Γράφει ο Μάνος Λασκαράκης
Τις πιο μαγικές κι ανέμελες νύχτες
μας τις έχουμε ζήσει γύρω από μια φωτιά. Καλοκαίρι, σε κάποια παραλία,
με καλή παρέα, κρασί, το κύμα να σκάει ευγενικά στην ακτή, τα τριζόνια
να ηχούν μέσα απ’ τη βλάστηση. Οι φλόγες μαγνητίζουν τα βλέμματα. Ένας
άναρχος χορός. Ακαταλαβίστικος αλλά αθόρυβος και γλυκός σαν μπαλέτο. Οι
σπίθες σπάνε τη σιωπή σαν τα πουέντ που χτυπάνε οι μπαλαρίνες το σανίδι.
Tο κρυφτό που παίζει το φως της φωτιάς
μες το σκοτάδι γαργαλάει τη σκέψη και τη διάθεση. Χαλαρώνει τις
αναστολές, απελευθερώνει την έγκλειστη φαντασία. Τα γέλια, τα παιχνίδια,
οι διηγήσεις κι οι οραματισμοί έχουν μια πιο αυθόρμητη χροιά. Κι όλη
αυτή η μαγεία θέλει μια μόνο φροντίδα, να αναμοχλεύεις τα ξύλα στη
φωτιά. Και πριν γίνουν στάχτη να ρίξεις μέσα κι άλλα.
Εκείνες τις νύχτες στη φωτιά, σπάνια
μιλάς για Οικονομία. Αλλά ίσως κάνεις οικονομία. Δεν αφήνεις τη φωτιά να
σβήσει, αλλά ούτε την κάνεις σπάταλη και σου καταπιεί τα ξύλα μονομιάς.
Τη θες ζωντανή, όσο χρειάζεται για να κρατά ζωντανή την παρέα. Κι αν η
παρέα μεγαλώσει, και ο κύκλος ανοίξει, δυναμώνεις την εστία. Μα για να
μη γίνει τέρας και σε κάψει, ίσως ανάψεις μια δεύτερη παραπέρα. Κι ο
ευκολότερος τρόπος είναι να «δανειστείς» μερικά αναμμένα ξύλα και λίγη
καρβουνιά απ’ την πρώτη. Μα αν δεν υπάρχει επάρκεια ξύλων, ο
διαμοιρασμός της φωτιάς θα μειώσει το χρόνο ζωή της. Κι αν δεν
μεριμνήσει κανείς να μαζέψει ξύλα, θα βυθιστεί η παρέα στο σκοτάδι.
Όλα αυτά βέβαια δεν τα σκέφτεσαι
αναλυτικά όταν κοιτάς τα αστέρια στην ακροθαλασσιά. Λειτουργείς με το
ένστικτο για να μη χαλάσεις τη ρομαντική διάθεση. Κι όταν η φωτιά σβήσει
κι επιστρέψεις στην καθημερινή σου ζωή, τίποτα δεν θα έχει χαλάσει. Το
σπίτι σου και η δουλειά σου θα είναι εκεί και θα σε περιμένουν.
Πάνω από σένα όμως, υπάρχει μια άλλη
μεγάλη «φωτιά» που λέγεται Οικονομία. Και, μάντεψε τι, τη διαχειρίζονται
άνθρωποι σαν κι εσένα. Μόνο που αυτοί, υποτίθεται πως, πέρα απ’ τις
φλόγες της φωτιάς, πρέπει να μεριμνούν για τα ξύλα και πιο πριν για τα
δέντρα, δηλαδή την αναδάσωση. Γιατί στην πραγματική ζωή, σαν τελειώσουν
τα «ξύλα» και σβήσει η «φωτιά» δεν έχουμε κάπου αλλού να πάμε, πέρα απ’
το να μεταναστεύουμε.
Αλλά ας αφήσουμε τις καλοκαιρινές
βραδιές και να περάσουμε σε μερικούς «βαρετούς» αριθμούς: Κατά τη
χρονική περίοδο των δεκαετιών 1950, 1960 και 1970 το Ελληνικό ΑΕΠ είχε
μια συνεχή αυξητική πορεία με μέση ετήσια τιμή αύξησης 6,2%. Αυτό
μεταφράζεται σε 82% αύξηση κατά το πέρας μιας δεκαετίας. Τη δεκαετία του
80 όμως η πορεία άλλαξε. Υπήρξε μικρή μείωση του ΑΕΠ τα πρώτα τρία
χρόνια και μετέπειτα μια μικρή αύξηση, με αποτέλεσμα η δεκαετία να
κλείσει με μια συνολική αύξηση μόλις 0,7%. Παράλληλα όμως αυξάνονταν η
ιδιωτική κατανάλωση και μειώθηκαν οι επενδύσεις. Η πορεία των
οικονομικών μεγεθών της χώρας μας, παρ’ όλες τις προσπάθειες που
μεσολάβησαν στα τέλη της δεκαετίας του 90 και αρχές του 2000,
αποδείχτηκε μη αναστρέψιμη, αφού στο τέλος κυριάρχησε η μοιρολατρία και ο
ωχαδερφισμός. Πολιτική θερινής ανεμελιάς.
Η Οικονομία είναι σαν μια φωτιά που μας
ζεσταίνει. Κάποιοι την άφησαν να σβήσει και τα ονόματά τους δεν χωρούν
σε αυτό το κείμενο. Αυτό που έμεινε είναι οι στάχτες και ο απόηχος από
μεγάλα λόγια. Η Αλλαγή κάποτε, η Επανίδρυση μετέπειτα, και η Ελπίδα
πρόσφατα. Λόγια ρομαντικά κι ονειροπόλα. Θαρρείς και ήμαστε όλοι μια
ωραία παρέα να τραγουδάμε τους ύμνους τους γύρω από τη φωτιά: «Για τη
Νίκη!» Μα όταν η «φωτιά» στην καθημερινή ζωή σβήσει μερικοί δεν έχουν να
πάνε πουθενά. Κάποιοι άλλοι δε, προχωρούνε εκ του ασφαλούς. Βλέπετε,
στην προσωπική επιβίωση των ιθυνόντων δεν χωράνε ρομαντισμοί ούτε κακοί
λογαριασμοί. Για την πολιτική επιβίωση είναι που γίνονται οι ανεμελιές
και τα πειράματα.
Facebook: Manos Laskarakis
CoverPhoto: René Magritte - Meditation
http://www.o-klooun.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου