του Θεόδωρου Ζιάκα
Κλασικό στην πολιτική μυθολογία των λαών είναι το θέμα με το
τέρας, που ρημάζει τον τόπο και αναζητείται ο ήρωας που θα «καμακώσει το
θεριό» και θα πάρει ως έπαθλο τον θρόνο της εξουσίας. Για να μην
παραμυθιαζόμαστε όμως με τον ήρωα-εξουσιαστή, ο αντίστοιχος ελληνικός
μύθος μας πληροφορεί, ότι ο τερατοκτόνος ήρωας θα γίνει κι αυτός,
τελικά, σαν το ανθρωποβόρο φίδι που σκότωσε. – Ακόμα κι αν υπήρξε τόσο
καλός κυβερνήτης που οι θεοί τον πάντρεψαν με την Αρμονία![1]
Ήγουν, «Νέε, θυμήσου: δε γίνεσαι δούλος όταν σε υποτάσσει
μόνον αυτός που έχει την εξουσία – αλλά κι εκείνος που την πολεμάει».[2]
Επρόκειτο για την αποκάλυψη -στην αυγή του ελληνικού
πολιτισμού- της φαυλοκυκλικής φύσης του πολιτικού πεδίου. Ο ελληνικός
πολιτισμός ήταν, ως γνωστόν, ο πρώτος που αγωνίστηκε σθεναρά να σπάσει
τον φαύλο κύκλο της Πολιτικής και να πετύχει το «μη άρχεσθαι υπό
μηδενός»[3].
Ι
Στο μυθικό μοτίβο της τερατοκτονίας κινήθηκε και ο νεωτερικός
πολιτισμός. Μόνο που εδώ ο μύθος προσέλαβε την απατηλή μορφή
«επιστημονικού επαναστατικού προγράμματος». Το τέρας προσωποποιημένο
στον Αστό ήταν ο Καπιταλισμός. Ενώ ο ήρωας που θα σκότωνε το τέρας και
θα απελευθέρωνε «μια για πάντα» την κοινωνία, ήταν η Αριστερά.
Το σκηνικό στήθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα και η εκτύλιξη του
δράματος κράτησε ως το τελευταίο τέταρτο του 20ου. Άρχισε με την πρώτη
μεγάλη κρίση της «παγκοσμιοποίησης» του νεωτερικού πολιτισμικού
παραδείγματος (υπό βρετανική εθνική ηγεμονία). Αποκορύφωμα της «κρίσης»
ήταν οι στιγμές όπου ο Πόλεμος και η Επανάσταση θα συγχωνεύτηκαν σε μια
ενιαία καταιγιστική διαδικασία: Α’ και Β’ παγκόσμιος πόλεμος – Ρωσική
και Κινεζική επανάσταση. Και όπου φάνηκε, για κάποιον καιρό, σα να
κατανικήθηκε το τέρας. Στη Ρωσία αρχικά, στην Κίνα μετά και σε άλλες
περιπτώσεις με τελευταία την Κούβα.
Κάτι όμως «δεν πήγαινε καλά». Ήδη από τη δεκαετία του 1930,
άρχισαν να πληθαίνουν οι ανησυχητικές διαδόσεις ότι, πίσω από το
«παραπέτασμα», ο σοβιετικός ήρωας είχε μεταμορφωθεί σε τέρας. Το ίδιο θα
επαναληφθεί και με τους Κινέζους, παρά την πρόθεσή τους να «ξεπεράσουν
τη σοβιετική εμπειρία από τα αριστερά». Βέβαια οι όπισθεν του
«παραπετάσματος» το «ήξεραν από καιρό», όπως θα πουν μετά. Οι εντεύθεν
απλώς το διαισθάνονταν, βλέποντας τον δικό τους «ήρωα» να βγάζει
φολίδες, πριν αρχίσει καλά-καλά να ζυγώνει στο άντρο του αστικού θηρίου.
Δεν ήθελαν όμως να το σκέπτονται!
Τελικά, η μυθικώς μοιραία μετάλλαξη, διεθνής τώρα και χωρίς
καμιά εξαίρεση, ολοκληρώθηκε με την αναφανδόν προσχώρηση στο
καπιταλιστικό σύστημα. Άρα, για ποιά Αριστερά μπορεί κανείς να μιλά
σήμερα και εναντίον τίνος;
Πριν απαντήσουμε, ας δούμε λίγο βαθύτερα το φαινόμενο, συγκρίνοντας το νεωτερικό με το ελληνικό πολιτισμικό παράδειγμα.
Στο ελληνικό παράδειγμα, όπως άλλωστε και στο νεωτερικό, η
κοινωνία αυτοθεσμίζεται στη βάση της ατομικής ελευθερίας. Με ρητή
προϋπόθεση, για την ύπαρξη ατομικής ελευθερίας, την ελευθερία της
πατρίδας – της πολεοκρατικής εκεί της εθνοκρατικής εδώ. Σε αντίθεση όμως
με το νεωτερικό παράδειγμα, στην ελληνική περίπτωση η ατομική ελευθερία
μετεξελίχθηκε από ιδιωτική σε κοινωνική και πολιτική, μέσω της
περιέλευσης αρχικά του πολιτικού συστήματος και αργότερα του οικονομικού
συστήματος, στην εταιρική συνιδιοκτησία και συνδιαχείριση του «Κοινού».
Η κοινωνία των κρατοκεντρικών «Κοινών» ευτύχησε, μάλιστα, να
ολοκληρωθεί σε οικουμένη-κράτος. (Πράγμα που άρχισε την ελληνιστική
εποχή, συνεχίστηκε με τη ρωμαϊκή ηγεμονία, για να μακροημερεύσει επί
χίλια έτη με τη μεσολάβηση μιας οικουμενικής θρησκείας: του
Χριστιανισμού.)
Τι συμβαίνει αντίστοιχα με το νεωτερικό παράδειγμα;
Στην αρχή οι δύο αντίπαλοι, ο αστός και ο μετέπειτα
αριστερός, ήταν «ένα». Συναποτελούσαν τον «ήρωα» του πολιτικού κύκλου
του προηγούμενου πολιτισμού της Εσπερίας, όπου το «τέρας» ήταν ο
φεουδαρχικός χριστιανικός δεσποτισμός. «Ελευθερία, Ισότης, Αδελφότης»,
έγραφαν στο κοινό πολεμικό τους λάβαρο. Τότε, λοιπόν, ο Αστός ήταν
«προοδευτικός». Από τη στιγμή όμως, που παίρνοντας την εξουσία, καθήλωσε
την κοινωνία στην ιδιωτική και μόνο ελευθερία, «αρνούμενος Ισότητα και
Αδελφότητα», μεταμορφώθηκε σε «αντιδραστικό». Έγινε το «νέο τέρας», που
δεν αφήνει το λαό να πιεί νερό απ’ τη ζωογόνο πηγή της κοινωνικής και
πολιτικής ελευθερίας (: «κατάργηση της μισθωτής δουλείας» και «μαρασμός
του κράτους»). Επιπλέον, το αποφώλιον τούτο νέο τέρας, επικαλείται τη
δήθεν κοινή εθνική ταυτότητα, μεταξύ αυτού και των χτεσινών
δουλοπαροίκων, προκειμένου να μπλοκάρει τον αναγκαίο εναντίον του τώρα
ξεσηκωμό τους (: «οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα»!).[4]
Η καθήλωση του αστού στην ιδιωτική ελευθερία είχε, ωστόσο,
αξιοσημείωτα επιχειρήματα, που αιδημόνως τα παρέκαμπτε η Αριστερά, καθώς
κατά βάθος τα συμμεριζόταν. Δύνανται να συνοψιστούν στα εξής τρία:
(α) Η κοινωνική και η πολιτική ελευθερία δεν συμβιβάζονται με
την ιδιωτική ελευθερία (: την «ελευθερία της ιδιωτικής απόλαυσης»!) που
είναι και η «σπουδαιότερη» (: «ανώτερη» από την «ελευθερία των
αρχαίων»!).[5] (Παρατήρηση: αν για το νεωτερικό Άτομο το νόημα της
ελευθερίας έγκειται όντως στην «ιδιωτική απόλαυση», πώς να μην έρχεται
σε αντίθεση με την κοινωνικο-πολιτική ελευθερία, που είναι άθλημα και
απαιτεί αρετή και τόλμη;)
(β) Η κοινωνική και η πολιτική ελευθερία δεν συμβιβάζονται με
την «ελευθερία έναντι της φύσης». Διότι, εφόσον θέλουμε «να
κυριαρχήσουμε πάνω στη φύση», πρέπει να μεταποιήσουμε τον δημόσιο χώρο
σε Σύστημα, αποπροσωποποιώντας και εκτεχνικεύοντας τις κοινωνικές
σχέσεις. Πράγμα που προϋποθέτει την καθήλωση της ατομικής ελευθερίας
στον ιδιωτικό χώρο. Το πολύ-πολύ να την «προστατεύσουμε» εκεί
περιτειχίζοντάς τη με διάφορα «δικαιώματα». (Ερώτημα: δεν αντιλαμβανόταν
η Αριστερά και δεν την ενοχλούσε, το γεγονός ότι το αντίτιμο της
«κυριαρχίας πάνω στη φύση» θα ήταν η υποδούλωση του ανθρώπου στις
τεχνοσυστημικές δομές αυτής της «κυριαρχίας»; Χώρια η συνεπαγόμενη
καταστροφή της ίδιας της φύσης, αυτό που σήμερα ονομάζουμε «οικολογικό
πρόβλημα»;)
(γ) Η ελληνικού τύπου ελευθερία (που πονηρά τη βάφτισαν
«άμεση δημοκρατία») είναι εφικτή «μόνο σε ολιγάνθρωπες κοινωνίες». Είναι
«ανέφικτη» για κοινωνίες δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων! Το επιχείρημα
έχει τόσο διαδοθεί που κατάντησε στερεότυπο. (Παρατήρηση: Δεν είναι η
«πολυανθρωπία» το πρόβλημα, αλλά όπως έλεγαν οι αρχαίοι, η εμβέλεια της
φωνής του ρήτορα, την οποία ενίσχυαν με την τεχνική της κωνόσχημης περί
το βήμα εξέδρας. Λοιπόν, μόνο η περιορισμένη εμβέλεια του επικοινωνιακού
συστήματος απαιτούσε να είναι ολιγάνθρωπο το δημογραφικό μέγεθος του
συλλογικού υποκειμένου της καθολικής ελευθερίας. Σήμερα έχουμε
οπτικοακουστικό και ψηφο-συλλεκτικό σύστημα δια-πλανητικής εμβέλειας,
οπότε το «επιχείρημα» έχει καταλυθεί. Το πρόβλημα είναι άλλο. Είναι η
αναγκαστική -λόγω του ιδιωτικοστραφούς χαρακτήρα της νεωτερικής
ελευθερίας- αυτονομία έναντι των ιδιωτών-πολιτών και άρα μη
«ουδετερότητα» του παρεμβαλλόμενου επικοινωνιακού τεχνοσυστήματος.)
Δέσμια, λοιπόν, της κοινής με τον αστισμό δίδυμης
ανθρωπολογικής – οντολογικής πλατφόρμας (: ιδιωτική ελευθερία +
τεχνολογικός μεσσιανισμός), η Αριστερά αφ’ ενός συμμερίστηκε την τύφλωση
έναντι του συνεπαγόμενου οικολογικού προβλήματος και αφ’ ετέρου
παρέκαμψε το γεγονός ότι το απελευθερωτικό κοινωνικοπολιτικό πρόταγμα
ήταν ασύμβατο με τη λατρεία της τεχνοσυστημικής «Προόδου».[6]
ΙΙ
Παραδόξως όμως μια εντελώς νέα κατάσταση θα προκύψει όταν
έκλεισε ο φαύλος κύκλος της νεωτερικής Πολιτικής με την απορρόφηση της
επαναστατικής Αριστεράς. Κατάσταση που καθόλου δεν μοιάζει με «νίκη του
καπιταλισμού».
Τώρα είναι δύο τα «τέρατα». Το ένα τέρας είναι η μεταμοντέρνα
τοκογλυφική πλουτοκρατία, η οποία έχει καθυποτάξει την κλασική αστική
τάξη της παραγωγής, του εμπορίου και του πρωτογενούς τομέα και
συσσωρεύει τα υπεξαιρεμένα τρισεκατομμύρια σε απροσπέλαστους
φορολογικούς παραδείσους. Το άλλο τέρας είναι ο μεταμοντέρνος
μηδενισμός, οποίος έχει διαβρώσει καίρια την πληθυσμιακή βάση του
νεωτερικού πολιτισμού.
Τα δύο τέρατα έχουν μάλιστα συμπήξει αρραγή συμμαχία τόσο
ακαταγώνιστη, που ήδη έχει πυροδοτήσει μια γιγάντια ολιγαρχική-δεσποτική
υποστροφή σε διεθνή κλίμακα. Αρχίζοντας από τους αδύνατους κρίκους του
Συστήματος, κατακρημνίζονται ραγδαία ή υποθηκεύονται όλα τα ως τώρα
κεκτημένα: των κρατών η ανεξαρτησία, των εθνών η ελευθερία και των λαών
τα δικαιώματα. Το εθνικό, το κοινωνικό και το οικολογικό ζήτημα,
προσλαμβάνουν τώρα κολοσσιαίες διαστάσεις. Κι αυτή ακόμα η
ιδιωτική-αστική ελευθερία μεταβάλλεται σε ιστορική ανάμνηση, γιατί αφ’
ης στιγμής το επικοινωνιακό τεχνοσύστημα έχει εισβάλει στον ιδιωτικό
χώρο, η ιδιωτική ελευθερία έχασε οριστικά το έδαφος κάτω από τα πόδια
της. Η τηλεόραση, για παράδειγμα, έχει μεταφέρει τον τεχνοσυστημικό
έλεγχο μέσα στα σπίτια, στο «άδυτο» της ιδιωτικότητας. «Δεν είναι
αναγκαίο, λέει ο Jean Baudrillard, να φανταστούμε αυτόν τον έλεγχο σαν
το περισκόπιο του καθεστώτος που κατασκοπεύει την ιδιωτική ζωή των
πάντων, γιατί η τηλεόραση είναι ήδη καλύτερη απ’ αυτό: εξασφαλίζει πως
οι άνθρωποι δεν θα μιλούν πλέον μεταξύ τους, πως θα είναι οριστικά
απομονωμένοι μπροστά σε δηλώσεις χωρίς απόκριση.»
Βρισκόμαστε έτσι και πάλι στο «σημείο μηδέν». Και μοιραία το
απελευθερωτικό πρόταγμα ξαναγίνεται επίκαιρο. Μόνο που δεν υπάρχει πλέον
διαθέσιμος ήρωας να το αναλάβει. Ο νεωτερικός πολιτισμός έχει υποστεί
ολική αντιηρωική στείρωση. Η εντός του επανάληψη του μυθικού κύκλου της
Πολιτικής, είναι πλέον αδύνατη.
Επειδή η άγνοια των λόγων της απροσδόκητης αυτής κατάστασης
μοιραία αναπληρώνεται από διάφορες εκδοχές συνομωσιολογίας, ας τους
δούμε δι’ ολίγων.
Από τα τέλη του 19ου αιώνα, πλάϊ στις δύο εκδοχές ελευθερίας,
τη μίνιμουμ δεξιά-αστική και τη μάξιμουμ αριστερή-σοσιαλιστική, κάποιες
εκκεντρικές «πρωτοπορίες» -από τον χώρο της Τέχνης- λάνσαραν μια νέα
εκδοχή ελευθερίας: την ελευθερία της ιδιωτικής επιθυμίας από κάθε είδους
κανονιστικό (: «κομφορμιστικό») θέσφατο. Η «απελευθέρωση των ενστίκτων»
ήταν μια καίρια διατύπωσή της. «Καλό είναι ό,τι με ευχαριστεί», ήταν
μια άλλη εξ ίσου ευθύβολη διατύπωση. Η γοητεία αυτού του είδους
ελευθερίας, ακολουθώντας την «υπόγεια διαδρομή», θα βγει στην επιφάνεια
και θα υπερφαλαγγίσει, μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, την όποια γοητεία
διατηρούσε ακόμη η φθαρμένη αστική ελευθερία και μαζί της η αμφιλεγόμενη
σοσιαλιστική. Με τη μεταμοντέρνα πολιτισμική επανάσταση (Μάης ’68 κλπ.)
η νέα αυτή ελευθερία θα αναλάβει τα ηνία του νεωτερικού φαντασιακού και
ως το τέλος του αιώνα θα το κυριεύσει εξ ολοκλήρου.[7]
Μιλάμε για το πέρασμα στον μεταμοντέρνο μηδενισμό, όπου ο
μηδενισμός του συλλογικού υποκειμένου ολοκληρώνεται με τον μηδενισμό του
ατομικού υποκειμένου. Αν ο μοντέρνος μηδενισμός διέλυσε τη συλλογική
ταυτότητα, ο μεταμοντέρνος ολοκληρώνει την ανθρωπολογική αποσύνθεση
διαλύοντας την ατομική ταυτότητα.
Ο μοντέρνος μηδενισμός αρχίζει με την κατάρρευση της
μεταφυσικής (θρησκευτικής) κεφαλής του συλλογικού, συνεχίζεται με την
κατάτμηση του συλλογικού σε άσχετα άτομα και ολοκληρώνεται με την
ανακατασκευή του συλλογικού στη βάση του τεχνοσυστημικού προτάγματος:
της ολοσχερούς συστημικής εκτεχνίκευσης των κοινωνικών σχέσεων. Ομοίως: ο
μεταμοντέρνος μηδενισμός αρχίζει με την κατάρρευση της αντίστοιχης
εσωτερικής στο Άτομο μεταφυσικής κεφαλής (που οι νεωτερικοί φιλόσοφοι
εκθείασαν ως «Λόγο» και ο Φρόϋντ αποδόμησε ως έξωθεν διεμβαλλόμενη «πηγή
δυστυχίας»: ως εξουσιαστικό «Υπερεγώ»). Συνεχίζεται δε με την
κατάτμηση-διάλυση του «Ατόμου», σε «στοιχειώδη σωματίδια» ή μεμονωμένα
«ψυχόρμητα» και «ένστικτα», ο χρόνος των οποίων περιορίζεται μόνο στο
εκάστοτε παρόν. Τέλος, η μεταμοντέρνα διεργασία ολοκληρώνεται με την
υπαγωγή της προσωπικότητας στη δεσποτεία της οχλοκρατίας των πολλών
«εγώ», που διαγκωνίζονται για την άνοδο στο θρόνο του απόντος
κοινωνικού-ταυτοποιητικού Εγώ. Για να γίνουν, προφανώς, «χαλίφηδες στη
θέση του χαλίφη».
Η αποσύνθεση του νεωτερικού Ατόμου αξιοποιήθηκε πλήρως από
τον Τεχνοσυστημικό Λεβιάθαν. Διαβλέποντας ότι μπορεί να πετύχει, αυτό
που εις μάτην ονειρεύτηκαν οι από καταβολής κόσμου αρχές και εξουσίες,
-να υποκαταστήσει δηλαδή το διαλυμένο ενδο-ατομικό
κοινωνικό-ταυτοποιητικό Εγώ και να αναπτύξει μια απ’ ευθείας σχέση με τα
«ένστικτα» του ανθρωπολογικού υποζυγίου-, προσαρμόστηκε στην
ανθρωπολογική αποσύνθεση, την οργάνωσε και την επιτάχυνε. Διεμβάλλοντας,
μέσω του μιντιακού υποσυστήματος, τις ανάγκες του ως μύχιες προσωπικές
επιθυμίες των «ατόμων», που μόνο αυτό είναι σε θέση να ικανοποιήσει,
πέτυχε την τέλεια ανθρωπολογική χειραγώγηση. «Η κατανάλωση γίνεται αξία
και οι αξίες καταναλωτικά αγαθά».[8] -Όλες οι άλλοτε υπερατομικές αξίες,
νεωτερικές και προνεωτερικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές, φιλοσοφικές
και επιστημονικές.
Οίκοθεν νοείται ότι η επικράτηση του μεταμοντέρνου μηδενισμού
εξαφάνισε μαζί με την αντιαστική Αριστερά και την «συντηρητική» ή
«φιλελεύθερη» αστική Δεξιά, αλλά και τον ίδιο τον Αστό ως τύπο ανθρώπου.
Ο τρομερός αυτός -«προμηθεϊκός» κατά τους μεν «φαουστικός» κατά τους
δε- ασκητής της «αναβεβλημένης απόλαυσης», αφού φόρεσε τη λεοντή του
κοσμοϊστορικού Νικητή, κήρυξε το «τέλος της Ιστορίας» …«και διαλαθών
απεχώρησεν»!
ΙΙΙ
Η οργανική όσμωση μεταξύ Τεχνοσυστήματος και ανθρωπολογικής
αποσύνθεσης, διευκολύνθηκε από την τεχνητή παράταση της «κοινωνίας της
αφθονίας» με την απεριόριστη πιστωτική επέκταση και διεύρυνση των
«ελλειμμάτων». Πράγμα που πληρώθηκε, όπως όλοι ξέρουμε τώρα, με την
είσοδο του Συστήματος στην δεύτερη μεγάλη κρίση της «παγκοσμιοποίησης»,
-της υπό αμερικανική εθνική ηγεσία. Ήδη και με το ξεκίνημα της νέας
μεγάλης κρίσης, η χαξλεϊκή «μεταμοντέρνα μαζική δημοκρατία», η
υποσχόμενη την πανευφρόσυνη «αυτοκρατορία των αισθήσεων», θα δείξει το
αναπάντεχο οργουελικό της πρόσωπο.[9]
Κατά κάποιον νεωτερικώς αδιάγνωστο τραγικό νόμο, η συμμαχία
ανάμεσα στα «δύο τέρατα», την τοκογλυφική πλουτοκρατία και την
πελατειακή οχλοκρατία, που ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είδε να «βάφει στο
αίμα» την επόμενη μέρα της ελληνικής πολίχνης του ομώνυμου
διηγήματος,[10] έχει τώρα αναπτυχθεί σε πλανητική κλίμακα. Και καθώς
«οχλοκράτης» είναι, έτσι κι αλλιώς, ο άνθρωπος που άγεται και φέρεται
από τον «όχλο των παθών» του, ο μεταμοντέρνος μηδενισμός δεν είναι παρά η
ειδική μορφή «οχλοκρατίας», η οποία αντιστοιχεί ακριβώς στην κατάρρευση
του Ατόμου της ιδιωτικής-αστικής ελευθερίας, εντός του κλωβού
«εικονικής πραγματικότητας» που η ίδια συν τω χρόνω έχει διαμορφώσει.
Χάρη στην καθήλωση του μεταμοντέρνου οχλοκράτη στο πελατειακό «παρόν»
των εκάστοτε επιθυμητικών «σωματιδίων» του, μπορεί άνετα ο διεθνής και
τεχνοσυστημικός πλέον, «σεβάσμιος τοκογλύφος», ο «νεκρόσιτος» και
«ερεβομανής», κατά τον Ποιητή, να «κοπροκρατεί το μέλλον»![11]
Κακά τα ψέματα. Στο σύστημα των «δύο τεράτων» οι «αριστεροί»
είναι είτε μηδενιστές είτε απολιθώματα. Δεν χωράει Τρίτη εκδοχή στη «Νέα
Εποχή». Το ίδιο άλλωστε συμβαίνει και με τους «φιλελεύθερους»
αντιπάλους τους. Ανάμεσα στη μοντέρνα και στη μεταμοντέρνα εποχή «χάσμα
μέγα εστήρικται». Ακόμα και αν ήταν δυνατός και επιπλέον ομόθυμα
αποδεκτός, ένας απροκατάληπτος κριτικός απολογισμός της διεθνούς
εμπειρίας της μοντερνιστικής αριστεράς, θα ήταν αδύνατο να καταστήσει
επιτυχέστερη εκείνης, την όποια «πολιτική» των μεταμοντέρνων επιγόνων
της!
Η απόλυτη αδυναμία πραγματικής αντίστασης είναι εδώ κάτι το
απολύτως φυσιολογικό. Κι αυτό σε ολόκληρη τη Δύση. Ο μύθος του
τερατοκτόνου ήρωα δεν λειτουργεί στα στερνά των ατομοκεντρικών
πολιτισμών. Τι λειτουργεί εκεί θέλει βαθειά κατάδυση στην ομόλογη εποχή
του πρώτου διδάξαντος την ελευθερία πολιτισμού, για να το αντιληφθεί
κανείς. Το θέμα είναι, πάντως, ότι «το ζητούμενο του ανθρώπου», το
απελευθερωτικό πρόταγμα, έχει πλέον τεθεί εκτός νεωτερικού πολιτισμού.
Έχει μετατεθεί εκεί όπου κι ο ίδιος γεννήθηκε: στο πεδίο των σχέσεων
ανάμεσα στις μεγάλες θρησκείες της ανθρωπότητας. Ή εν πάση περιπτώσει,
σε ό,τι σώζεται απ’ αυτές.
Το τι τέξεται εκεί η επιούσα δεν το ξέρουμε. Ελπίζουμε να μην
είναι μόνο η αλληλοκτονική μανία του εξτρεμιστικού ισλαμικού
φουνταμενταλισμού.
Θα κλείσω με την κλασική ακροτελεύτια λαϊκή μας ρήση, που
απέκτησε και μοντέρνα φιλοσοφική περιωπή, καθώς την επανέλαβε στη
συνέντευξη-διαθήκη του ο πολύς Μαρτίνος Χάϊντεγκερ: Μόνο ένας Θεός θα
μας σώσει!
Σημειώσεις
[1] Πρόκειται για τον μύθο του Κάδμου, ο οποίος ενώ
περιεργαζόταν το θεριό που μόλις σκότωσε, άκουσε μια φωνή από ψηλά να
του λέει: “Γιατί, γυιέ του Αγήνορα, κοιτάς το ερπετό που σκότωσες; Κι
εσύ, μια μέρα, θα πάρεις τέτοια μορφή”. (Απολλόδωρος).
[2] Οδυσσέας Ελύτης, Εν Λευκώ, σ. 255. Ίκαρος 1992.
[3] Αριστοτέλης, Πολιτικά.
[4] Κλασικές διατυπώσεις από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο (των
Μαρξ-Έγκελς), το Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία (του Μαρξ) και το Κράτος
και Επανάσταση (του Λένιν).
[5] Εμβληματικές διατυπώσεις του Μπενζαμέν Κονστάν (1767-1830).
[6] Για και την αυτονόμηση της Τεχνικής και την δήθεν
«ουδετερότητά» της βλ. Ζακ Ελλύλ, Το Τεχνικό Σύστημα (μετ. Γιάννης
Ιωαννίδης. Εκδ. Αλήστου Μνήμης).
[7] Για την εξέλιξη αυτή βλ. Παναγιώτης Κονδύλης, Η παρακμή
του Αστικού Πολιτισμού. Η μετάβαση από τη μοντέρνα στη μεταμοντέρνα
εποχή και από τον φιλελευθερισμό στη μαζική δημοκρατία. (Εκδ. Θεμέλιο
1995β)
[8] Παναγιώτης Κονδύλης, ΔΙΑΒΑΖΩ, τ. 384, Απρίλιος 1998.
[9] Αναφορά στα προφητικά έργα των Αλντους Χάξλεϋ (: Γενναίος
νέος κόσμος. Γρηγόρης Μ.Π. 1971) και Τζορτζ Όργουελ (: 1984. Κάκτος
1978.)
[10] Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Τα δύο τέρατα. Άπαντα, τ. Δ’
σ. 316. Κριτική έκδοση Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλος. Εκδόσεις ΔΟΜΟΣ.
(Ευχαριστίες στον Λάκη Προγκίδη που μου τα θύμισε.)
[11] Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον εστί. Ανάγνωσμα τέταρτο.