Στο άρθρο μας της Παρασκευής αναφερθήκαμε στο δυσεπίλυτο
πρόβλημα της διαχείρισης του γεωπολιτικού θησαυρού που συνιστά ο
ελληνικός χώρος, μια διαχείριση που σε επίπεδο σχεδιασμού και κυρίως
εφαρμογής ανήκει παραδοσιακά στο υπουργείο Εξωτερικών.
Στο προηγούμενο σημείωμά μας καταλήξαμε ότι ο γεωπολιτικός προσανατολισμός της Ελλάδος προς τη Δύση, ιδιαίτερα μετά την είσοδο της χώρας μας στο ΝΑΤΟ, περιόρισε δραματικά το πεδίο ανεξάρτητης και πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, ενώ, όσον αφορά τα ελληνοτουρκικά, η Ελλάδα ήταν ο μεγάλος χαμένος, αφού η Τουρκία λόγω θέσης και μεγέθους ήταν πιο χρήσιμη για τις ΗΠΑ στο μεγάλο ζητούμενο της Δύσης (έως το 1990), που ήταν η αντιμετώπιση της κομμουνιστικής απειλής.
Ενα θέμα που αξίζει ιδιαίτερης μελέτης και προσοχής είναι πώς διαχειρίστηκε συγκριτικά με την Αγκυρα η Αθήνα -και εννοούμε τις κυβερνήσεις ως σύνολο αλλά και το υπουργείο Εξωτερικών- τη σχέση της Ελλάδας με το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ.
Τραγική στιγμή για τα συμφέροντα της χώρας μας και για τον έλεγχο του Αιγαίου αποτελεί η απόφαση της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητος, το 1974, να αποχωρήσει από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, με τη δικαιολογία ότι «το ΝΑΤΟ αποδείχθηκε ανίκανο να παρεμποδίσει την Τουρκία από την εξαπόλυση νέας βάρβαρης και απρόκλητης επίθεσης κατά της Κύπρου… Το ΝΑΤΟ δεν έχει επομένως λόγο ύπαρξης και δεν μπορεί να εκπληρώσει τον σκοπό για τον οποίο συνεστήθη, αφού δεν μπορεί να αποτρέψει τον πόλεμο μεταξύ δύο μελών του».
Τι ακολούθησε είναι γνωστό. Εως το 1974 ο επιχειρησιακός χώρος του Αιγαίου ήταν με τον ΝΑΤΟϊκό νόμο υπό τον έλεγχο της Ελλάδας και με την έξοδό μας από το στρατιωτικό σκέλος της Ατλαντικής Συμμαχίας άρχισε το γαϊτανάκι των τουρκικών διεκδικήσεων, που έφτασε ως τις βόλτες των τουρκικών αεροπλάνων και των φρεγατών στη Μύκονο και τη Ραφήνα.
Η επάνοδός μας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ δεν έλυσε τα προβλήματα στο Αιγαίο, αφού μπήκαμε με τους όρους που επέβαλε η Τουρκία, οι κυβερνήσεις της οποίας αποδείχτηκαν σκληροί διαπραγματευτές στις συνομιλίες τους με τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ, εν αντιθέσει με τις αντίστοιχες ελληνικές.
Και τώρα εισερχόμεθα στην καρδιά του προβλήματος. Ενώ το Σύμφωνο της Βαρσοβίας και η Σοβιετική Ενωση κατέρρευσαν και ο ελληνικός χώρος αποδείχτηκε και αποδεικνύεται μέρα με τη μέρα πολύ πιο σημαντικής γεωπολιτικής αξίας από αυτόν της Τουρκίας, οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν κατόρθωσαν να ανατρέψουν τον αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και στις σχέσεις με την Ουάσινγκτον, με αποτέλεσμα οι επιθετικές βλέψεις της Τουρκίας να συνεχίζονται στο Αιγαίο και στη Θράκη, όπως επίσης συνεχίζεται η κατοχή της Κύπρου.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αδυναμίας αυτής της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι το ζήτημα των Πομάκων της Θράκης, τους οποίους δεχτήκαμε να τουρκοποιήσουμε, αποδεχόμενοι τη ΝΑΤΟϊκή άποψη ότι οι σλαβόφωνοι αυτοί πληθυσμοί ήταν δυνατόν να αποτελέσουν θύλακο επιρροής από τις Βουλγαρία - Ρωσία, σε μια περιοχή που είχε ιδιαίτερη σημασία για το ΝΑΤΟ, αφού οι οικισμοί των Πομάκων σχεδόν αγγίζουν το Θρακικό Πέλαγος.
Σε τι συνίσταται η αδυναμία;
Η κομμουνιστική απειλή έχει παρέλθει από το 1990, όμως η πολιτική τουρκοποίησης των Πομάκων συνεχίζεται έως σήμερα, με τη συνενοχή του ελληνικού κράτους.
Τελευταίο παράδειγμα της αδυναμίας διαχείρισης της σχέσης της χώρας μας με το ΝΑΤΟ αλλά και με την ίδια την Ε.Ε. αποτελεί το ζήτημα των κυρώσεων απέναντι στη Ρωσία.
Η χώρα μας θα υποστεί σοβαρό οικονομικό πλήγμα από τις κυρώσεις αυτές. Ηδη αυτό γίνεται αισθητό στον τομέα του τουρισμού, όπου οι απώλειες μπορεί να φτάσουν και το μισό δισεκατομμύριο ευρώ, ενώ οι επιπτώσεις στον τομέα της εξαγωγής αγροτικών προϊόντων θα είναι καταστροφικές για τον ήδη διαλυμένο αγροτικό τομέα της χώρας μας.
Αν λάβει υπ’ όψιν του κανείς ότι όλα αυτά συμβαίνουν τη στιγμή που η Ελλάδα κάνει προσπάθειες να ορθοποδήσει από μια καταστροφή που διαλύει την ελληνική κοινωνία τα τελευταία πέντε χρόνια, θα περίμενε από την ελληνική κυβέρνηση και το ΥΠ.ΕΞ. να κάνουν τα πάντα για να περιοριστούν οι αρνητικές συνέπειες από τις κυρώσεις της Ε.Ε.
Αν μελετήσει κανείς τις ενέργειες που έκανε η Ελλάδα, όπως καταγράφονται στην επίσημη ιστοσελίδα του ΥΠ.ΕΞ., θα διαπιστώσει ότι οι όποιες ενέργειες γίνονται προς τη ρωσική πλευρά!
Για να αντιληφθούμε την πηγή των προβλημάτων και το ελληνικό πολιτικό έλλειμμα, αρκεί να λάβουμε υπ’ όψιν ότι ο πρωθυπουργός της Φινλανδίας Αλεξάντερ Στουμπ για το ίδιο θέμα δήλωσε: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, εάν οι κυρώσεις πλήξουν δυσανάλογα τη Φινλανδία, θα επιδιώξουμε τη στήριξη των Ευρωπαίων εταίρων μας».
Οι αναγνώστες μας μπορούν να κάνουν τη σύγκριση.
Σάββας Καλεντερίδης
δημοκρατία της Κυριακής
Στο προηγούμενο σημείωμά μας καταλήξαμε ότι ο γεωπολιτικός προσανατολισμός της Ελλάδος προς τη Δύση, ιδιαίτερα μετά την είσοδο της χώρας μας στο ΝΑΤΟ, περιόρισε δραματικά το πεδίο ανεξάρτητης και πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, ενώ, όσον αφορά τα ελληνοτουρκικά, η Ελλάδα ήταν ο μεγάλος χαμένος, αφού η Τουρκία λόγω θέσης και μεγέθους ήταν πιο χρήσιμη για τις ΗΠΑ στο μεγάλο ζητούμενο της Δύσης (έως το 1990), που ήταν η αντιμετώπιση της κομμουνιστικής απειλής.
Ενα θέμα που αξίζει ιδιαίτερης μελέτης και προσοχής είναι πώς διαχειρίστηκε συγκριτικά με την Αγκυρα η Αθήνα -και εννοούμε τις κυβερνήσεις ως σύνολο αλλά και το υπουργείο Εξωτερικών- τη σχέση της Ελλάδας με το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ.
Τραγική στιγμή για τα συμφέροντα της χώρας μας και για τον έλεγχο του Αιγαίου αποτελεί η απόφαση της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητος, το 1974, να αποχωρήσει από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, με τη δικαιολογία ότι «το ΝΑΤΟ αποδείχθηκε ανίκανο να παρεμποδίσει την Τουρκία από την εξαπόλυση νέας βάρβαρης και απρόκλητης επίθεσης κατά της Κύπρου… Το ΝΑΤΟ δεν έχει επομένως λόγο ύπαρξης και δεν μπορεί να εκπληρώσει τον σκοπό για τον οποίο συνεστήθη, αφού δεν μπορεί να αποτρέψει τον πόλεμο μεταξύ δύο μελών του».
Τι ακολούθησε είναι γνωστό. Εως το 1974 ο επιχειρησιακός χώρος του Αιγαίου ήταν με τον ΝΑΤΟϊκό νόμο υπό τον έλεγχο της Ελλάδας και με την έξοδό μας από το στρατιωτικό σκέλος της Ατλαντικής Συμμαχίας άρχισε το γαϊτανάκι των τουρκικών διεκδικήσεων, που έφτασε ως τις βόλτες των τουρκικών αεροπλάνων και των φρεγατών στη Μύκονο και τη Ραφήνα.
Η επάνοδός μας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ δεν έλυσε τα προβλήματα στο Αιγαίο, αφού μπήκαμε με τους όρους που επέβαλε η Τουρκία, οι κυβερνήσεις της οποίας αποδείχτηκαν σκληροί διαπραγματευτές στις συνομιλίες τους με τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ, εν αντιθέσει με τις αντίστοιχες ελληνικές.
Και τώρα εισερχόμεθα στην καρδιά του προβλήματος. Ενώ το Σύμφωνο της Βαρσοβίας και η Σοβιετική Ενωση κατέρρευσαν και ο ελληνικός χώρος αποδείχτηκε και αποδεικνύεται μέρα με τη μέρα πολύ πιο σημαντικής γεωπολιτικής αξίας από αυτόν της Τουρκίας, οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν κατόρθωσαν να ανατρέψουν τον αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και στις σχέσεις με την Ουάσινγκτον, με αποτέλεσμα οι επιθετικές βλέψεις της Τουρκίας να συνεχίζονται στο Αιγαίο και στη Θράκη, όπως επίσης συνεχίζεται η κατοχή της Κύπρου.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αδυναμίας αυτής της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι το ζήτημα των Πομάκων της Θράκης, τους οποίους δεχτήκαμε να τουρκοποιήσουμε, αποδεχόμενοι τη ΝΑΤΟϊκή άποψη ότι οι σλαβόφωνοι αυτοί πληθυσμοί ήταν δυνατόν να αποτελέσουν θύλακο επιρροής από τις Βουλγαρία - Ρωσία, σε μια περιοχή που είχε ιδιαίτερη σημασία για το ΝΑΤΟ, αφού οι οικισμοί των Πομάκων σχεδόν αγγίζουν το Θρακικό Πέλαγος.
Σε τι συνίσταται η αδυναμία;
Η κομμουνιστική απειλή έχει παρέλθει από το 1990, όμως η πολιτική τουρκοποίησης των Πομάκων συνεχίζεται έως σήμερα, με τη συνενοχή του ελληνικού κράτους.
Τελευταίο παράδειγμα της αδυναμίας διαχείρισης της σχέσης της χώρας μας με το ΝΑΤΟ αλλά και με την ίδια την Ε.Ε. αποτελεί το ζήτημα των κυρώσεων απέναντι στη Ρωσία.
Η χώρα μας θα υποστεί σοβαρό οικονομικό πλήγμα από τις κυρώσεις αυτές. Ηδη αυτό γίνεται αισθητό στον τομέα του τουρισμού, όπου οι απώλειες μπορεί να φτάσουν και το μισό δισεκατομμύριο ευρώ, ενώ οι επιπτώσεις στον τομέα της εξαγωγής αγροτικών προϊόντων θα είναι καταστροφικές για τον ήδη διαλυμένο αγροτικό τομέα της χώρας μας.
Αν λάβει υπ’ όψιν του κανείς ότι όλα αυτά συμβαίνουν τη στιγμή που η Ελλάδα κάνει προσπάθειες να ορθοποδήσει από μια καταστροφή που διαλύει την ελληνική κοινωνία τα τελευταία πέντε χρόνια, θα περίμενε από την ελληνική κυβέρνηση και το ΥΠ.ΕΞ. να κάνουν τα πάντα για να περιοριστούν οι αρνητικές συνέπειες από τις κυρώσεις της Ε.Ε.
Αν μελετήσει κανείς τις ενέργειες που έκανε η Ελλάδα, όπως καταγράφονται στην επίσημη ιστοσελίδα του ΥΠ.ΕΞ., θα διαπιστώσει ότι οι όποιες ενέργειες γίνονται προς τη ρωσική πλευρά!
Για να αντιληφθούμε την πηγή των προβλημάτων και το ελληνικό πολιτικό έλλειμμα, αρκεί να λάβουμε υπ’ όψιν ότι ο πρωθυπουργός της Φινλανδίας Αλεξάντερ Στουμπ για το ίδιο θέμα δήλωσε: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, εάν οι κυρώσεις πλήξουν δυσανάλογα τη Φινλανδία, θα επιδιώξουμε τη στήριξη των Ευρωπαίων εταίρων μας».
Οι αναγνώστες μας μπορούν να κάνουν τη σύγκριση.
Σάββας Καλεντερίδης
δημοκρατία της Κυριακής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου