύ άλλων:
ου ψηφιούμαι (...) ουδέ των χρεών των ιδίων αποκοπάς ουδέ γής αναδασμόν της Αθηναίων ουδ' οικιών[13].
Πρόκειται για τον όρκο που έδιναν κάθε φορά οι λαϊκοί δικαστές, προτού ν' αναλάβουν τα δικαστικά καθήκοντά τους: δέν θα δώσω ψήφο (...) ούτε για κατάργηση ιδιωτικών χρεών, ούτε γι' αναδασμό του εδάφους, ούτε [για δήμευση] κατοικιών.
Πρόκειται για το θεμελιακό δικαίωμα που κατοχυρώνουν, αφ' ενός, το άρθρο 17 § 1 Σ, κατά το οποίο “η ιδιοκτησία τελεί υπο την προστασία του κράτους” και, αφ' ετέρου, το άρθρο 1 § 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, κατά το οποίο “πάν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται ειρηνικής απολαύσεως των αγαθών του”.
Τέλος στον Κρίτωνα του Πλάτωνα απαντούν οι πρώτες σκέψεις (ς) για το θεμελιακό δικαίωμα ήπιας μεταχείρισης του πολίτη απο τα όργανα της κρατικής εξουσίας:
προτιθέντων ημών και ουκ αγρίως επιταττόντων ποιείν ά αν κελεύωμεν[14],
κάτι που επιβεβαιώνει ο Δημοσθένης, απευθυνόμενος στους δικαστές που συγκροτούσαν την Ηλιαία:
ως το πράως έχειν (...) και καταψηφίζεσθαι μέν, ολίγου δε τιμάν[15].
Πρόκειται για τα θεμελιακά δικαιώματα που στην εποχή μας κατοχυρώνονονται από τα άρθρα 2 § 1 Σ, ότι δηλαδή “ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας”, 6, κατά το οποίο “κανένας δέν συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται χωρίς αιτιολογημένο δικαστικό ένταλμα”, και 7 § 2, κατά το οποίο “τα βασανιστήρια, οποιαδήποτε σωματική κάκωση, βλάβη υγείας ή άσκηση ψυχολογικής βίας, καθώς και κάθε άλλη προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας απαγορεύονται και τιμωρούνται, όπως νόμος ορίζει”.
Η αυτοδέσμευση της έννομης τάξης -να σέβεται και να προστατεύει τα θεμελιακά δικαιώματα- είναι ο αναγκαίος όρος για να ισχύει η υποχρέωση του πολίτη να υποτάσσεται στους νόμους, έτσι όπως ο Σωκράτης κατανοούσε -και με το υπόδειγμα του βίου και του θανάτου του επισφράγισε- αυτήν την υποχρέωση.
Μέσα στο πλαίσιο της δικαιοκρατούμενης πολιτείας λοιπόν ο Σωκράτης αποκρούει τη μή συμμόρφωση του πολίτη με τους νόμους, ακόμη και όταν αυτή θα μπορούσε να δικαιολογηθεί με την επίκληση του οτι ηδίκει γαρ ημάς η πόλις και ουκ ορθώς την δίκην έκρινεν[16].
Έτσι διδάσκει -και αποδεικνύει την αξιοπιστία των λόγων του με την προσωπική του πορεία προς το θάνατο- οτι δέν είναι δυνατό
πόλις αρέσκοι άνευ νόμων[17],
και ότι, για τους νόμους, δέν υπάρχει τρίτη λύση παρα μόνον ή να πείθουμε για να αλλάξουν, ή να υπακούομε:
δυοίν θάτερα, ή πείθειν ημάς ή ποιείν[18].
Εύστοχα επισημαίνεται στην εποχή μας, οτι αυτές οι επιφυλάξεις, με τις οποίες ο Σωκράτης διακηρύσσει την ανάγκη υπακοής στους νόμους, συνιστούν τον ιστορικό πρόδρομο της σύγχρονης παραδοχής του δυτικού ευρωπαϊκού πολιτισμού, ότι η κρατική εξουσία είναι αποδεκτή και υπάρχει για να διασφαλίζει την ισχύ και το σεβασμό των θεμελιακών δικαιωμάτων του ανθρώπου[19]
Μ' αυτές τις επιφυλάξεις καταρτίζεται σιωπηρώς το κοινωνικό συμβόλαιο ανάμεσα στην κρατική εξουσία και στους εξουσιαζομένους, τη δεσμευτικότητα του οποίου ο Σωκράτης διακήρυσσε, αποκλειστικώς και μόνον εφ' όσον η κρατική εξουσία διασφαλίζει το σεβασμό και την προστασία των προαναφερόμενων στοιχειωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου:
παρά τας ξυνθήκας τε και τας ομολογίας, καθ' άς ημίν ξυνέθου πολιτεύεσθαι (...) ξυνθήκας τας προς ημάς αυτούς και ομολογίας παραβαίνεις, ουχ υπο ανάγκης ομολογήσας, ουδέ απατηθείς, ουδέ εν ολίγω χρόνω αναγκασθείς βουλεύσασθαι, αλλ' εν έτεσιν εβδομήκοντα, εν οίς εξήν σοι απιέναι, ει μή ηρέσκομεν ημείς μηδέ δίκαια εφαίνοντό σοι αι ομολογίαι είναι[20].
3
Οι δισταγμοί για την παραδοχή της θεωρίας του Adomeit
Ασφαλώς μας κολακεύει η ερμηνευτική εκδοχή του Adomeit, ότι ο πλατωνικός διάλογος του Κρίτωνα συνιστά την απαρχή της σύγχρονης δυτικής ευρωπαϊκής διδασκαλίας για τα δικαιώματα του ανθρώπου.
Όμως η υιοθεσία αυτής της εκδοχής προσκόπτει στην εύλογη αντίρρηση ότι, στην εποχή του Πλάτωνα, το δικαίωμα ήταν άγνωστο, ακόμη και ως λέξη. Για πρώτη φορά γίνεται χρήση της λέξης από τον Αριστοτέλη[21], όμως με το νόημα της δίκαιης πράξης ή/και της αποκατάστασης της αδικίας[22]. Η λέξη αγνοείται και από τον Πλούταρχο. Από τους Στωϊκούς μόνον ο Στοβαίος την χρησιμοποιεί, και πάλι με την έννοια του δίκαιου κατορθώματος[23]. Στην ελληνιστική μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης από τους Ο', και κατά πάσα πιθανότητα υπό την επίδραση των ρωμαϊκών δικαιικών αντιλήψεων, η λέξη αρχίζει να προσεγγίζει το σύγχρονο εννοιολογικό της περιεχόμενο. Επρόκειτο για τις δεσμεύσεις που επέβαλλε ο Θεός στους πιστούς του[24]. Με την έννοια της εξουσίας γίνεται χρήση της λέξης δικαίωμα για πρώτη φορά στο Α' βιβλίο Βασιλειών[25], με το νόημα των εισπρακτικών δικαιωμάτων του ιερέα για τη σύμπραξή του κατά την προσφορά θυσίας από κάποιο πιστό.
Όμως, παρά τη μεγάλη αργοπορία εισαγωγής της λέξης δικαίωμα, με το σύγχρονο εννοιολογικό της περιεχόμενο, δηλαδή της εξουσίας την οποία παρέχει κάποιος κανόνας δικαίου σε ορισμένο πρόσωπο πάνω στη βούληση άλλου προσώπου ή πάνω σε κάποιο πράγμα, πάντως η ελληνική γλώσσα προσέφευγε σε αξιοπρόσεκτες εκφράσεις, με τις οποίες προσδιορίζονταν προδρομικές των δικαιωμάτων παραδοχές, όπως το αναμενόμενο ως κάτι αυτονόητο γέρας[26], που απαντά ήδη στην Ιλιάδα, όπως επίσης το απαρέμφατο εξείναι[27] ή, ακόμη πιο χαρακτηριστικά, το χωρίο από την ελληνιστική μετάφραση της Εξόδου από του Ο':
Ου κύριός εστίν πωλείν αυτήν[28].
4
Η επιβεβαίωση της θεωρίας του Adomeit
διαμέσου της κατάφασης του κοινωνικού συμβολαίου
Παρά το δικαιολογημένο δισταγμό, στον οποίο πειθαναγκάζει η έλλειψη της λέξης δικαίωμα, με το σύγχρονο εννοιολογικό της περιεχόμενο, κατά την εποχή που ο Πλάτων έγραψε τον Κρίτωνα, η ερμηνευτική παρατήρηση του Adomeit, ότι αυτό το κείμενο συνιστά την απαρχή της σύγχρονης θεωρίας για τα θεμελιακά δικαιώματα του ανθρώπου βρίσκει ικανοποιητικό στήριγμα στην απερίφραστη αναφορά του Πλάτωνα στο κοινωνικό συμβόλαιο:
γίγνεται τοίνυν, ήν δ' εγώ, πόλις, ως εγώμαι, επειδή τυγχάνει ημών έκαστος ουκ αυτάρκης, αλλά πολλών ών ενδεής. ή τίν' οίει αρχήν άλλην πόλιν οικίζειν[29].
Κατά τη σωκρατική αντίληψη η ανοχή εκ μέρους των εξουσιαζομένων της εξουσίας του κυβερνήτη είναι η αναπόδραστη αντιπαροχή για τις υπηρερσίες εκείνου, δηλαδή για τη μέριμνά του να μή διαταράσσεται η κοινωνική ειρήνη. Εξουσιαστής λοιπόν και εξουσιαζόμενοι έχουν, κατα το Σωκράτη, σιωπηρώς αυτοδεσμευθεί αμοιβαίως με το λεγόμενο κοινωνικό συμβόλαιο:
πόλεως δε συνθήκη κοινή, καθ' ήν πάσι προσήκει ζήν τοις εν τη πόλει[30].
Στο πλαίσιο αυτού του κοινωνικού συμβολαίου ο εξουσιαστής έχει αξίωση για υποταγή της αντισυμβαλλόμενης πλευράς των εξουσιαζομένων· κι εκείνοι -πάλι- έχουν ανταξίωση για διασφάλιση των θεμελιακών δικαιωμάτων τους.
5
Πόρισμα
Επιβεβαιώνεται έτσι η βασιμότητα της ερμηνευτικής θέσης του Adomeit ότι η σύγχρονη θεωρία για την προτεραιότητα των θεμελιακών δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπως αυτή η θεωρία αναπτύχθηκε και κυριαρχεί ήδη στη φιλοσοφία, στο δίκαιο και στην πολιτική των λαών της Δυτικής Ευρώπης, έχει τις απαρχές της στον Κρίτωνα του Πλάτωνα.
[1] Εισήγηση στο ετήσιο συνέδριο φιλοσοφίας, που οργάνωσαν η Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και η φιλοσοφική εταιρία Το Λύκειον, στο αμφιθέατρο Ι. Δρακοπούλου στις 30 Μαϊου 2000.
[2] Adomeit, Rechts- und Staatsphilosophie,Bd. I: Antike, 2. Aufl. 1992, σελ. 33 επ. Βλ. επίσης σχετικώς και Κ. Μπέη, Το πρόβλημα του δικαίου και των ηθικών αξιών. Διδακτορική διατριβή φιλοσοφίας, 1997 σελ. 226 επ.
[3] Πλάτων, Κρίτων, 51b-c.
[4] Πλάτων, Κρίτων, 52d-e.
[5] Πλάτων, Κρίτων, 48 b.
[6] Πλάτων, Κρίτων, 52 a.
[7] 51b.
[8] Δημοσθένης, Κατά Τιμοκράτους, 33.
[9] Δημοσθένης, Κατά Τιμοκράτους, 20.
[10] Πλάτων, ο.π., 51 c-d.
[11] Πλάτων, ο.π. 51 d.
[12] Πλάτων, Κρίτων, 51 d: δίχως να χάσει την περιουσία του.
[13] Δημοσθένης, Κατά Τιμοκράτους, 149.
[14] Πλάτων, Κρίτων, 52 a.
[15] Δημοσθένης, Κατά Τιμοκράτους, 218: έτσι που να διάκεισθε με επιείκεια, καταδικάζοντας μέν, αλλ' επιβάλλοντας μικρή ποινή.
[16] Πλάτων, Κρίτων, 50 c.
[17] Ο.π., 53 a.
[18] Πλάτων, ο.π., 52 a.
[19] Adomeit, ο.π. σελ. 33 επ. [38 επ.]
[20] Πλάτων, Κρίτων, 52 d.
[21] Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια: 1135a, 12 έως 17: διαφέρει δε το αδίκημα και το άδικον και το δικαίωμα και το δίκαιον· (…) ομοίως δε και δικαίωμα (καλείται δε μάλλον δικαιοπράγημα το κοινόν, δικαίωμα δε το επανόρθωμα του αδικήματος. Βλ. επίσης, Ρητορική, 1359a, 22: αδίκημα ή δικαίωμα.
[22] Έτσι και Σταματάκος, Λεξικόν αρχαίας ελληνικής γλώσσης, λήμμα δικαίωμα, σελ. 273.
[23] Ioannes ab Arnim, Stoicorum Veterum Fragmenta, III σελ. 136 αρ. 32, Στοβαίος: κατορθώματα (…) δικαιώματα δε τα από δικαιοσύνης. Τα δε αμαρτήματα εκ των αντικειμένων αδικοπραγήματα και ανομήματα και ατακτήματα.
[24] Γένεσις, κς' 5: ανθ' ών υπήκουσε Αβραάμ ο πατήρ σου της εμής φωνής και εφύλαξε τα προστάγματά μου και τας εντολάς μου και τα δικαιώματά μου και τα νόμιμά μου. Με το ίδιο εννοιολογικό περιεχόμενο βλ. επίσης Έξοδος, ιε' 25, 26, κα', 1, 9, 31, κδ' 3, Λευιτικόν, κε' 18, Αριθμοί, ιε' 16, κζ' 11, λ' 17, λα' 21, λε' 29, λς' 13, Δευτερονόμιον, δ' 1, 5, 6, 8, 14, 40, 45, Ρούθ, δ' 7, Βασιλειών Α' β' 13, κλπ. Με το ίδιο τούτο νόημα των θείων κανόνων, απαντά η λέξη στο ευαγγέλιο του Λουκά, α' 6, καθώς και στις επιστολές του Παύλου προς Ρωμαίους, α' 32, β' 26, η' 4, προς Εβραίους, θ' 1 και 10, Αποκάλυψις Ιωάννου ιε' 4. Αλλά και με την έννοια της δικαιοσύνης ή της δικαίωσης, Παύλος προς Ρωμαίους, ε' 16 και 18, καθώς και Αποκάλυψις Ιωάννου, ιθ' 8.
[25] Α' Βασιλειών, β' 13: και το δικαίωμα του ιερέως παρα του λαού, παντός του θύοντος.
[26] Όμηρος, Ιλιάς, Α 118:αυτάρ εμοί γέρας αυτίχ' ετοιμάσατ', όφρα μη οίοςΑργείων αγέραστος έω, επεί ουδέ έοικε.Ο Σταματάκος, ο.π. λήμμα γέρας σελ. 229, το ερμηνεύει ως προνόμιο, δικαίωμα ή και απλώς τιμητικό δώρο.
[27] Βλ. σχετικώς πιο πάνω το παράθεμα του Δημοσθένους, Κατά Τιμοκράτους, 33.
[28] Έξοδος, κα' 8.
[29] Πλάτων, Πολιτεία, 369 b.
[30] Δημοσθένης, Κατ' Αριστογείτονος Α', 16-17.
IOANNIS LAMBROU BLOGSPOT - ΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΛΑΜΠΡΟΥ culture, civilization - κουλτούρα, πολιτισμός
Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Αρχειοθήκη ιστολογίου
-
▼
2010
(90)
- ► Σεπτεμβρίου (12)
-
►
2011
(81)
- ► Φεβρουαρίου (3)
- ► Σεπτεμβρίου (15)
- ► Δεκεμβρίου (3)
-
►
2012
(53)
- ► Ιανουαρίου (2)
- ► Φεβρουαρίου (2)
- ► Σεπτεμβρίου (5)
- ► Δεκεμβρίου (4)
-
►
2013
(112)
- ► Ιανουαρίου (2)
- ► Φεβρουαρίου (3)
- ► Σεπτεμβρίου (27)
- ► Δεκεμβρίου (21)
-
►
2014
(180)
- ► Ιανουαρίου (11)
- ► Φεβρουαρίου (9)
- ► Σεπτεμβρίου (20)
- ► Δεκεμβρίου (26)
-
►
2015
(113)
- ► Ιανουαρίου (11)
- ► Φεβρουαρίου (18)
- ► Σεπτεμβρίου (5)
- ► Δεκεμβρίου (11)
-
►
2016
(124)
- ► Ιανουαρίου (15)
- ► Φεβρουαρίου (23)
- ► Σεπτεμβρίου (4)
- ► Δεκεμβρίου (2)
-
►
2017
(19)
- ► Ιανουαρίου (3)
- ► Σεπτεμβρίου (2)
Πληροφορίες
- ΛΑΜΠΡΟΣ
- "Οι μεγάλοι άνθρωποι μιλούν για ιδέες. Οι μεσαίοι άνθρωποι μιλούν για γεγονότα. Οι μικροί άνθρωποι μιλούν για τους άλλους."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου