ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Θουκυδίδης, αν θυμάμαι καλά, λέει πως την είδηση για την καταστροφή του εκστρατευτικού σώματος στη Σικελία την έφερε στην Αθήνα ένας κουρέας από τον Πειραιά. Οι ειδήσεις ταξίδευαν αργά τον καιρό εκείνο. Οι Αθηναίοι δεν τον πίστεψαν, επειδή δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν να τον πιστέψουν, και τον έριξαν στη φυλακή. Μερικές ημέρες αργότερα, όμως, η πραγματικότητα τους χτύπησε την πόρτα, όταν άρχισαν να φτάνουν στην πόλη όσοι οπλίτες είχαν γλιτώσει από τα καταναγκαστικά έργα στα λατομεία των Συρακουσών. Το πρόσωπό τους ήταν σημαδεμένο. Ηταν οι ζωντανές μαρτυρίες του αδιανόητου. Ο μεγαλύτερος στόλος που είχε οργανώσει ποτέ η θαλασσοκράτειρα δεν υπήρχε πια. Η πόλη είχε περάσει στην επικράτεια του χειρότερου.
Ο ιστορικός καταγράφει με ακρίβεια την ελαφρότητα με την οποία οι Αθηναίοι αποφάσισαν την εκστρατεία. Τα γράφει εκ των υστέρων βέβαια, γνωρίζοντας την καταστροφή, όμως, ακόμη και στην περιγραφή της ευφορίας που επικρατούσε την ημέρα του απόπλου διακρίνεις, ανάμεσα στις γραμμές, τη σκιά του επερχόμενου ολέθρου. Το επεισόδιο με το πλοίο του Αλκιβιάδη, που άνοιξε δρόμο λες και συμμετείχε σε αγώνες ταχύτητας και όχι σε πολεμική εκστρατεία, είναι χαρακτηριστικό. Δεν θυμάμαι αν κάπου χρησιμοποιεί την έκφραση «ελαφρά τη καρδία». Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω καν αν είναι αρχαία ή νεότερη. Σημασία έχει ότι ταιριάζει απόλυτα σε ένα από τα επεισόδια που σημάδεψαν την ιστορία των Αθηνών και οδήγησε στο τέλος της πρώτης δημοκρατίας.
Η ελαφρότητα μπορεί να συμβαδίζει με την παντοδυναμία και τη συνεπαγόμενη αλαζονεία. Πολλώ μάλλον όταν χαρακτηρίζει έναν πληθυσμό ο οποίος επινόησε τον τρόπο για να διαχειρίζεται μόνος του τις τύχες του, την αυτοδιάθεση που λέει και ο Καστοριάδης. Εναν πληθυσμό, ο οποίος είχε πολλούς λόγους για να εμπιστεύεται τις δυνάμεις του. Δύο μόλις γενιές πριν είχε αντιμετωπίσει τη μεγαλύτερη αυτοκρατορία του καιρού του και ζούσε στη σκιά των μεγάλων έργων της εποχής του Περικλή, αυτού που τους είχε διαβεβαιώσει «Από τους έπειτα θαυμασθησόμεθα» και δεν έπεσε έξω. Η ελαφρότητά τους στηριζόταν στο βάρος της ισχύος τους και της αρχιτεκτονικής του Παρθενώνα. Η Αθήνα ήταν υποκείμενο της Ιστορίας της.
Στη σημερινή Ελλάδα, στην πτωχευμένη χώρα που κρέμεται σαν τσαμπί στο νότιο άκρο της Βαλκανικής, έτοιμο να αποκοπεί και να χαθεί στα νερά της Μεσογείου, η ελαφρότητα είναι και άκομψη και αντιαισθητική. Η κοινή πεποίθηση πως εμείς δεν φταίμε για τίποτε, ούτε για την πτώχευση ούτε για την πλημμυρίδα των πληθυσμών που μετακινούνται προς την Ευρώπη από τη σπαρασσόμενη Εγγύς Ανατολή, χρησιμοποιείται για να μας απαλλάξει από όλες τις δυνατές ευθύνες, συλλογικές και ατομικές. Είναι όμως ομολογία εθνικής πανωλεθρίας, παραδοχή πως είμαστε αντικείμενα μιας Ιστορίας η οποία φτιάχνεται αλλού και από άλλους.
Ελαφρά τη καρδία περάσαμε το 2015. Ετσι παίξαμε με τους εταίρους μας, έτσι αντιμετωπίσαμε το κύμα των οκτακοσίων και βάλε χιλιάδων ψυχών που πέρασαν τα ανύπαρκτα σύνορα του Αιγαίου, και έτσι συνηθίσαμε το χειρότερο, από το κλείσιμο των τραπεζών ώς τις κατασκηνώσεις στο κέντρο της Αθήνας.
Μένει να αποδειχθεί αν η Ελλάδα έχει ακόμη κάποιο βάθος ή κάποιο βάρος για να αντισταθμίσει την αβάσταχτη ελαφρότητά της. Με τις ευχές μου για καλή χρονιά εννοείται.
http://www.kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου