Κώστας Χατζηαντωνίου
Παραπορευόμενοι
μέσα στους ατελεύτητους κύκλους της συνήθους περί την κρίση
καθεστωτικής αερολογίας, μετ’ επιτάσεως ακούμε εδώ και καιρό ένα
επιχείρημα που παρά τη συστηματική επανάληψή του όχι μόνο δεν πείθει
αλλά φαίνεται μάλλον να τροφοδοτεί αυτό το οποίο καταγγέλλει. Μιλούμε
για τη θεωρία των δύο άκρων και ιδιαίτερα για τις διακηρύξεις σχετικά με
τους κινδύνους από τη θεαματική αναβίωση του φασισμού. Οι φορείς αυτού
του επιχειρήματος προφανώς δεν έχουν την ευφυΐα να αντιληφθούν ότι
κρούουν ανοιχτές θύρες. Η ελληνική κοινωνία όμως έχει καθαρή συνείδηση
της δαιμονικής ουσίας του φασισμού και της φυσιογνωμίας του εν Ελλάδι
πολιτικού του φορέα, όπως γνωρίζει άριστα και τον καιροσκοπισμό της
αριστεράς. Και είναι ακριβώς η συνείδηση αυτή που πυκνώνει διαρκώς τις
τάξεις των άκρων.
Σημαίνει
τούτο ότι η ελληνική κοινωνία ριζοσπαστικοποιείται ή φασιστικοποιείται;
Κάθε άλλο. Φτάνουμε στο απόγειο του μεταπολιτευτικού ανθρώπου, του
ανθρώπου μιας εποχής ξέφρενου ατομικισμού και εξισωτικού φθόνου, που
νιώθει να καταρρέει ο μόνος σκοπός υπάρξεώς του. Σε συνθήκες μαζικής
απελπισίας, η γοητεία του κακού είναι η μόνη λυτρωτική λειτουργία για τα
θύματα της κρίσης που το μόνο στο οποίο πιστεύουν πλέον είναι η
εκδίκηση. Σ’ ένα κόσμο γενικευμένης κακότητας και ταξικής βίας, ο
φασισμός γοητεύει όλο και περισσότερο διότι τολμά να πετάξει τις μάσκες
του ουμανισμού και να μιλήσει ανοιχτά, σωματικά, με τους όρους της βίας
και της κακότητας. Αυτό που του δίνει το μεγάλο πλεονέκτημα σε καιρούς
κοινωνικής και ηθικής διάλυσης, όπως αυτή που ζούμε, είναι το
πλεονέκτημα της ωμής ειλικρίνειας απέναντι στην αστική υποκρισία όσων
κρύβουν την κακότητά τους με ανθρωπιστικές διακηρύξεις ή με θρησκευτικά
κηρύγματα. Πρόκειται για όπλο ισχυρότατο το οποίο ενισχύεται παράλληλα
με το αίσθημα της συντροφικότητας και μυθικές τελετουργίες, την ίδια ώρα
που οι δημοκρατικοί πολίτες οχυρώνονται στην ατομικότητά τους.
Μόνο
μετά από τούτες τις εισαγωγικές παρατηρήσεις, θα μπορούσαμε να πάρουμε
μέρος με σοβαρότητα στη συζήτηση περί άκρων που γίνεται στις ημέρες μας
με περισσή υποκρισία και συστηματική στρεψοδικία. Δεν υπονοούμε ότι δεν
υπάρχει πραγματικό πρόβλημα χυδαιότητας, ασυδοσίας ή και επικίνδυνων
επιδιώξεων των άκρων. Εκτιμούμε όμως ότι το μείζον πρόβλημα που οδηγεί
στην καταστροφή είναι η χυδαιότητα και ο πλήρης ηθικός και πνευματικός
εκτραχηλισμός του χώρου και των δυνάμεων που εμφανίζονται ως άμυνα
έναντι των άκρων, ως «μέσον». Δηλονότι του διαβόητου μεσαίου αστικού
χώρου που εκπροσωπώντας τη μετριοπάθεια, έφθασε να στηρίζεται αρχικά
στις δυνάμεις της μετριότητας και αργά αλλά σταθερά στις ίδιες δυνάμεις
που έντρομες και οργισμένες στρέφονται προς τα άκρα. Σε αυτό τον χώρο
είναι αργά πια για να ανθίσει πειστικά οποιοσδήποτε πατριωτισμός. Ο
πατριωτισμός από τα χείλη αυτών που κατέστρεψαν την Πατρίδα, είναι η πιο
αισχρή πρόκληση.
Το
πρόβλημα των άκρων λοιπόν. Πρόβλημα που δεν είναι νέο. Είναι παλαιότατο
και εγγενές του νέου ελληνισμού. Τα πάγια χαρακτηριστικά της ελληνικής
ύπαρξης περιφρονήθηκαν χωρίς καμιά αναστολή και καθ’ όλη τη διάρκεια της
νεοελληνικής ζωής από το μέτωπο των άκρων. Άκρων που έσυραν
επανειλημμένα το έθνος σε καταστροφές. Από την οξεία διαμάχη ορθόδοξων
σκοταδιστών και νεωτερικών φωταδιστών, πριν ακόμη γεννηθεί το
νεοελληνικό κράτος (Αθανάσιος Πάριος και Αδαμάντιος Κοραής: οι δυο όψεις
ενός διχαστικού νομίσματος) ως τη σύγκρουση εκσυγχρονιστών και
παραδοσιακών του καιρού μας και ως τον οιονεί εμφύλιο των δυνάμεων της
μεταπολίτευσης (σε αυτόν που μας καλούν σήμερα μνημονιακοί και
αντιμνημονιακοί), η αντιμαχία αυτή βυθίζει διαρκώς το λαό στην
εσωστρέφεια και τον επαρχιωτισμό, τον αποκόπτει από τον προορισμό και
την προκοπή του, τον οδηγεί είτε σε αφελληνισμό είτε σε θάνατο από
προγονοπληξία.
Πολλές
είναι οι θεωρίες για τις αιτίες αυτού του φαινομένου. Σοβαρότερη αυτή
που μιλά για την απότομη οικειοποίηση του νεωτερικού κόσμου από μια
κοινωνία μη νεωτερική, με δομές παρωχημένες, με θεσμούς, σχέσεις
εξουσίας και νοοτροπίες προ-νεωτερικές. Αυτή θα μπορούσε να είναι μια
λογική εξήγηση της αβελτηρίας μας. Υπήρξαν όμως παραδείγματα που
δείχνουν πως δεν έλειψαν στην Ιστορία μας οι δυνάμεις οι οποίες είχαν
συλλάβει την ανάγκη της σύνθεσης και της αντιπαράθεσης τόσο με την
μεταπρατική νοοτροπία μιας εκδοχής του διαφωτισμού όσο και με τις
σκοταδιστικές εμμονές μιας εκδοχής της παράδοσης. Αναφέρομαι π.χ. στον
έξοχο τρόπο που συνδύασαν το εθνικό με το σύγχρονο στο ιδεολογικό πεδίο ο
Ρήγας Βελεστινλής και στο πολιτικό ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Τα
αποτέλεσμα το ξέρουμε. Ηττήθηκαν πανηγυρικά και οι δυο και οι επίγονοί
τους (ιδεολογικοί και πολιτικοί) προσχώρησαν άλλοι στο «προοδευτικό» και
άλλοι στο «συντηρητικό» στρατόπεδο. Στο μέσον κενό, ερημιά. Στα νερά
της Σμύρνης πνίγηκε το 1922 η έσχατη ελπίδα νοήματος ενώ η τελευταία
αναλαμπή, το θαύμα της γενιάς του Τριάντα, το μαράζωσε η εθνικόφρων
μεταπολεμική υποκρισία, πριν το αποτελειώσει ο μεταπολιτευτικός
ρεβανσισμός της αριστεράς.
Η
δικτατορία και η αντίσταση επηρέασαν καθοριστικά την πολιτική σκέψη του
μέσου Έλληνα και έγιναν μετά το 1974 βασικό ιδεολογικό δίπολο για την
οργάνωση του δημοκρατικού συστήματος αλλά και την ανασυγκρότηση της
εθνικής ταυτότητας σε μια φαινομενικά πιο λαϊκιστική εκδοχή αλλά στην
ουσία σε μια ακόμη πιο χυδαία χρησιμοθηρική αντίληψη. Η καραμανλική
μεγάλη ιδέα (ευημερία με κάθε μέσον και κάθε τίμημα) εξαπλώθηκε ως η
μεγάλη ιδέα όλων των τάξεων και καθόρισε τη λειτουργία του ελληνικού
κράτους για δεκαετίες, με μεγαλύτερη ένταση δε κατά την περίοδο του
εκπασοκισμού που υπήρξε η ακραία εκδοχή του καραμανλισμού. Η ιδέα αυτή
όμως ήταν μοιραίο κάποτε να καταρρεύσει. Δεν αναπαύεται η ανθρώπινη ψυχή
μόνο με άρτο και θεάματα. Το σύνολο των μεταπολιτευτικών μύθων
(ορθολογισμός, αισιοδοξία, πίστη στη διαρκή πρόοδο) οδήγησαν στην
πνευματική αφυδάτωση και δεν επέφεραν μόνο τη διαστρέβλωση της ζωής από
έναν ηθικολογικό μικροαστισμό (που ορκιζόταν στον ουμανισμό ενώ στην
πράξη υπηρετούσε τον πιο τυχοδιωκτικό ατομικισμό), αλλά διαχύθηκαν στους
υποτιθέμενους αντιπάλους του καθεστώτος, με συνέπεια αυτό που ζούμε
σήμερα: τη χυδαιότητα που κυριαρχεί ακόμη και στους αντιπάλους της
πολιτικής εκχώρησης της εθνικής μας κυριαρχίας. Τα χρησιμοθηρικά ιδανικά
συνεχίζουν να εμπνέουν την ελληνική κοινωνία και μάλιστα με μεγαλύτερη
ένταση. Ποιος τολμά να ζητήσει τη λαϊκή ψήφο στο όνομα της εθνικής
ανεξαρτησίας προειδοποιώντας ότι καλεί σε δοκιμασία, σε ένα δρόμο
γενναιότητας και αίματος αλλά περήφανο και αντάξιο της Ιστορίας μας; Το
περίφημο αντιστασιακό πνεύμα των Ελλήνων περιορίστηκε στους δεκάρικους
των εθνικών επετείων. Οι άνθρωποι που «αρέσκονται να τους κυβερνούν οι
μεγάλες λέξεις» (Λεοπάρντι) δεν διανοούνται να ζήσουν σύμφωνα με αυτές.
Η
μεγάλη ηθική ασθένεια λοιπόν, η παρακμή των συνειδήσεων, αυτή που
γέννησε την κρίση, η ίδια γεννά παράλληλα ως «αντίσταση» την επιστροφή
στη βαρβαρότητα και τον ανορθολογισμό. Η εξασθένηση της πίστης στην
ελευθερία, γεννά την εξάπλωση της επιθυμίας για ισχύ, τη δίψα για την
εξουσία, τη λατρεία της βίας. Το διαβολικό πρόσωπο της εξουσίας γοητεύει
ξανά. Να η αιτία της μεγέθυνσης των άκρων. Και δεν έχουμε δει τίποτα
ακόμα. Η πλήρης αποβιομηχάνιση και η κοινωνική διάλυση που καταστρέφει
τη μεσαία τάξη, στέλλει μοιραία στα άκρα κάθε υγιή άνθρωπο. Καθώς η
κοινωνική ομαλότητα κρέμεται από μια κλωστή και ο υπέρτατος εξουσιαστής
της μοίρας μας και της στοιχειώδους φυσικής μας ύπαρξης βρίσκεται πλέον
εκτός κάθε εθνικού και δημοκρατικού ελέγχου, το ελλαδικό κομματικό
κράτος λειτουργεί μόνον εξ υφαρπαγής. Μόνο χάρη στον εκβιασμό. Η
πολιτική εξουσία είναι σήμερα στην Ελλάδα απλώς νομικό πλάσμα. Η
πραγματική εξουσία βρίσκεται στη διεθνή κεφαλαιοκρατία και τους ντόπιους
εντολοδόχους της και η κοινωνία σέρνεται από την ανευθυνότητα στο
μαρασμό. Μας φταίνε γι’ αυτό τα άκρα;
Μέσα
σε αυτό το σκοτάδι όπου καμιά πρωτότυπη σκέψη δεν είναι εφικτή, κανένα
σπίθισμα φωτιστικό δεν φαίνεται, καμιά αποκαλυπτική συγκίνηση δεν
κινητοποιεί, μέσα σε αυτή την εθνική ανημπόρια, είμαστε υποχρεωμένοι να
ζητήσουμε τη νέα θέση, χωρίς την οποία είναι αδύνατο να φτάσουμε στη
λυτρωτική νέα κοινωνική συμφωνία. Οι παράλληλοι μονόλογοι που τίποτε νέο
δεν γεννούν, τα ερωτήματα που μοιάζουν αξεδιάλυτα μπλεγμένα, το
περιβάλλον του μεταμοντέρνου σχετικισμού, όπου όλες οι αποφάσεις είναι
μετέωρες, πρέπει το ταχύτερο να αντικατασταθούν από μια νέα εθνική
αφήγηση. Από νέες μορφές κοινωνικής οργάνωσης που οι θεωρητικοί και οι
πολιτικοί της μεταπολιτευτικής παρακμής είναι ανίκανοι να δουν,
αιχμάλωτοι παραδοσιακών τρόπων σκέψης. Ο παλιός κόσμος έχει πεθάνει
οριστικά και καμιά νεοσυντηρητική «επιστροφή» δεν θα τον αναστήσει. Εδώ
που φτάσαμε μόνο μια ανθρωπολογική επανάσταση μπορεί να μας βγάλει από
το αδιέξοδο.
Δεν είναι
εύκολη η διαμόρφωση ενός νέου ζωτικού μύθου. Για όσους στοχάζονται και
αισθάνονται πέρα από ξεπερασμένα δόγματα ή αναπαυτικές φαντασιώσεις, ο
κόσμος μοιάζει κακογραμμένο χειρόγραφο που μόνο με υποθέσεις μπορούμε να
αποκρυπτογραφήσουμε. Η πορεία της Ιστορίας δεν έχει προορισμένη
κατεύθυνση ή νομοτέλεια. Όλα είναι ανοιχτά. Ο άνθρωπος. Αυτός είναι ο
δημιουργός της ιστορικής εξέλιξης και καμιά θεωρία δεν μπορεί να
προδιαγράψει το θρίαμβο ή την καταστροφή. Αν λοιπόν έχει κάποιαν ακόμη
αξία η Ιστορία στους καιρούς μας, αυτή δεν βρίσκεται σε προφητείες αλλά
στα υποδείγματα που παρέχει για να μελετήσουμε αίτια και αιτιατά της
σημερινής πολύπλευρης κρίσης. Η εύνοια της ενθαδικότητας, της παρουσίας
μας στη γη που εμφανίστηκε ως πνευματική μορφή η τραγωδία, θα μπορούσε
να ήταν πολύτιμο δώρο για να δούμε με ψυχραιμία και ενόραση την
πραγματικότητα, αν επάλληλες επιστρώσεις και προσμείξεις δεν είχαν
φθείρει σε μεγάλο βαθμό εκείνη την οξύνοια, εκείνο το αίσθημα τιμής (το
περιώνυμο φιλότιμο) που γέννησαν κάποτε την τραγωδία και τη φιλοσοφία,
δίδυμους κλάδους του ίδιου κορμού, του υπέροχου προσωκρατικού δέντρου
που εμπνέει ως σήμερα κάθε γνήσια σκέψη. Σε εποχές σαν τη δική μας, όπου
η κατάρρευση γενικεύεται και αίσθημα απελπισίας απλώνεται σε όσους
παραμένουν ευθείς, έντιμοι κι ευφυείς, το υπόδειγμα των ανθρώπων που
γέννησαν εκείνο το δίδυμο θαύμα είναι η έσχατη δυνατότητα για ανάταξη
της εθνικής παρακμής πριν αυτή ολοκληρωθεί με εθνική καταστροφή.
Μιλούμε
για ανθρώπους που θέλουμε και σήμερα: χαρακτήρες εύρωστης ζωικής
θέλησης, ανθρώπους σαν εκείνους που με την αισθητική ερμηνεία των μύθων
και με την αγωνιστική προπαρασκευή τους έκαναν δυνατή τη γέννηση του
ευρωπαϊκού πολιτισμού ενώ παράλληλα κατέστησαν δυνατή την εθνική
ενοποίηση. Μπορεί βέβαια το αργό ξεστράτισμα των ελληνικών πεπρωμένων,
με απαρχή την ιδεολογική υπονόμευση της δημοκρατικής Αθήνας, να
αλλοίωσε πολύ από τότε την πνευματική εξέλιξη του λαού μας, έμειναν όμως
η τραγωδία και εκείνη η διακριτή φιλοσοφία για να σώζουν τη γνήσια
εθνική ταυτότητα, για να σώζουν το Λόγο πέρα από τα σύνορα του καιρού,
πέρα από τις ορδές της βίας και τις ριπές των ασιατικών μύθων που και
σήμερα μας απειλούν. Γιατί ο κίνδυνος των άκρων, δεν είναι παρά μια
ακόμη απειλή της Ασίας σε βάρος της Ελευθερίας μας.
Κρίση
σημαίνει πάνω απ’ όλα μια αντιμαχία. Η αδυναμία της κατεστημένης τάξης
να λειτουργεί με ηθική νομιμοποίηση ανοίγει το δρόμο για μια νέα
ιστορική δημιουργία που δεν θα οδηγήσει απλώς σε αντικατάσταση προσώπων
και θεσμών με άλλους εξ ίσου καταπιεστικούς και αλλοτριωτικούς. Μια
αποφασιστική επιλογή είναι μπροστά μας. Διότι η κρίση γεννά προϋποθέσεις
να ελευθερωθούν οι δημιουργικές δυνάμεις των Ελλήνων και να αρχίσει η
οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας με κύριο αίτημα το αίτημα της
δικαιοσύνης. Διότι μόνο στη δικαιοσύνη (κι όχι στην πρακτική κρατική
σκοπιμότητα) μπορεί να θεμελιωθεί η αναγκαία ηθική ανασυγκρότηση. Σε
αυτή τη διαδικασία ανασυγκρότησης το πρώτο βήμα είναι να χτυπηθεί ο
οικονομισμός. Αλλά αυτό θέλει μια άλλη όραση του κόσμου. Διότι δεν είναι
οι κοινωνικοί θεσμοί που γεννούν τον ανταγωνισμό, την πλουτοκρατική
αξιολόγηση και την ανισότητα αλλά ο άνθρωπος. Κανένας εξισωτισμός δεν θα
αλλάξει τον άνθρωπο. Την ίδια στιγμή όμως δεν είναι δυνατό η ελευθερία
να γίνεται πρόσχημα κοινωνικής αδικίας και οργάνωσης ενός κόσμου όπου οι
ευαίσθητοι άνθρωποι είτε θα καταπίνουν με κόπο την αηδία που νιώθουν
και θα ξεμακραίνουν για να μείνουν μόνοι, είτε με πράξεις άλογης βίας θα
φτύνουν στα λερά πεζοδρόμια της πολιτείας την πικρή γεύση που αυτή τους
ποτίζει.
Σήμερα, όσοι
αρνούνται να λουφάξουν και να υποκριθούν για να σταδιοδρομήσουν,
προσχωρώντας σε μια ομάδα κατεστημένου, όσοι απορρίπτουν την ανάπαυση
και προσχωρούν στα άκρα, σώζουν το γνήσιο ένστικτο του ανθρώπου: τη
μαχητικότητα. Αυτό το ένστικτο, που μαζί το συναίσθημα αποτελούν τα πιο
γνήσια στοιχεία μας και αποκαλύπτουν την αληθινή φύση μας, με την
ενεργοποίηση των ηθικών και των αισθητικών κριτηρίων μας, μπορεί να
προετοιμάσει την πολιτική λύση. Με την πρακτική επιβεβαίωση της
πνευματικής αξίας του ανθρώπου. Όχι με τη λογική του αφηρημένου
διαφωτισμού των θετικιστών και των ωφελιμιστών αλλά με την εμπειρία της
καθημερινής απόδειξης των διακηρύξεων. Με σκεπτικισμό προς οποιαδήποτε
ριζική αλλαγή δεν λαμβάνει υπόψη τις φυσικές και ιστορικές συνθήκες αλλά
και με δραστικότητα εναντίον κάθε καθεστωτικού στοιχείου τις παραβιάζει
εμφανιζόμενο ως «Τάξη». Δεν θα πρόκειται για αποκατάσταση κάποιων
αιώνιων μετα- ιστορικών αξιών μιας μυθικής χώρας (όπως θέλουν οι
αντιδραστικές ιδεολογίες θεωρώντας την Ιστορία συνεχή εκφυλισμό ενός
θεμελιώδους αρχετύπου) αλλά για αναζήτηση της αλήθειας εξ αρχής. Μια
μαχητική περιπέτεια αναζήτησης με ηρωισμό, αφοσίωση και πνεύμα θυσίας.
Μια επανάσταση που θα αποκαταστήσει την πίστη στο σώμα και στην υγεία,
αλλά θα κηρύσσει παράλληλα ως πρώτη αρχή την αξιοπρέπεια και την
περηφάνια επιλέγοντας ακόμη και την πενία αν η ευημερία είναι αποτέλεσμα
ταπείνωσης και προσφορά της τοκογλυφίας.
Αν
ο ελληνικός πολιτισμός πεθαίνει, αξίζει να του χαρίσουμε μια ύστατη
αναλαμπή μεγαλείου. Για να πεθάνει περήφανα, αντάξια με το παρελθόν του,
όχι ως οθωμανική επαρχία ή ως ευρωπαϊκό αναψυκτήριο. Πριν η Ελλάδα
κλείσει τον ιστορικό της κύκλο και βυθιστεί στο σκοτάδι του βαρβαρισμού,
σε μια νύχτα που το μόνο της φως θα είναι οι φλόγες από τις συγκρούσεις
των αντίπαλων συμμοριών των άκρων και από τις καταδρομές που θα
λεηλατούν την κληρονομιά αιώνων σκορπίζοντας το χάος, ας αντιτάξουμε τον
ακτιβιστικό πεσιμισμό μας. Επιτέλους, ας κάνουμε την τραγωδία πιο
θεαματική. Ας αποκαταστήσουμε τον τραγικό πολιτισμό όπου ο πόνος δεν θα
ταπεινώνει αλλά θα δίνει άγρια χαρά. Όπου η σκληρότητα θα είναι πάλι
ευγενική, αισθητικά υποδειγματική. Όταν ο εγωιστής γίνει περήφανος κι ο
υποκριτής ειλικρινής, όταν ο σκληρός γίνει πιο στοχαστικός και ο
απαισιόδοξος πιο δραστήριος, μια νέα αισθητική, μια νέα πολιτική, ένα
νέο νόημα βίου θα έχουν γεννηθεί. Τότε ο οικονομικός άνθρωπος, ο δούλος
της τοκογλυφίας και ο απελπισμένος άνθρωπος, ο αυτουργός της βίας, θα
δώσουν τη θέση τους στον ηρωικό άνθρωπο, στον ακέραιο άνθρωπο, στον νέο
Έλληνα, στον νέο Ευρωπαίο που θα δράσει με πείσμα, περήφανα, με
εμπιστοσύνη στο πεπρωμένο του πολιτισμού του.
Συνδυάζοντας
τον πεσιμισμό του τραγικού πνεύματος και την αισιοδοξία της δράσης, με
πίστη στη δύναμη του ανθρώπου να πηγαίνει κόντρα στη φυσική του
προδιάθεση για το κακό. Ενάντια στον υλισμό που βυθίζει την ύπαρξη στη
μηχανική δουλειά, στη γραφειοκρατική ρουτίνα και στη μικροαστική ηθική
του κέρδους, της καλοπέρασης και της αποξένωσης από την κοινωνία, μα και
ενάντια στον ιδεαλισμό που γίνεται όπιο και υποταγή στα συμφέροντα μιας
αδίστακτης κεφαλαιοκρατίας. Η πίστη στο μεγαλείο της ζωής ακόμη και
όταν αυτή σβήνει, ο ρεαλιστικός ανορθολογισμός ακόμη κι όταν η
πραγματικότητα και η αδικία μάς συνθλίβει, θα ανοίξουν το δρόμο, όταν
ταραγμένοι, χλωμοί από έγνοιες βιοτικές, βρούμε μια στιγμή να πάρουμε
ανάσα, αποφασισμένοι να δράσουμε.
Με όπλο τη φαντασία, το πιο συμπαγές οικοδομικό υλικό του σύμπαντος.
πηγή: Aντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου