Τουλάχιστον να παύσουν αμέσως οι τόκοι, εν όσω αφαιρείται σοβαρή ποσότητα χρήματος από την αγορά, χωρίς να αναπληρώνεται!
τοῦ Νικολάου Σταυριανίδη, Ἐφέτου Διοικητικῶν Δικαστηρίων
Τώρα πού ὅλοι καί ὅλα τρέχουν λόγω ἐκτάκτων περιστάσεων
καί λόγῳ δημοσίου χρέους, οἱ δέ ζωές τῶν πενομένων καί ἀπεγνωσμένων ἀνθρώπων δέν μποροῦν νά περιμένουν τόν
χρόνο τῆς δημοκρατίας, τίς ἑκάστοτε ἐκλογές, καί τήν οἰκονομική ἀνάκαμψη καί ἀνάπτυξη μετά ἀπό τήν λήξη τῆς οἰκονομικῆς ἐπιστασίας τοῦ ΔΝΤ καί της Ε.Ε.,
διότι στό μεταξύ θά πεθάνουν, πρέπει νά
παύσουν ἄμεσα νά τρέχουν οἱ τόκοι.
Ἀντιβαίνει σέ θεμελιώδεις ἀρχές τοῦ πτωχευτικοῦ δικαίου, διεθνῶς, τό νά κηρύσσεται
πτώχευση ἤ νά τίθεται σέ ἐφαρμογή ἀναγκαστική διαχείριση, καί νά ἐξακολουθοῦν νά προστίθενται τόκοι επί τῶν ὀφειλομένων. Τόσο ὡς πρός τό χρέος τοῦ κράτους, ὅσο καί ὡς πρός τά χρέη τῶν πολιτῶν.
Καί ὅταν μάλιστα ἀφαιρεῖται χρῆμα ἀπό τήν οiκονομία, ἔστω γιά πληρωμή
δημοσίου χρέους, ἀπό ποῦ θά προκύψουν, συνολικά, οἱ τόκοι; Οἱ τόκοι προκύπτουν συνολικά, ὅταν "περισσεύει" χρῆμα σέ σχέση πρός τό
χρῆμα πού θά ἀντιστοιχοῦσε πρός τήν
συνολική ἀξία (κόστος καί εὔλογο κέρδος) τῆς παραγωγῆς ἀγαθῶν καί ὑπηρεσιῶν (τῶν τιμῶν τῶν ἀγαθῶν διατηρουμένων σταθερῶν, καθ' ὑπόθεση) –
περίσσευμα, λόγω π.χ. ἐπικερδῶν ἐξαγωγῶν ἤ μειωμένου κόστους ἐργασίας σέ προσοδοφόρους τομεῖς. Ὅταν ὅμως ἀφαιρεῖται μέρος ἀπό τό χρῆμα πού ἀντιστοιχεῖ σέ αὐτήν τήν συνολική ἀξία τῆς παραγωγῆς, τότε, rebus sic standibus, μειώνεται ἀντίστοιχα ἡ συνολική ποσότητα
τόκων πού μπορεῖ νά καταβληθῆ.
Καί ὅταν τό ἀφαιρούμενο ἀπό τήν οἰκονομία χρῆμα ἀντιστοιχεῖ σέ ἀξιόλογο ποσοστό τοῦ Α.Ε.Π., τότε ὄχι ἁπλῶς δέν εἶναι δυνατόν ἀπό οἰκονομικῆς ἀπόψεως νά καταβληθοῦν οἱ φερόμενοι ὡς ὀφειλόμενοι τόκοι, ἀλλά καί: Ἡ τυχόν ἐπιμονή τῶν δανειστῶν γιά τήν καταβολή τόκων, στήν περίπτωση μειώσεως τῆς ποσότητας τοῦ κυκλοφοροῦντος χρήματος,
συνιστᾶ ἄδικη ἀπαίτηση γιά ἐκπλήρωση ἀδύνατης ὀφειλῆς, ἀνεξάρτητα τοῦ τί προβλέπει ὁ νόμος ἤ ἡ σύμβαση.
Καθ' ὅσον, οἱ προβλέψεις περί ὀφειλῆς τόκων, προϋποθέτουν (ὡς δικαιολογητικό λόγο τοῦ νόμου ἤ ὡς δικαιοπρακτικό
θεμέλιο καθοριστικό γιά τήν εὕρεση τῆς ἀληθοῦς βουλήσεως τῶν συμβαλλομένων), σωρευτικῶς: α) οἰκονομική ἀνάπτυξη καί β) κλασσική διοχέτευση
χρημάτων, ἔστω μετρημένη, στήν οἰκονομία ἀπό τό κράτος, δυνατότητα πού πάντα τό
κράτος εἶχε μέχρι τήν εἰσαγωγή μας στό
πείραμα τοῦ εύρώ, ἀλλά δέν ἔχει πλέον. Δέν εἶναι οἰκονομικῶς καί νομικῶς δυνατόν νά ἀξιώνονται τόκοι, ὅταν συντελεῖται ἀφαίρεση σημαντικής
ποσότητας χρήματος ἀπό τήν οἰκονομία, χωρίς να ἀναπληρώνεται.
Ἕνα ἄλλο ἄτοπο, ἐξ ἄλλου, εἶναι τό νά συνοδεύεται ἡ ὕφεση ἀπό τόκους. Καί μόνον
λόγῳ τῆς ὑφέσεως, ἀρνητικά ἔπρεπε νά εἶναι τά ἐπιτόκια. Μπορεῖ νά ἰλιγγιᾶ λίγο ὁ νοῦς τῶν τοκογλύφων, καί τῶν οἰκονομολόγων πού
στηρίζουν τήν θεωρία τῆς ἀγορᾶς κυρίως ἐπί τῆς ἰδέας τοῦ κέρδους, ἀλλά δέν ὑπάρχει κανένα πρόβλημα μέ τά ἀρνητικά ἐπιτόκια. Ἁπλῶς, θά λάβῃ ὁ δανειστής κατά τι ὀλιγώτερα, ἀλλιῶς ἄς κρατήσῃ τά χρήματά του, νά
τά "κλωσσήσῃ". Ὅταν ὅμως τελειώσῃ ἡ ὕφεση, ὁ ὀφειλέτης θά ἀπευθυνθῆ καί πάλι σέ ὅποιον τοῦ δάνεισε κατά τήν ὕφεση, καί ἐκεῖνος θά κερδίσῃ, ὄχι ὁ "κλωσσῶν", πού θά
μείνῃ μέ τά ἴδια χρήματα ἀλλά πλέον ἀνεκμετάλλευτα. Τό
προσωπικό στοιχεῖο τῆς πίστεως δέν εἶναι ἀμελητέο, ὅπως θεωροῦν ὅσοι τά ἀποδίδουν ὅλα στούς νόμους τῆς ἀγορᾶς. Ὑπάρχουν καί
πρόσωπα, καί σχέσεις ἐμπιστοσύνης πού πλέκονται μεταξύ τους. Γιατί ὄχι ἀρνητικά ἐπιτόκια λοιπόν; Καί
ἡ οἰκονομία θά κινεῖται καί θά ἐπανέλθῃ γρήγορα στήν ἀνάπτυξη, καί οἱ δανειστές, τό
Δημόσιο πρῶτα ἀπό ὅλα, σέ περίπτωση ὑπερημερίας, θά σπεύδουν νά εἰσπράξουν τά ὀφειλόμενα,
προκειμένου να μήν μειώνεται ἔτι περαιτέρω ἡ ὀφειλή. Καλό θά βγῆ ἐν τέλει γιά ὅλους.
Ἀνεξάρτητα τοῦ ἐάν θά υἱοθετηθεῖ ἤ ὄχι ἡ οἰκονομικῶς ἐπιβεβλημένη ἰδέα τῶν ἀρνητικῶν ἐπιτοκίων (θά ἦταν πολύ πιό εὐχερές νά υἱοθετηθῆ, ἐάν οἱ τράπεζες ἦσαν κρατικές ἤ ἁπλοί κοινωφελεῖς φορεῖς χρήματος για
χάριν τῶν συναλλαγῶν) παραμένει ὡς πρόβλημα τό θέμα
τῶν τόκων σέ συνθῆκες ὑφέσεως, ἀναγκαστικῆς διαχειρίσεως τῆς χώρας καί - ἰδίως - νομικῆς ἤ καί πολιτικῆς ἀδυναμίας ἀναπληρώσεως τοῦ ἀφαιρουμένου ἀπό τήν οἰκονομία χρήματος.
Ἄμεσο ἀποτέλεσμα τῆς ὑπαγωγῆς στήν πολιτική τῶν μνημονίων - ἡ ὁποία εἶναι τό ἐπιστέγασμα ἀλλά καί φυσική
συνέπεια τῆς δεσμεύσεως τῆς ἐθνικῆς κυριαρχίας χάριν τοῦ εὐρώ, καί δή μέ οἰκονομικῶς ἀνεπίτρεπτη
παράλειψη προβλέψεων γιά ἐπαναδιανομή τῶν κατά φύσιν δημιουργουμένων πλεονασμάτων τῶν βορείων
βιομηχανικῶν χωρῶν τῆς Εὐρώπης στήν Νότια Εὐρώπη (μέ τήν μεγάλη καί ποιοτική ἀγροτική παραγωγή),
καί ἄνευ κοινῆς Εὐρωπαϊκῆς οἰκονομικῆς πολιτικῆς - ἦταν καί δυστυχῶς εἶναι, ὅτι ἡ ἀφαίρεση σημαντικής
ποσότητας χρήματος ἀπό τήν Ἑλληνική ἀγορά, γιά τήν ἐξόφληση τῶν φερομένων σήμερα ὡς δανειστῶν, δέν ἀντισταθμίζεται
πλέον ἀπό τήν δυνατότητα ἀναπληρώσεως τῆς ποσότητας τοῦ ἀφαιρουμένου
χρήματος ἤ μέρους αὐτῆς-ἀναπληρώσεως εἴτε δι' ἐκδόσεως χρήματος, εἴτε διά δανείων, εἴτε ἄλλως πώς.
Ὑπό συνθήκες δέ ὑφέσεως, ἡ ὁποία κατά κύριο
λόγο εἶναι ἄμεσο ἀποτέλεσμα τῆς ὑπαγωγῆς μας στίς
πολιτικές τῶν μνημονίων, ἀποκλείεται ἡ ἀναπλήρωση τοῦ ἀφαιρουμένου χρήματος μέ αὔξηση, λόγω αὐξήσεως τῆς παραγωγικῆς δραστηριότητας, τῶν ἐξαγωγῶν (μόνη δέ ἡ αὔξηση τῶν ἐξαγωγῶν χωρίς τήν αὔξηση τῆς παραγωγῆς, θά προσέθετε μέν
λίγο χρῆμα, ἀλλά μέ πολιτικά καί
συνταγματικά ἀπαράδεκτο τίμημα τήν στέρηση καί τῶν ἀναγκαίων, ἀφοῦ αὐτά θα ἐξήγοντο).
Μέ ἕνα λόγο, α) ἡ ὑπαγωγή στό εὐρώ μέ στέρηση τῆς ἐξουσίας τοῦ κράτους γιά ἔκδοση τοῦ ἀναγκαίου πρόσθετου
χρήματος καί μέ προδήλως ἐσφαλμένες οἰκονομικές προϋποθέσεις, καί β) ἡ ὑπαγωγή στά μνημόνια
πού κατά κύριο λόγο προκάλεσαν τήν ὕφεση, ἔτσι ὥστε νά ἀποκλείεται ἡ παραγωγική αὔξηση καί ἡ ἐξ αὐτῆς αὔξηση τῶν ἐξαγωγῶν, εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα ὅτι, ὅ,τι χρῆμα ἀφαιρεῖται ἀπό τήν ἐγχώρια ἀγορά γιά ἀποπληρωμή του
δημοσίου χρέους, νά μήν μπορῆ πλέον νά ἀναπληρωθῆ οὔτε στό ἐλάχιστο.
Συνεπῶς (πέραν τοῦ ὅτι θά ἦταν νομικῶς χρήσιμο, νά προσδιορισθῆ
ποῖο τό ὕψος τῆς ρευστότητος πού ὑπάρχει στά νοικοκυριά καί ποῖο το συνολικῶς ὀφειλόμενο κεφάλαιο,
ἄρα ποία ἀναλογία ἐπί τοῦ κεφαλαίου τῶν χρεῶν δύναται πράγματι
νά ἐξοφληθῆ, χωρίς παραβίαση
τοῦ σεβασμοῦ τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας καί τῆς περιουσίας τῶν πολιτῶν), ὑπάρχει σοβαρή ἀφαίρεση χρήματος ἀπό τήν ἐσωτερική Ἑλληνική ἀγορά, ἄνευ δυνατότητος ἀναπληρώσεως αὐτοῦ, ὅπως ὑπῆρχε στό παρελθόν. Καί ἑπομένως, δέν ὑπάρχει πλέον συνολικῶς, ἐντός τῆς Ἑλλάδος, διαθέσιμη ποσότητα χρήματος γιά τήν καταβολή
τόκων.
Ἴσως δέ, νά μήν δύναται πλέον να ὑπάρξῃ κατά πρόβλεψη ἐντός τῆς Ἑλλάδος στά ἑπόμενα χρόνια καί ἄνευ ἐξοντωτικοῦ δανεισμοῦ, οὔτε κάν διαθέσιμη ποσότητα χρήματος στά
νοικοκυριά, γιά τήν ἀποπληρωμή ἀπό αὐτά καί αὐτοῦ ἀκόμη τοῦ συνολικῶς ὀφειλομένου
κεφαλαίου, στόν συμβατικό του χρόνο. Αὐτά, δέν εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς δράσεως τῶν ἰδιωτῶν, ἀλλά εἶναι ἀποκλειστικό ἀποτέλεσμα τῆς ἀφαιρέσεως τοῦ χρήματος, ἄνευ ἀναπληρώσεως αὐτοῦ μηδέ κάν στοιχειώδους - ὅπως προσωρινῶς καί γιά τίς ἀνάγκες ρευστότητας
τῆς οἰκονομίας μας, πρᾶγμα τό ὁποῖο συνέβαινε μέχρι
πρό τινος.
Νομίζουμε ὡς ἐκ τούτου, ὅτι τά Δικαστήρια ἔχουν τήν ἐξουσία καί τήν ὑποχρέωση, νά λάβουν
ὑπ' ὄψη τους τίς ἔκτακτες περιστάσεις
στίς ὁποῖες εὑρίσκεται ἡ χώρα κατά τά ἀνωτέρω, ἀλλά καί ἕνας ἕκαστος ὀφειλέτης καί
δανειστής, καί συσταθμίζοντας τό συμφέρον ἀμφοτέρων τῶν τελευταίων, νά ἀρνοῦνται, κατ' ἀρχήν, τόσο τήν ἐπιβάρυνση τῶν χρεῶν μέ τόκους ἀπό τότε πού ἡ Ἑλλάδα ὑπήχθη σέ οἰωνεί (ἀλλά οὐσιαστική) ἀναγκαστική διαχείριση μέσῳ τοῦ πρώτου μνημονίου
('Ιούνιος 2010), ὅσο καί τήν ἀναγκαστική ἐκτέλεση ὡς πρός κάθε ποσό τόκων πού ἀφορᾶ τό χρονικό
διάστημα ἀπό τόν Ιούνιο τοῦ 2010 και μετά. Τυχόν ἀναγνωρισμένα δικαστικῶς, ἤ βεβαιωμένα μέ ὁριστικοποιηθεῖσες διοικητικές πράξεις, χρέη ἀπό τόκους γιά τό
χρονικό διάστημα ἀπό τόν Ιούνιο του 2010 και μετά, πρέπει νά παραμένουν ὡς ὀφειλόμενα, ἀλλά ἄνευ ἐπιπρόσθετης
τοκοφορίας λόγω ὑπερημερίας, καί ἄνευ ἀναγκαστικής ἐκτελέσεως.
Ταῦτα δέ, τόσον α) μέχρι τήν ἔξοδο τῆς Ἑλλάδας ἀπό τήν οἰωνεί αναγκαστική
διαχείριση καί πιό συγκεκριμένα τήν ἔξοδο ἀπό τήν κατάσταση τῆς "ἀφαιμάξεως" ἀπό τήν Ἑλληνική ἀγορά σημαντικῆς ποσότητας χρήματος ἄνευ νομικῆς καί /ἤ πραγματικῆς δυνατότητος ἀναπληρώσεως αὐτοῦ, ὅσον καί β) μέχρι τήν ἔξοδο τῆς Ἑλλάδας ἀπό τήν ὕφεση καί τήν οὐσιαστική ἐπανέναρξη τῆς οἰκονομικῆς ἀναπτύξεως.
Ἡ ὑποχρέωση αὐτή τῶν δικαστηρίων ἀπορρέει ἀπό τήν διάταξη τοῦ ἄρθρου 2 παρ. 1 καί 5 παρ. 1 τοῦ Συντάγματος, καί ἀπό τήν ἐξουσία πού ἔχουν βάσει τοῦ ἄρθρου 26 αὐτοῦ.
Σέ καμία περίπτωση δέν πρόκειται γιά θέμα πού ἀφορᾶ ἀποκλειστικά τήν ἄσκηση κυβερνητικῆς ἐξουσίας καί οἰκονομικῆς πολιτικῆς τῆς κυβερνήσεως. Μάλιστα,
ὐπάρχει
καί παράλειψη τοῦ νομοθέτη νά ἀνταποκριθῆ στά συνταγματικά του καθήκοντα θεσπίζοντας ρητῶς αὐτήν τήν μερική
σεισάχθεια ὑπό τίς ἀνωτέρω ἐκτεθεῖσες συνθῆκες πρόδηλης οἰκονομικῆς ἀδυναμίας τῆς ὅλης οἰκονομίας γιά
καταβολή καί τόκων. Τυχόν κατ' εξαίρεση δυνατότητα ὁρισμένων νά ἐξακολουθήσουν τήν
καταβολή τόκων, ἀποτελεῖ ὑπο τίς ἀνωτέρω συνθῆκες, φαινόμενο ὀφειλόμενο σέ
περιστάσεις ὅλως εἰδικές, πού συνιστοῦν ἐξαίρεση ἀπό τίς ἐξαιρετικές περιστάσεις ἀδυναμίας καταβολῆς τόκων πού
πλήττουν σχεδόν ὅλους τούς λοιπούς Ἕλληνες ὀφειλέτες. Τόσο μεταξύ τους, ὅσο καί ἔναντι τῶν Τραπεζῶν καί ἔναντι τοῦ Δημοσίου, τῶν ΟΤΑ καί τῶν ν.π.δ.δ. Γιά λόγους ἰσότητας δέ, πρέπει
νά θεωρεῖται ὅτι καί ἀντίστροφα δέν ὀφείλονται τόκοι ἀπό τόν 'Ιούνιο του
2010 καί ἐφ ἑξῆς.
Ἀντιθέτως πρός τήν μή ὀφειλή καί μή περίληψη σέ ἀναγκαστική ἐκτέλεση τῶν τόκων ἀπό τόν Ἰούνιο τοῦ 2010 καί ἐφ ἑξῆς, πού εἶναι θέμα τοῦ ὁποίου μποροῦν νά ἐπιληφθοῦν εὐθέως τά Δικαστήρια,
χρειάζεται κατ' ἀρχήν νομοθετική ρύθμιση γιά τήν περαιτέρω
ποσοστιαία μείωση ὅλων τῶν ὀφειλῶν ἐντός τῆς Ἑλλάδος, οὕτως ὥστε νά ἐπανεύρουν τήν
συνολική ἀντιστοιχία τους πρός τήν διαθέσιμη, καί τήν προβλεπόμενη
ὡς
διαθέσιμη, ρευστότητα τῶν νοικοκυριῶν.
Τοῦτο, παρά τό ὅτι εἶναι δυνατόν νά ἐξαχθοῦν ἀμέσως καί εὐθέως ἀπό τά Δικαστήρια,
συμπεράσματα ὡς πρός τήν γενική κατ' ἀρχήν ἀδυναμία καταβολῆς μέρους τοῦ συνολικῶς ὀφειλομένου ἀπό τά νοικοκυριά χρέους (ἀπό τόν 'Ιούνιο τοῦ 2010 καί μετά, ἡ ποσοστιαία μείωση
τῆς
συνολικῆς ρευστότητας πού διαθέτουν τά νοικοκυριά ἐν Ἑλλάδι, λόγῳ τῆς ἐξοφλήσεως τοῦ δημοσίου χρέους ὑπό συνθῆκες λιτότητος καί ὑφέσεως, θά εἶναι κατά πᾶσα πιθανότητα πολύ
μεγαλύτερη ἀπό τήν ποσοστιαία μείωση τοῦ Α.Ε.Π.), καί ὡς πρός τήν
περαιτέρω ἀνυπαίτια συγκεκριμένη οἰκονομική δυσχέρεια (βάσει τῶν ἑκατέρωθεν
προβαλλομένων κάι ἀποδεικνυομένων), καί νά ἀναγωρισθοῦν, σέ ἐξαιρετικές
περιπτώσεις, εὔλογες ποσοστιαῖες μειώσεις συγκεκριμένων χρεῶν. Ἀπαιτεῖται πάντως δέ,
νομοθετική ρύθμιση, διότι ἀπό μία δικαία καί
ρεαλιστική μείωση τοῦ κεφαλαίου πού συνολικῶς ὀφείλεται ἀπό τούς Ἕλληνες πρός νομικά
καί φυσικά πρόσωπα ἐν Ἑλλάδι, τίθεται θέμα ἐπιβιώσεως τοῦ τραπεζικοῦ τομέως, εἴτε ὡς ἰδιωτικοῦ εἴτε ὡς ἐπανερχομένου ἐν ὅλῳ ἤ ἐν μέρει, στόν δημόσιο ἔλεγχο - καί ἄρα, ὡς πρός τήν γενική αὐτήν ρύθμιση καί
μόνον, τό θέμα εἶναι κατ' ἀρχήν πολιτικό.
Ὅπως πολιτική εἶναι, κατ' ἀρχήν, καί ἡ εὐθύνη γιά τήν μεταφορά στό φερόμενο ὡς δημόσιο χρέος, τῶν θεμελιωδῶν παγκοσμίως ἀρχῶν τοῦ πτωχευτικοῦ δικαίου περί μή
τοκοφορίας τῶν ἀπαιτήσεων δανειστῶν μετά ἀπό τήν στάση πληρωμῶν ἤ τήν θέση σέ ἀναγκαστική διαχείριση ἤ ὑποχρεωτική ἐποπτεία. Πρόκειται
γιά τήν ἀπάλειψη τῆς τοκοφορίας μετά
τόν Ἰούνιο τοῦ 2010, τῶν ἀπαιτήσεων σέ βάρος
τῆς Ἑλλάδος, οἱ ὁποῖες προϋπῆρχαν τοῦ Ἰουνίου τοῦ 2010, καθώς καί
περί μή τοκοφορίας ἐκείνων τῶν ἀπαιτήσεων πού συνεφωνήθησαν ἐν συνεχείᾳ (μετά τόκων σέ
βάρος τοῦ Ἑλληνικοῦ Δημοσίου κατά
παραβίαση τοῦ ἄρθρου 1 παρ. 1 τοῦ Ἑλληνικοῦ Συντάγματος),
χάριν τῆς σωτηρίας, κυρίως,
τῶν γερμανικῶν καί γαλλικῶν τραπεζῶν.
Ὅλα τά ζητήματα τῆς νομιμότητας καί ὑποχρεωτικότητας τῆς ὀφειλῆς τόκων, ὑπό συνθῆκες ὑφέσεως καί μειωμένης ρευστότητος τῆς ὅλης ἐθνικῆς οἰκονομίας (ἔκτακτη νομιμότητα λόγῳ τῶν ἐξαιρετικῶν συνθηκῶν), ἀλλά καί ἡ ὑποχρεωτικότητα τῆς ὑπό τοιαῦτες συνθῆκες ὀφειλῆς κεφαλαίου, εἴτε ἀπό χρέη τοῦ ἐσωτερικοῦ μεταξύ ἰδιωτῶν καί κράτους ἤ ν.π.δ.δ., εἴτε ἀπό χρέη δανείων πού ἀνελήφθησαν ὑπό τοῦ Δημοσίου, εὐθέως ἤ διά μέσου Τραπεζῶν, ἀπό δημόσιους ἤ ἰδιωτικούς φορεῖς τοῦ ἐξωτερικοῦ, ἀποτελοῦν συνταγματικῶς ζήτημα εὐθύνης ἐν τέλει τῶν Ἑλληνικῶν Δικαστηρίων.
http://infognomonpolitics.blogspot.gr/2013/11/blog-post_2567.html#more
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου