Γάτσιος Κωνσταντίνος, Ιωάννου Δημήτρης Α.
Μια ευρέως διαδεδομένη
«αφήγηση» για την οικονομική κρίση στην Ελλάδα, υποστηρίζει ότι
πρόκειται για το αποτέλεσμα της ακραίας λιτότητας, που επιβλήθηκε από
αλαζόνες ξένους οι οποίοι παρερμήνευσαν τα οικονομικά δεδομένα. Ο μόνος
τρόπος διεξόδου, συνεχίζει η εν λόγω «αφήγηση», είναι να σπάσει αυτό το
υφεσιακό σπιράλ με την εφαρμογή μίας πολιτικής δημοσιονομικής τόνωσης.
Αυτό δεν ευσταθεί και
πρέπει να αντικρουστεί με επιχειρήματα εάν θέλουμε η τρέχουσα πολιτική
σύγχυση σχετικά με τη συμφωνία διάσωσης, να έχει καλό τέλος.
Κατ’ αρχάς, είναι
περίεργο να ισχυρίζεται κανείς ότι μια κρίση η οποία προκλήθηκε από τη
δεκαετή διοχέτευση υπερβολικής ρευστότητας στην οικονομία, μπορεί να
θεραπευθεί μέσω περαιτέρω προγραμμάτων τόνωσης. Η θεωρία πως κάτι
παρόμοιο είναι εφικτό, υποθέτει φυσικά πως η Ελλάδα δεν διαθέτει επαρκή
«ενεργό ζήτηση» δηλαδή την ικανότητα των καταναλωτών να αγοράζουν αγαθά
και υπηρεσίες στις τρέχουσες τιμές. Αποκαταστήστε το λοιπόν αυτό,
ισχυρίζεται η θεωρία, και θα ξεκινήσει ένας κύκλος ανάπτυξης.
Ένα
και μόνο στατιστικό στοιχείο θα πρέπει να αρκεί για να διαψεύσει αυτή
την υπόθεση. Το ελληνικό ΑΕΠ ήταν παρόμοιο το 2001 και το 2014,
μετρούμενο σε σταθερές τιμές του 2005, πράγμα που σημαίνει ότι η
«ενεργός ζήτηση» σε αυτά τα δύο χρόνια, πριν και μετά από την κρίση
χρέους, ήταν περίπου ίση. Παρ’ όλ’ αυτά, το ποσοστό ανεργίας το 2014
ήταν σχεδόν τριπλάσιο από το ποσοστό του 2001. Το κλειδί για την επίλυση
των οικονομικών δεινών της Ελλάδας θα πρέπει επομένως, να βρίσκεται σε
κάτι άλλο, πέρα από την ζήτηση.
Εξίσου αποκαλυπτικό
εξάλλου είναι και το γεγονός ότι στη διάρκεια της πενταετίας από την
έναρξη της κρίσης, οι ελληνικές εισαγωγές έχουν υπερβεί τις εξαγωγές
κατά περίπου 60%. Αν και οι Έλληνες ασφαλώς αγοράζουν λιγότερα προϊόντα
σε σχέση με το 2007, είναι σαφές ότι η ανεπαρκής «ενεργός ζήτηση» δεν
είναι εδώ η ρίζα του προβλήματος. Αυτό που λείπει είναι η «ενεργός
προσφορά», η ικανότητα, δηλαδή, της ελληνικής οικονομίας να παράγει
αρκετά αγαθά σε ανταγωνιστικές τιμές.
Γιατί λοιπόν η ύφεση
ήταν τόσο βαθειά και με τέτοια διάρκεια, εάν όχι λόγω της λιτότητας; Η
απάντηση βρίσκεται στο τι συνέβη μεταξύ του 2001 και της αρχής της
χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Μετά από την υιοθέτηση
του ευρώ το 1999, η Ελλάδα άρχισε να λαμβάνει κάθε χρόνο, μεταξύ 5%-10%
του ΑΕΠ περισσότερη πίστωση από όση χρειαζόταν για να αναπυχθεί
κανονικά. Οι λαϊκιστές πολιτικοί διοχέτευαν αυτά τα επιπλέον εισοδήματα
στους πολιτικούς τους πελάτες, ερμηνεύοντας την απροσδόκητη τύχη τους ως
«μέρισμα ανάπτυξης» που προέκυπτε από την «διαρθρωτική σύγκλιση» της
Ελλάδας με τις χώρες του πυρήνα της ευρωζώνης. Αυτό ήταν μια φαντασίωση,
διότι δεν υπήρξε σύγκλιση. Ωστόσο, ήταν φυσικό για τους αποδέκτες αυτής
της γενναιοδωρίας να την αντιλαμβάνονται ως ένα πραγματικό και μόνιμο
εισόδημα.
Ακόμη και μετά από το
ξέσπασμα της κρίσης, κανένας εκπρόσωπος του πολιτικού κατεστημένου δεν
είχε το θάρρος να ομολογήσει τι είχε γίνει στα αλήθεια. Για αυτό οι
περισσότεροι Έλληνες πιστεύουν ακόμη ότι το «φυσιολογικό» επίπεδο
πλούτου της χώρας είναι ισοδύναμο με τα 240 δισ. ευρώ ΑΕΠ του 2008, και
ότι κάθε απόκλιση από αυτό δεν μπορεί παρά να είναι το αποτέλεσμα είτε
μιας συνωμοσίας κατά της Ελλάδας είτε μιας κακώς σχεδιασμένης
οικονομικής πολιτικής. Αυτές οι λανθασμένες πεποιθήσεις
βρίσκονται στην ρίζα της λαϊκής απογοήτευσης με τα βασικά πολιτικά
κόμματα της Ελλάδας και εξηγεί την άνοδο του στρεφομένου κατά της
λιτότητας και των μεταρρυθμίσεων κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ.
Η παρεξήγηση για το τι
βρίσκεται πίσω από την κρίση, δεν περιορίζεται όμως στους απλούς Έλληνες
πολίτες. Την πιστεύουν επίσης και καλλιεργημένοι υποστηρικτές της
«αφήγησης» κατά της λιτότητας. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως κάνουν
λιγότερο λάθος.
Κοιτάξτε στον δείκτη της
ανεργίας, η οποία έχει εκτιναχθεί από το 10% το 2010 σε σχεδόν 30%.
Αυτό δεν αντιστοιχεί σε ένα «παραγωγικό κενό» (output gap) – δηλαδή τη
διαφορά μεταξύ των πραγματικών και των δυνητικών επιπέδων δραστηριότητας
μιας οικονομίας- που θα μπορούσε να κλείσει γρήγορα με ένα πρόγραμμα
«δημοσιονομικής επέκτασης». Θα μπορούσε κανείς να ρίξει μετρητά στην
οικονομία για να αυξήσει την ζήτηση αλλά το ΑΕΠ και πάλι δεν θα επέστρεψε στο επίπεδο του 2008, από τα 180 δισ. ευρώ που βρίσκεται σήμερα.
Υπάρχουν πολλοί
παράγοντες για να εξηγηθεί γιατί έχει μειωθεί η δυνητική παραγωγή στην
Ελλάδα. Ένας είναι ότι οι άνεργοι δεν διαθέτουν τις γνώσεις και τα
προσόντα για να εργαστούν σε αυτούς τους οικονομικούς κλάδους που θα
ήταν σε θέση να επεκτείνουν την οικονομία. Αλλος ένας είναι ότι δεν
υπάρχουν ακόμη οι κλάδοι με δυνατότητες υψηλής ανάπτυξης που είναι
απαραίτητοι για την τόνωση της οικονομίας.
Στην πραγματικότητα, μια
πολιτική ενός δημοσιονομικού πακέτου στήριξης της Ελλάδας θα είχε το
παράδοξο αποτέλεσμα της δημιουργίας θέσεων εργασίας στη Γερμανία, την
Κίνα καθώς και άλλες χώρες που εξάγουν, οι οποίες απλώς θα πουλούσαν τα
εμπορεύματά τους στην Ελλάδα.
Για αυτό διαφωνούμε με
τις απόψεις ότι το τέλος της λιτότητας θα απελευθερώσει την ελληνική
οικονομία και ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι λιγότερο
επείγουσες, διότι απαιτούν πολύ χρόνο και έχουν περιορισμένη επίδραση.
Αντιθέτως, υπάρχει πληθώρα ενδείξεων ότι ο λόγος για τον οποίον η Ελλάδα
δεν ήταν σε θέση να γίνει πιο ανταγωνιστική και να ξεφύγει από την
οικονομική ύφεση είναι ότι απέτυχε να υιοθετήσει τις διαρθρωτικές
μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται για να της δώσουν ξανά μια βιώσιμη
οικονομία των 240 δισ. ευρώ.
Υπάρχει ωστόσο μια πτυχή
των παραπόνων των Ελλήνων εναντίον των εταίρων τους στην ευρωζώνη, η
οποία είναι βάσιμη: ότι δηλαδή, η Ελλάδα θα έπρεπε να είχε αφεθεί να
χρεοκοπήσει το 2010. Εάν συνέβαινε αυτό, το συνολικό φορτίο χρέους της
ελληνικής οικονομίας θα ήταν τουλάχιστον 50 δισ. ευρώ μικρότερο από ό,τι
είναι σήμερα, βελτιώνοντας έτσι τις προοπτικές για μια υγιή ανάκαμψη.
Αυτή η αναγκαία και έγκαιρη χρεοκοπία όμως αποτράπηκε, διότι θα είχε
πλήξει ορισμένες από τις too-big-to-fail ευρωπαϊκές τράπεζες.
Το αποτέλεσμα είναι ότι εκτός από όλους αυτούς τους αυτοτραυματισμούς από τους οποίους υποφέρει, η Ελλάδα πληρώνει επιπλέον έναν κρυφό φόρο για να επιδοτήσει τη διάσωση των ξένων τραπεζών. Αυτή η αδικία πρέπει να αναγνωριστεί και να διορθωθεί μέσω της ελάφρυνσης χρέους.
Οι πιστωτές της Ελλάδας
έχουν δίκιο όταν λένε ότι ο μόνος τρόπος για να ανακάμψει η οικονομία
είναι να τεθούν σε εφαρμογή οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Ωστόσο
κάνουν επίσης λάθος όταν αρνούνται να συζητήσουν την πιθανότητα μείωσης
του χρέους. Μια χειρονομία αναδιάρθρωσης του χρέους δεν θα βοηθήσει μόνο
μέσω της ελάφρυνσης της ελληνικής οικονομίας από ένα ακραίο φορτίο,
αλλά επίσης θα αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη μεταξύ των Ελλήνων και των
πιστωτών τους και θα προσφέρει ένα σημαντικό κίνητρο για την εφαρμογή
των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που η χώρα μας τόσο απεγνωσμένα έχει
ανάγκη.
* Ο Κωνσταντίνος Γάτσιος είναι πρύτανης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και ο Δημήτρης Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου