Μέγας μπελάς οι ποιητές. Ειδικά κάποτε που η Ελλάδα έβγαζε κάτι αλλοπαρμένους σαν τον Σικελιανό, αυτόν που ξεσήκωσε τον κόσμο με τις Δελφικές Γιορτές του, την ομορφιά του και την ποιητική του μεγαλοστομία. Ναι, ναι, αυτός που εμψύχωσε τα πλήθη στην Κατοχή στην κηδεία του Παλαμά. Αυτοί λοιπόν οι ποιητές, όταν πεθαίνουν, αφήνουν πίσω τους εκτός από την ποίησή τους και ορισμένα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία υποτίθεται θυμίζουν το πέρασμά τους από τον μάταιο τούτο κόσμο. Και με τη μεν ποίηση το πρόβλημα δεν είναι και τόσο σοβαρό. Ο καθένας μπορεί να λέει ότι την έχει διαβάσει και συνεχίζει να τη διαβάζει, ξέροντας πως κανείς δεν πρόκειται να τον ελέγξει ή να τον διαψεύσει, αφού το πιθανότερο είναι πως κι αυτός που τον ακούει δεν την έχει διαβάσει και δεν τη διαβάζει. Με τα υπόλοιπα περιουσιακά στοιχεία όμως, κυρίως αυτά τα σπίτια όπου κάποτε έζησαν, καθότι δεν υπήρχαν ποιητές νομάδες παρ’ ημίν, το πρόβλημα είναι σοβαρό, διότι τα σπίτια μπορεί να τα δει ο καθένας. Και για καλό και για κακό.
Για καλό, όπως το εξοχικό σπίτι του Σικελιανού στη Σαλαμίνα, δίπλα στη Μονή Φανερωμένης. Αυτό λοιπόν κάποτε ο Δήμος Σαλαμίνας αποφάσισε να το επισκευάσει και, επειδή ακόμη ζούσε η Αννα Σικελιανού, εκείνη προσφέρθηκε να μεταφέρει εκεί προσωπικά του αντικείμενα ώστε να γίνει ένα μικρό μουσείο. Ωραία πράγματα. Και το μεν σπίτι επισκευάσθηκε, όμως, αφού επισκευάσθηκε εγκαταλείφθηκε και παραμένει κλειστό στους επισκέπτες, οι οποίοι, αδιάκριτοι και περίεργοι, επιθυμούν να το επισκεφθούν. Παρ’ όλ’ αυτά το σπίτι συμμετέχει ενεργά στην ανάδειξη του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού, αφού στην αναμνηστική πλάκα διακρίνονται και τα ονόματα κάποιου Γιώργου Καλού, διαπρεπούς υφυπουργού του Πολιτισμού, και του δημάρχου της εποχής εκείνης με χαρακτήρες ιδίου μεγέθους με αυτούς που σχηματίζουν το όνομα του ποιητή. Ιδού η χρησιμότης των ποιητών: μας βοηθούν να θυμόμαστε τους αρμόδιους για την ποίηση υπουργούς, υφυπουργούς, δημάρχους και κοινοτάρχες.
Για την αρνητική πλευρά του ποιητικού μπελά, διάβασα προχθές στην «Κ» ένα ρεπορτάζ του Τάσου Οικονόμου από τη Λευκάδα, όπου και το σπίτι στο οποίο είδε το φως της ημέρας ο ποιητής. Εκεί λοιπόν ερίζουν η Εθνική Τράπεζα και ο Δήμος Λευκάδας, όχι για το ποιος θα το φτιάξει και θα το αξιοποιήσει ως μνημείο, αλλά για το ποιος δεν θα το φτιάξει. Η μεν Εθνική λέει πως διαθέτει το μεγαλύτερο μέρος του απαιτούμενου ποσού αλλά πρέπει να συμμετάσχει και ο δήμος με τα ΕΣΠΑ πολιτισμού, ο οποίος όμως δήμος λέει πως έχει άλλες δουλειές να κάνει, και η ιστορία γενικά θυμίζει ζεύγος που προσπαθεί ο ένας να φορτώσει στον άλλον την κηδεμονία του προβληματικού παιδιού τους. Στη χώρα όπου το στέγαστρο του Ολυμπιακού Σταδίου, το καμάρι του Καλατράβα, έχει άδεια πέργκολας, όλα αυτά μοιάζουν με ασήμαντες λεπτομέρειες, είναι όμως ενδεικτικά του μέσου μορφωτικού επιπέδου το οποίο, καθότι υπολειπόμενον του μέσου, όλα αυτά τα αντιμετωπίζει ως κακούς μπελάδες και περισσότερο ενδιαφέρεται για την ταβέρνα που ενδεχομένως θα ανοίξει δίπλα στο σπίτι του Σικελιανού παρά για το ίδιο το σπίτι του Σικελιανού. Οπως και μερικοί που κόπτονται για την Επίδαυρο και τα αρχαία της δράματα ενώ στην πραγματικότητα ενδιαφέρονται για τα σύγχρονα δράματα των εστιατόρων του Ληγουριού.
Κάποτε, μόλις είχε πάρει το Νομπέλ ο Ελύτης, είχαν οργανώσει προς τιμήν του εκδήλωση στην πρεσβεία του Λονδίνου. Ωσπου κάποια στιγμή εμφανίστηκε ο Ανδρέας Γ. Παπανδρέου, ο οποίος ακόμη δεν είχε γίνει πρωθυπουργός, και όλοι εγκατέλειψαν το τιμώμενο πρόσωπο για να περιτριγυρίσουν τον αείμνηστο. Σιγά μην έχαναν την ευκαιρία. Είπαμε κακός μπελάς οι ποιητές και το μόνο καλό με δαύτους είναι ότι δεν χρειάζεται να τους διαβάσεις για να λες πως τους έχεις διαβάσει.
http://www.kathimerini.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου